ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                            (Υπόθεση Αρ. 523/2006)

 

19 Φεβρουαρίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΩΝΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.      ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η προσφυγή αφορά την πλήρωση οκτώ θέσεων Λοχιών, Κυβερνητών 3ης Τάξης Αστυνομικών Ακάτων.  Στην πρώτη διαδικασία επιλέγηκαν από τους 14 υποψηφίους, οι 8 πρώτοι στη σειρά κατάταξης.  Ο Αιτητής, ο οποίος είχε καταταχθεί 12ος και δεν επιλέγηκε, προσέβαλε εκείνη την απόφαση με την προσφυγή Ιωάννου Κυριάκου Αντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 477/04, ημερ. 23.5.2005 και κατάφερε να ακυρώσει τους διορισμούς των 8 Λοχιών.  Το Δικαστήριο, ακυρώνοντας την απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, θεώρησε ότι η όλη μέθοδος αξιολόγησης του Συμβουλίου Προσλήψεων, ήταν έξω από το πλαίσιο του Κανονισμού 5(2) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 51/89), προτού καταργηθούν.  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου, όπου επισημαίνεται ότι:

 

«Τρίτη εισήγηση του Αιτητή είναι ότι το Συμβούλιο και ο Αρχηγός Προσλήψεων ενήργησαν χωρίς δέουσα έρευνα και υπό πλάνη καθ' όσον δεν έλαβαν υπ' όψη τους το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας («προηγούμενη σχετική πείρα και επιπρόσθετα προσόντα θα θεωρηθούν πλεονέκτημα») που είχε ο Αιτητής, εφ' όσον αυτός ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος και άλλων διπλωμάτων και διέθετε προηγούμενη πείρα. 

 

.................................................................................................................................

 

Εξηγώ γιατί, εν όψει των πιο πάνω, με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση του Αιτητή.  Κατ΄ αρχήν, η όλη μέθοδος αξιολόγησης του Συμβουλίου Προσλήψεων ήταν έξω από τα πλαίσια του Κανονισμού 5(2).  Αυτό που απαιτείται από τον Κανονισμό 5(2) είναι, πλην της αξιολόγησης και ταξινόμησης των αιτήσεων όπως προνοείται στον Κανονισμό 5(2)(α), μόνο η "διεξαγωγή και βαθμολογία των γραπτών ή και προφορικών εξετάσεων των υποψηφίων" όπως προνοεί ο Κανονισμός 5(2)(γ).  Εδώ δεν υπήρξε γραπτή παρά μόνο προφορική εξέταση, πράγμα που ήταν στην κρίση του Συμβουλίου Προσλήψεων σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(2)(β).  Έπρεπε λοιπόν να βαθμολογηθεί η προφορική εξέταση και να καταρτισθεί πίνακας επιτυχόντων σε αυτή κατά σειρά επιτυχίας όπως προβλέπει ο Κανονισμός 5(2)(δ).  Αντ΄ αυτού, το Συμβούλιο Προσλήψεων προέβη σε μια γενική αξιολόγηση και κατάταξη των υποψηφίων με βάση την κατανομή των μονάδων όπως το ίδιο αποφάσισε, με αποτέλεσμα ο πίνακας που ετοίμασε να μην ήταν ο προβλεπόμενος στον Κανονισμό 5(2)(δ). Δεν ήταν έργο του Συμβουλίου Προσλήψεων να "μετρήσει" το ίδιο τη βαρύτητα που θα έπρεπε να αποδοθεί σε κάθε στοιχείο κάθε υποψηφίου και έτσι να προσδιορίσει όχι μόνο τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων στις όποιες εξετάσεις διεξήχθησαν αλλά και τη σχετική συνολική υπεροχή των υποψηφίων την οποία ο Αρχηγός και θεώρησε καθοριστική για σκοπούς άσκησης της δικής του αρμοδιότητας να προβεί σε διορισμούς.  Ο Κανονισμός 6(4) - και ο Κανονισμός 5(2) είναι στο ίδιο πνεύμα - θέλει τον Αρχηγό να έχει την ευθύνη των διορισμών όχι με βάση οποιαδήποτε προκαθορισμένη από το Συμβούλιο Προσλήψεων συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων αλλά "με βάση τον πίνακα επιτυχόντων και τις απόψεις του Συμβουλίου Προσλήψεων αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις και τα προσόντα των υποψηφίων".  Είναι ο Αρχηγός που, έχοντας μεν υπόψη τον πίνακα επιτυχίας στις εξετάσεις που καταρτίζει το Συμβούλιο Προσλήψεων, θα σταθμίσει τόσο αυτό όσο και το σύνολο των προσόντων των υποψηφίων για να αποφασίσει ποίοι είναι οι καταλληλότεροι για να διορισθούν.  Στα πλαίσια αυτά οφείλει να σταθμίσει, όπως ισχύει και γενικότερα, την κατοχή από οποιοδήποτε υποψήφιο του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας, ως πρόσθετου στοιχείου αξίας.  Ούτε αυτό έγινε εδώ, αφού ουδεμία αναφορά έγινε είτε από το Συμβούλιο Προσλήψεων είτε από τον Αρχηγό στο πλεονέκτημα που ενδεχομένως να είχε ο Αιτητής, παράλειψη που δεν διορθώνεται με την οποιαδήποτε βαθμολόγηση των προσόντων του Αιτητή που έγινε από το Συμβούλιο Προσλήψεων κάτω από την αναφορά "Ακαδημαϊκά Προσόντα" (5 μονάδες) ως υποστοιχείο του στοιχείου "Επαγγελματικά Χαρακτηριστικά", που ήταν εν πάση περιπτώσει, όπως ανέφερα, και η ίδια εκτός των πλαισίων του Κανονισμού 5(2).»

 

Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Αρχηγός Αστυνομίας διόρισε τα μέλη του Συμβουλίου Προσλήψεων και έδωσε οδηγίες στο Βοηθό Αρχηγό να επανεξετάσει τους διορισμούς που ακυρώθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Στις 12.7.2005 ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Προσλήψεων, ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απέστειλε επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με την οποία ζήτησε κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο επανεξέτασης των διορισμών από Συμβούλιο με νέα σύνθεση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διορισμοί προήλθαν από διαδικασία που διενεργήθηκε από άλλο Συμβούλιο, ένα μέλος του οποίου είχε αφυπηρετήσει.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στην απαντητική επιστολή του ημερομηνίας 20.7.2005, υπέδειξε ότι στο πλαίσιο επανεξέτασης, για να υπάρξει συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, θα πρέπει, τόσο ο Αρχηγός Αστυνομίας όσο και το Συμβούλιο Προσλήψεων να αξιολογήσουν το επιπρόσθετο προσόν και να σταθμίσουν την κατοχή του πλεονεκτήματος από οποιονδήποτε εκ των υποψηφίων.  Επίσης, υπέδειξε ότι κατά την επανεξέταση, δεν ενδείκνυται η διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων, καθότι η επανεξέταση γίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ισχύει κατά τον ουσιώδη χρόνο, εκτός εάν ρητά προβλέπεται διαφορετικά από τον περί Αστυνομίας Νόμο.

 

Ο Αρχηγός Αστυνομίας, αφού ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, στις 3.8.2005 με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ζήτησε έγκριση για αντικατάσταση του ενός μέλους του Συμβουλίου Προσλήψεων.  Η εισήγηση του Αρχηγού Αστυνομίας εγκρίθηκε από τον Υπουργό και η σύνθεση του Συμβουλίου Προσλήψεων ήταν η ακόλουθη:

 

Βοηθός Αρχηγός Εκπαίδευσης κ. Θ. Πλ. Στυλιανού  -             Πρόεδρος

Ανώτερος Αστυνόμος Α' Α. Νικολαΐδης                    -  Μέλος

Ανώτερος Αστυνόμος Α' Φ. Ακάμας                         -    Μέλος

 

Στη συνέχεια, στις 5.9.2005 συνήλθε το Συμβούλιο Προσλήψεων με τη νέα του σύνθεση και αξιολόγησε τα στοιχεία των υποψηφίων.  Ζήτησε από όλους τους υποψηφίους να προσκομίσουν τους τίτλους σπουδών τους.  Κατά την αξιολόγηση, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι ο Αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησής του στις 3.11.2003, δεν είχε επισυνάψει τον τίτλο σπουδών του, παρά μόνο τον κατάλογο μαθημάτων (Transcript) του Southeastern University (London Campus) για το πρόγραμμα Financial Management.  Ενόψει τούτου, το Συμβούλιο ζήτησε από τον υποψήφιο να προσκομίσει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν τα επιπρόσθετα προσόντα που κατέχει, προκειμένου να προβεί στην αξιολόγηση τους.  Ο Αιτητής, ανταποκρινόμενος στις υποδείξεις του Συμβουλίου Προσλήψεων, απέστειλε με φαξ το δίπλωμα που του απονεμήθηκε από το πιο πάνω πανεπιστήμιο.

 

Το Συμβούλιο μελετώντας το δίπλωμα, διαπίστωσε ότι αυτό δεν συνοδευόταν από οποιοδήποτε στοιχείο, που να αποδεικνύει ότι το  πανεπιστήμιο που είχε φοιτήσει αλλά και ο τίτλος σπουδών του, είναι αναγνωρισμένα σύμφωνα με τη νομοθεσία και ως εκ τούτου ζήτησε από τον ίδιο με επιστολή να προσκομίσει βεβαίωση αναγνώρισης του πανεπιστημίου και του τίτλου σπουδών που κατέχει, από την αρμόδια με βάση τη Νομοθεσία Αρχή που είναι το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ).  Περαιτέρω το ίδιο το Συμβούλιο ζήτησε πληροφορίες από το ΚΥΣΑΤΣ, σχετικά με την αναγνώριση του συγκεκριμένου πανεπιστημίου και του συγκεκριμένου τίτλου σπουδών. Επιπλέον, ζήτησε από τους οκτώ υποψηφίους, ο διορισμός των οποίων ακυρώθηκε, να ενημερώσουν το Συμβούλιο κατά πόσο κατέχουν οποιαδήποτε επιπρόσθετα προσόντα για τα οποία δεν είχαν υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία, κατά την υποβολή της αίτησης τους.  Ο Αιτητής ενημέρωσε το Συμβούλιο Προσλήψεων ότι κατέθεσε το πτυχίο του στο ΚΥΣΑΤΣ, προσκομίζοντας και τη σχετική απόδειξη κατάθεσης του. 

 

Στις 9.12.2005, το ΚΥΣΑΤΣ, ενημέρωσε γραπτώς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Προσλήψεων, ότι το Southeastern University (London Campus) του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι αναγνωρισμένο Ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ίδια απόφαση για μη αναγνώριση του πτυχίου περιέχεται και σε επιστολή του ΚΥΣΑΤΣ προς τον Αιτητή, ο οποίος τη διαβίβασε στο Συμβούλιο.

 

Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Προσλήψεων, ενεργώντας σύμφωνα με τις οδηγίες του Αρχηγού Αστυνομίας και τις κατευθυντήριες γραμμές του Γενικού Εισαγγελέα συνήλθε στις 5.12.2005 και επανεξέτασε τους διορισμούς που ακυρώθηκαν, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο. Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε την απάντηση του ΚΥΣΑΤΣ, πληροφόρησε τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι παρά τη διαφοροποίηση στο πρόσθετο προσόν του Αιτητή, η κατάταξη των υποψηφίων δεν αλλάζει.  Έτσι ο Αιτητής κατατάχθηκε στην ένατη και τελευταία θέση.  Τελικά εισηγήθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας, τον επαναδιορισμό των οκτώ υποψηφίων, ο διορισμός των οποίων ακυρώθηκε.

 

Τέλος ο Αρχηγός Αστυνομίας, αφού εξασφάλισε την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, δυνάμει του εδαφίου 5(α) του Άρθρου 16 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(1)/2004, ενέκρινε μετά από επανεξέταση της πράξης που έχει ακυρωθεί, τον αναδρομικό διορισμό από τις 9.3.2004 των οκτώ Λοχίων στη θέση του Κυβερνήτη Αστυνομικών Ακάτων 3ης Τάξης.  Η πιο πάνω απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας, Έκδοση 6.2.2006.

 

Ο Αιτητής ο οποίος και πάλι δεν επιλέγηκε, προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση.

 

Αρχικά είχε διατυπωθεί ισχυρισμός ότι δύο μέλη του Συμβουλίου είχαν αντικατασταθεί.  Όμως, τελικά, δεν αμφισβητείται ότι ένα μόνο μέλος του τριμελούς Συμβουλίου Προσλήψεων του 2004, ο Θ. Θεοδωρίδης αντικαταστάθηκε λόγω αφυπηρέτησης.  Ως νέο μέλος, διορίστηκε το 2005 ο Φ. Ακάμας, Αστυνόμος Α΄.  Δεν υπήρξε διαφωνία για τη νόμιμη συγκρότηση του οργάνου, εφόσον το Συμβούλιο Προσλήψεων ήταν συγκροτημένο από τα πρόσωπα που καθορίζει ο Νόμος (Βλ. περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, Καν. 5(1) (ΚΔΠ 51/89) και άρθρο 20(1) των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου 158(Ι)/99).  Η αντικατάσταση του μέλους που αφυπηρέτησε με άλλο μέλος που κατείχε την ίδια θέση και βαθμό, ήταν καθ' όλα νόμιμη και σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(1) των περί Αστυνομίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1989.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, επικαλούμενος την Αντρέας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 403/04, ημερ. 13.2.2006, προέβαλε ως πρώτο λόγο ακύρωσης, το ότι η εισήγηση του Συμβουλίου Προσλήψεων κατά την επανεξέταση των υποψηφίων, έγινε κατόπιν νομικής πλάνης.  Όπως εξήγησε, το Συμβούλιο δεν έπρεπε κατά την επανεξέταση να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων που διενεργήθηκαν το 2004 από το τότε Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση ήταν διαφορετική από αυτή του Συμβουλίου του 2005, το οποίο έκαμε την επίδικη εισήγηση.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε νομολογία, εισηγήθηκε ότι η σύνθεση του Συμβουλίου «δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει καθότι δεν έχει διοριστεί νέο Συμβούλιο, αλλά πρόκειται για αντικατάσταση ενός μόνο μέλους το οποίο, εφόσον ενημερώθηκε σχετικά από τα υπόλοιπα μέλη που ήταν παρόντα καθ' όλη τη διαδικασία, μπορεί να συμμετάσχει κανονικά στην αξιολόγηση ωσάν να ήταν εξ αρχής μέλος, όπως συμβαίνει σε όλες τις διαδικασίες νόμιμης συγκρότησης συλλογικών οργάνων.»  Όμως ακόμα και αν θεωρηθεί ότι κακώς λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων του 2004, αυτά, είπε, καθόλου δεν άλλαξαν την προτίμηση των ΕΜ, λόγω της υπεροχής τους στα περισσότερα κριτήρια.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Θα εξηγήσω τους λόγους της κατάληξής μου.  Σχετικά με τη διαδικασία επανεξέτασης, ζητήθηκε και δόθηκε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος ορθά υπέδειξε ότι δεν ενδείκνυται η διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων, αφού θα έπρεπε να ακολουθηθεί το νομικό και πραγματικό καθεστώς κατά τον ουσιώδη χρόνο, εκτός εάν προβλέπει διαφορετικά ο περί Αστυνομίας Νόμος.  Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα φαίνεται να συνάδει με το άρθρο 58 του Νόμου 158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και Δημοκρατίας ν. Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037). Η επανεξέταση, εκτός εάν είναι νομοθετικά επιβεβλημένη, περιορίζεται στα γεγονότα που υπήρχαν κατά το χρόνο της έκδοσης της αρχικής απόφασης, ανεξάρτητα αν λήφθηκαν υπόψη ή όχι.  Η ακύρωση πράξης δεν εμποδίζει την έκδοση ταυτόσημης πράξης, εφόσον η έκδοση γίνεται με επανάληψη της διαδικασίας, ύστερα από νέα έρευνα των ίδιων στοιχείων ή και στοιχείων που υπήρχαν και δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της πρώτης πράξης που ακυρώθηκε (Βλ. Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Προσλήψεων με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της προηγούμενης απόφασης (Καν. 5, Κ.Δ.Π. 51/89), ορθά δεν προχώρησε σε νέες προφορικές συνεντεύξεις.  Χωρίς νομοθετική ή άλλη υποχρέωση, κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την αρχή που αφορά στον ουσιώδη χρόνο κατά την επανεξέταση (Βλ. Paschalis v. Republic (1988) 3 CLR 1897, Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (ανωτέρω)).  Όμως το Συμβούλιο, στηριζόμενο στα γεγονότα που υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής απόφασης, όφειλε δυνάμει του Καν. 5(2)(α), αφού επανεξετάσει τα στοιχεία, να ταξινομήσει τις αιτήσεις των υποψηφίων, να καταρτίσει Πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας και να τον υποβάλει στον Αρχηγό, δυνάμει του Καν. 5(2)(δ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Προσλήψεων κατά την επανεξέταση, όντως στηρίχθηκε στα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων, εφόσον αυτά κατέστησαν, κατά την άποψή μου, μέρος των γεγονότων που ίσχυαν κατά το χρόνο της πρώτης απόφασης.  Το Συμβούλιο είχε δικαίωμα να στηριχθεί σε αυτά, παρά την αλλαγή στη σύνθεση του, εφόσον τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων, τα οποία δεν είχαν αμφισβητηθεί, παρέμειναν άθικτα και δεν είχαν επηρεαστεί από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να αποτελούν μέρος του δεδικασμένου.  Με βάση, λοιπόν, τα πιο πάνω, δεν βλέπω οτιδήποτε το μεμπτό στη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων των προφορικών συνεντεύξεων.  Το Συμβούλιο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων στην περίπτωση που με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, γίνονταν ευρήματα αναφορικά με τη βαθμολογία κατά τη διαδικασία των προφορικών συνεντεύξεων.  Όμως, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό το θέμα.  Τα λειτουργικά ευρήματα του Δικαστηρίου (operative findings), (βλ. σελ. 2, ανωτέρω), τα οποία δέσμευαν κατά την επανεξέταση τόσο το Συμβούλιο Προσλήψεων όσο και τον Αρχηγό Αστυνομίας, ήταν αυτά που αφορούσαν στην πείρα, στο πρόσθετο προσόν του Αιτητή, καθώς επίσης και αυτά που είχαν σχέση με τον τρόπο που το Συμβούλιο Προσλήψεων αξιολόγησε γενικά τους υποψηφίους.  Ο συγκεκριμένος τρόπος αξιολόγησης, βρέθηκε ότι δεν ήταν συμβατός με τον Καν. 5(2).  Αυτό όμως το μέρος της απόφασης, σχετίζεται με τους λόγους ακύρωσης 2 και 3 και όχι με τον πρώτο λόγο και τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων.

 

Ανεξάρτητα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί και για ένα άλλο λόγο.  Ο Αιτητής τελικά συμπεριλήφθηκε στον Πίνακα επιτυχόντων που στάληκε στον Αρχηγό, και θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ίδιος επιδοκίμασε το γεγονός, εφόσον αυτό είναι ευνοϊκό για τον ίδιο.  Όμως, δεν μπορεί ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει το ίδιο γεγονός, όπως πράττει με τον πρώτο λόγο έφεσης. 

 

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης που αρχικά πρόβαλε ο Αιτητής, είναι ότι λόγω μη δέουσας έρευνας η οποία οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα, κατά την επανεξέταση, τόσο το Συμβούλιο Προσλήψεων, όσο και ο Αρχηγός Αστυνομίας, δεν έλαβαν υπόψη το πλεονέκτημα, αφενός του επιπρόσθετου προσόντος και αφετέρου της προηγούμενης πείρας που διέθετε ο Αιτητής.  Όμως ο δικηγόρος του Αιτητή στην γραπτή απαντητική του αγόρευση, εγκατέλειψε το σκέλος που αφορά στο ότι το Συμβούλιο Προσλήψεων και ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν ερεύνησαν και δεν έλαβαν επαρκώς υπόψη κατά την επανεξέταση, το πλεονέκτημα του επιπρόσθετου προσόντος του Διπλώματος Οικονομικών που διέθετε ο Αιτητής.  Διατήρησε όμως το δεύτερο σκέλος, ως προς το πλεονέκτημα της προηγούμενης πείρας που διέθετε ο πελάτης του, για να τονίσει ότι στην επίδικη απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας δεν γίνεται καμιά αναφορά στο συγκεκριμένο πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα η απόφαση να πρέπει, σύμφωνα με την εισήγησή του, να ακυρωθεί όχι μόνο λόγω της πλάνης, αλλά και λόγω έλλειψης επαρκούς και ειδικής αιτιολογίας.

 

Η δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση θεωρεί τον πιο πάνω ισχυρισμό ανυπόστατο, αφού το διορίζον όργανο είχε στην κατοχή του όλα τα τυχόν πρόσθετα προσόντα του Αιτητή τα οποία και έλαβε υπόψη.  Τόσο το Συμβούλιο όσο και ο Αρχηγός είναι φανερό ότι διενήργησαν έρευνα και αυτό φαίνεται από την αλληλογραφία με το ΚΥΣΑΤΣ.  Σε καμιά περίπτωση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Τόσο στην Έκθεση που συνοδεύει τον Πίνακα που το Συμβούλιο Προσλήψεων υπέβαλε στον Αρχηγό, όσο και στην απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, δεν γίνεται καμιά ειδική αναφορά στην πείρα που διέθετε ο Αιτητής ώστε να φανεί κατά πόσο το συγκεκριμένο στοιχείο αξιολογήθηκε ως ενδεχόμενο πλεονέκτημα, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας.  Περαιτέρω ο λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να εξετασθεί σε συνάρτηση με τον τρίτο, όπου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο κατά παράβαση του δικαστικού δεδικασμένου κατά την επανεξέταση, παρόλο που με την επίδικη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε κριθεί ότι η όλη διαδικασία και μέθοδος αξιολόγησης των υποψηφίων που ακολούθησε το τότε Συμβούλιο Προσλήψεων του έτους 2004, ήταν έξω από τα πλαίσια του Κανονισμού 5(2) και ότι ο Πίνακας που ετοίμασε δεν ήταν ο προβλεπόμενος στον Κανονισμό 5(2)(δ), δεν επιλήφθηκε της όλης υπόθεσης υπό το φως των λειτουργικών ευρημάτων του ακυρωτικού Δικαστηρίου.

 

Οι πιο πάνω λόγοι ακυρώσεως ευσταθούν αφού με βάση τα πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Προσλήψεων, αφενός μεν έπρεπε να λάβει υπόψη το νομικό και πραγματικό καθεστώς κατά τον ουσιώδη, αφετέρου, όμως, όφειλε να συμμορφωθεί και με το δεδικασμένο που προέκυψε ως αποτέλεσμα της απόφασης στην Ιωάννου Κυριάκου Αντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) (Βλ. σχετικό απόσπασμα στη σελ. 2 πιο πάνω).

 

Αντί αυτού όμως, το Συμβούλιο στην καταληκτική του παράγραφο διαπράττει εκ δευτέρου το ίδιο λάθος που διέπραξε την πρώτη φορά.  «Μέτρησε» τη βαρύτητα που θα έπρεπε να αποδοθεί σε κάθε υποψήφιο με αποτέλεσμα να εισηγηθεί στον Αρχηγό Αστυνομίας τον επαναδιορισμό των πρώτων 8 υποψηφίων αντί να περιοριστεί στον καταρτισμό του Πίνακα.  Πέραν τούτου, παρέλειψε να επανεξετάσει και να αξιολογήσει την πείρα του Αιτητή, εφόσον αυτή ενδεχομένως να συνιστούσε το προσόν του πλεονεκτήματος.  Οι καθ' ων η αίτηση, κατά την άποψη μου, επανέλαβαν σχεδόν την ίδια διαδικασία, η οποία κρίθηκε παράνομη, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα ίδια αποτελέσματα τα οποία και εισηγήθηκαν στον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος και τα υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε δική του έρευνα ή αξιολόγηση, ιδιαίτερα για την πείρα του Αιτητή.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας αναφορικά με το πλεονέκτημα.

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος με €1200 έξοδα υπέρ του Αιτητή.

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο