ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Dias United Publishing Co. Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργού Oικονομικών (1996) 3 ΑΑΔ 550
Ηλία Άννα και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884
Κάππας Γεώργιος ν. Oργανισμού Κυπριακής ΓαλακτοκομικήςΒιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36
Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345
Kυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406
Bρούντου Mαρία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 78
Kωνσταντίνου Bάσος και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 267
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.59
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2007) 4 ΑΑΔ 576
21 Αυγούστου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΣΤ. ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 815/2006)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγή επ' ανδραγαθία ― Νομοθετικό πλαίσιο και ερμηνεία ― Η απόρριψη αιτήματος αστυνομικού, για προαγωγή του επ' ανδραγαθία, κρίθηκε σύννομη στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις ― Αντινομικοί οι ισχυρισμοί περί ultra vires και αντισυνταγματικότητας.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης απόρριψης του αιτήματος του για προαγωγή, το οποίο είχε υποβάλει στη βάση ισχυριζόμενης από τον ίδιο ανδραγαθίας του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στην έκταση που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ανύπαρκτη νομοθεσία και/ή κανονισμούς που είναι ultra vires του νόμου, εκτός του ότι η θέση αυτή είναι αντιφατική, είναι και ενάντια της αρχής ότι δεν μπορεί κάποιος ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει μια κατάσταση, όπως η αρχή αυτή εξηγήθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Παρομοίως οι ισχυρισμοί του αιτητή για παραβίαση του Συντάγματος από τη σχετική νομοθεσία, είναι ανεδαφικοί. Εκτός του ότι είναι αόριστοι, είναι τέτοιοι που και αν ακόμα είχαν βάση, τότε θα οδηγούσαν σε ακύρωση του νόμου με βάση τον οποίο ζήτησε προαγωγή. Είναι σαφώς νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν προχωρεί να εξετάσει θέμα συνταγματικότητας αν η κήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού θα έχει τέτοιο αποτέλεσμα, που δεν θα ωφεληθεί ο αιτητής.
3. Από προσεκτική εξέταση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας φαίνεται ότι αυτή βασίζεται στις πρόνοιες του άρθρου 17(8) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/04) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Καν. 10 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/2004 ως έχουν τροποποιηθεί.
Η ισχύουσα νομοθεσία είναι τέτοια που δεν δημιουργεί υποχρέωση στον Αρχηγό της Αστυνομίας να προάξει κάποιον για ανδραγαθία, έστω και αν τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτητής είναι τέτοια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ανδραγαθία», αλλά διακριτική ευχέρεια. Η επίδικη απόφαση του Αρχηγού, υπό το φως των σχετικών νομοθετικών προνοιών που διέπουν το θέμα, ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και εύλογα επιτρεπτή. Προκύπτει από την απόφαση ότι το αίτημα στην έκταση που είχε ως βάση την «ανδραγαθία» αφορούσε γεγονότα που ήσαν εκτός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπει ο Καν. 10(3) με εξαίρεση το επεισόδιο της 31.1.06, του τραυματισμού δηλαδή του αιτητή από πρόσωπο που καταδίωκε, το οποίο όμως γεγονός ο Αρχηγός δεν θεώρησε ως «ανδραγαθία», εκτίμηση που ήταν στη δική του διακριτική ευχέρεια. Στην έκταση που το αίτημα βασιζόταν στο άρθρο 17(8) (β) και πάλι ορθά ο Αρχηγός έκρινε, ότι εφόσον ο αιτητής δεν συμπλήρωσε κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος δώδεκα χρόνια υπηρεσίας στη θέση του Αστυφύλακα, τότε δεν ετίθετο θέμα εξέτασης των γεγονότων που επικαλείτο.
4. Παρατηρείται, χωρίς να αποφασίζεται το θέμα, ότι το θέμα προαγωγής λόγω «ανδραγαθίας» (άρθρο 17(8) (α)) ή λόγω επίδειξης ασυνήθιστης ικανότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων (άρθρο 17(8) (β)), είναι θέμα αυτόβουλης απόφασης του Αρχηγού και όχι θέμα υποβολής αιτήματος από μέλος της Αστυνομικής Δύναμης. Ο Νόμος, δηλαδή, απλώς παρέχει εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού, να κάμει τέτοια προαγωγή, αλλά όχι δικαίωμα στο πρόσωπο που προέβη σε πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανδραγαθία ή που να επέδειξε ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ζητήσει την προαγωγή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,
Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36,
Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίων Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345,
Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406,
Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,
Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3. Α.Α.Δ. 78,
Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267,
Λοχίας Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81,
Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 681.
Προσφυγή.
Δ. Παυλίδης με Χ. Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Νομικός Λειτουργός, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακόλουθη θεραπεία, που προτιμώ να παραθέσω αυτούσια:
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή τους ημερ. 27.3.2006, η οποία στάληκε περί το τέλος Μαρτίου 2006 (31.3.06) προς το Γραφείο Δημήτρης Παυλίδης και Συνεργάτες, και με την οποία απέρριψαν αίτημα του αιτητή να τύχει προαγωγής δυνάμει του Άρθρου 17(8) (α) (β) Ν 73(Ι)/2004 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Οιανδήποτε άλλη δήλωση και/ή απόφασιν και/ή διάταγμα δυνάμει οιουδήποτε άρθρου χορηγούντος στο Σεβαστό Δικαστήριο αρμοδιότητα εάν η δικαιοσύνη το απαιτεί, ανεξαρτήτως του εάν αυτή εζητήθη ή μη.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ.
Ο αιτητής είναι ο Αστυφύλακας με αρ. 1380. Γράφτηκε στην Αστυνομική Δύναμη στις 18.9.95 και από τις 9.9.02 υπηρετεί στην Υπηρεσία Καταδίωξης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ). Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως Ειδικός Αστυφύλακας στις 24.7.92.
Με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 16.3.06 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και Αρχηγό Αστυνομίας υπέβαλε αίτημα για προαγωγή δυνάμει του Άρθρου 17(8) (α) (β) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/04), δηλαδή «επ' ανδραγαθία» και/ή ότι «αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία 12 χρόνια». Στην επιστολή παρατίθενται οι διάφορες δραστηριότητες του αιτητή καθώς και αποσπάσματα από εφημερίδες σχετικά με επιτυχίες της Αστυνομίας στην καταπολέμηση εμπόρων ναρκωτικών. Εξηγεί ο αιτητής στην εν λόγω επιστολή ότι λόγω της δικής του δραστηριότητας η Αστυνομία κατόρθωσε να συλλάβει, να οδηγήσει στη Δικαιοσύνη και να καταδικάσει εμπόρους ναρκωτικών. Κάνει επίσης ιδιαίτερη αναφορά και σε περιστατικό κατά το οποίο έμπορος ναρκωτικών στην προσπάθεια του να διαφύγει οδήγησε το όχημα του εναντίον του με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει.
Το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε με επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 27.3.06 (προσβαλλόμενη απόφαση) όπου παρέχονται και λεπτομερείς λόγοι γιατί οι διάφορες δραστηριότητες του αιτητή δεν είναι τέτοιες που να δικαιούται προαγωγής με βάση τις προαναφερθείσες πρόνοιες του Νόμου. Σημειώνω ότι με την εν λόγω επιστολή, που απευθύνεται στους δικηγόρους του αιτητή, απορρίπτεται και αίτημα άλλου προσώπου, πελάτη των ιδίων δικηγόρων, του Αναπληρωτή Λοχία 1672 Κυπριανού Μούζουρα εκ μέρους του οποίου καταχωρήθηκε η Προσφυγή 814/06 που εκκρεμεί ενώπιον άλλου αδελφού Δικαστή.
Στην προαναφερθείσα επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας (προσβαλλόμενη απόφαση) παρατίθενται ο σχετικός Νόμος και Κανονισμοί με βάση τους οποίους λήφθηκε η απόφασή του και επίσης παρέχεται λεπτομερής αιτιολογία για την κατάληξη του. Αποφεύγω να παραθέσω στην παρούσα αυτούσιο το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής για σκοπούς συντομίας.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ.
Τόσο στην ίδια την προσφυγή όσο και στις γραπτές αγορεύσεις (αρχική και απαντητική) της πλευράς του αιτητή, προβάλλεται σωρεία και ποικιλία λόγων ακύρωσης. Μεταξύ άλλων γίνεται ισχυρισμός για παράβαση άρθρων του Συντάγματος (άρθρα 8, 9, 11, 12, 13, 14, 15, 20, 28, 29, 30, 32, 35, 54(ζ) και 169), άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, του Άρθρου 19 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, του Άρθρου 9 του Ν 33/64, της Δ.59 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας, παράβαση αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και γενικά παράβαση σχεδόν όλων των αρχών του διοικητικού δικαίου. Γίνεται αναφορά σε κάπου 18 άρθρα του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99) τα οποία η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί. Προβάλλεται περαιτέρω ότι η Νομοθεσία με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη. Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ.
Εξέτασα τους διάφορους νομικούς ισχυρισμούς του αιτητή. Στην έκταση που ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ανύπαρκτη νομοθεσία και/ή κανονισμούς που είναι ultra vires του νόμου, εκτός του ότι η θέση αυτή είναι αντιφατική, είναι και ενάντια της αρχής ότι δεν μπορεί κάποιος ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει μια κατάσταση, όπως η αρχή αυτή εξηγήθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ., μεταξύ άλλων, Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίων Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406).
Εδώ, είτε υπάρχει έγκυρος νόμος αλλά ο σχετικός κανονισμός είναι ultra vires, όπως ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ο αιτητής, είτε δεν υπάρχει έγκυρος νόμος, όπως αλλού ισχυρίζεται, οπότε και ο ίδιος δεν μπορεί να επικαλείται τις πρόνοιες του για σκοπούς προαγωγής. Από την ίδια την αίτηση του (βλ. επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 16.3.06) φαίνεται ότι δέχεται την ύπαρξη νόμου και βασίζει το αίτημα του στις πρόνοιες του Άρθρου 17(8) (α) και/ή 17(8) (β). Επομένως οι ισχυρισμοί περί ανυπαρξίας νόμου και/ή ultra vires κανονισμών, απορρίπτονται.
Παρομοίως οι ισχυρισμοί του αιτητή για παραβίαση του Συντάγματος από τη σχετική νομοθεσία είναι ανεδαφικοί. Εκτός του ότι είναι αόριστοι, είναι τέτοιοι που και αν ακόμα είχαν βάση, τότε θα οδηγούσαν σε ακύρωση του νόμου με βάση τον οποίο ζήτησε προαγωγή. Είναι σαφώς νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν προχωρεί να εξετάσει θέμα συνταγματικότητας αν η κήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού θα έχει τέτοιο αποτέλεσμα που δεν θα ωφεληθεί ο αιτητής (Βλ. Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, Μαρία Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78 και την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Βάσος Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267). Στην παρούσα υπόθεση η κήρυξη του σχετικού νόμου ως αντισυνταγματικού θα αποδειχθεί αλυσιτελής για το αίτημα του αιτητή και επομένως δεν πρέπει να εξεταστεί τέτοιο θέμα. Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση της επίδικης απόφασης, κατά πόσο δηλαδή αυτή λήφθηκε μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που διέπει το θέμα.
Από προσεκτική εξέταση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας φαίνεται ότι αυτή βασίζεται στις πρόνοιες του Άρθρου 17(8) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/04) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Καν. 10 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/2004 ως έχουν τροποποιηθεί.
Το Άρθρο 17(8) του Νόμου διαλάμβανε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εξής:
«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προβαίνει σε προαγωγή μέλους της Αστυνομίας:
(α) επ' ανδραγαθία·
(β) αν το μέλος αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του·
Νοείται ότι η διαδικασία προαγωγών βάσει του παρόντος εδαφίου καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Αρχηγού, από το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων:
Νοείται περαιτέρω ότι ο αριθμός των Μελών της Αστυνομίας που προάγονται δυνάμει της υποπαραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, δεν υπερβαίνει το 5% των θέσεων που υπάρχουν για πλήρωση κάθε χρόνο.»
Σημειώνω εδώ ότι με σχετική τροποποίηση που έγινε με το Άρθρο 5 του Ν 73(Ι)/2006 η περίοδος των δώδεκα χρόνων μειώθηκε τώρα σε πέντε.
Ακολούθησε, την ίδια μέρα (8.4.04), η δημοσίευση των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/2004, ως έχουν τροποποιηθεί), ο Κανονισμός 10 των οποίων έχει ως ακολούθως:
«1. Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργού, δύναται να προαγάγει μέλος της Δύναμης για ανδραγαθία στον αμέσως επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχει και μέχρι τον βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, έστω και αν το μέλος αυτό δεν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος 'ανδραγαθία' σημαίνει πράξη που θέτει σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή του μέλους που την εκτελεί και η οποία λόγω του επικίνδυνου του χαρακτήρα της, υπερβαίνει τα όρια της συνήθους εκτέλεσης των καθηκόντων και υποχρεώσεων του, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Αστυνομίας Νόμο και τους εκάστοτε ισχύοντες περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς.
Νοείται ότι η ανδραγαθία διαπιστώνεται μετά από έκθεση γεγονότων του υπευθύνου της μονάδας ή του κατά τόπον ή καθ' ύλην υπεύθυνου Αστυνομικού Διευθυντή και αιτιολογείται ειδικά.
3. Προαγωγή, με βάση την παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού, διενεργείται χωρίς καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία που εκτελέστηκε η πράξη ανδραγαθίας.
4. Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προαγάγει Αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, νοουμένου ότι αυτός επιδεικνύει ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του και έχει ιδιάζουσα κλίση σε εξειδικευμένη εργασία, ανεξάρτητα του αν κατέχει τα προσόντα που αιτούνται για προαγωγή του.
5. Για σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος 'εξειδικευμένη εργασία' σημαίνει εργασία για την επιτέλεση της οποίας απαιτούνται υψηλού επιπέδου εξειδικευμένες γνώσεις που το μέλος αποκτά με μελέτη και/ή πρακτική εξάσκηση και η οποία εργασία δεν μπορεί να επιτελεσθεί ικανοποιητικά από άλλο, συστημένο από το Συμβούλιο Κρίσης, μέλος.»
Σχετικά με το επίδικο θέμα, δηλαδή τις προαγωγές για ανδραγαθία, είναι και τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 1929-1959 (ΑΝΑΤΥΠΩΣΙΣ), σελ. 394, τα οποία έχουν υιοθετηθεί και από το δικό μας Ανώτατο Δικαστήριο. Στην υπόθεση Λοχίας Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, σελ. 91, διαβάζουμε τα εξής:
«ΑΝΔΡΑΓΑΘΙΑ
Η Ελληνική νομολογία αποδέχεται ότι, η απόφαση για προαγωγή επ' ανδραγαθία πρέπει να αιτιολογείται. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) 394 - Αποφάσεις 1068(1952), 2076(1953)).
Ό,τι χρήζει αιτιολόγησης είναι η πράξη η οποία συνιστά την ανδραγαθία. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 2640/40, για το χαρακτηρισμό πράξης ως ανδραγαθήματος στο στράτευμα, δεν αρκεί η έκθεση της ζωής του δράσαντα σε κίνδυνο. Αυτή πρέπει να συνοδεύεται και από το στοιχείο του ηρωϊσμού. Κίνδυνος για τη ζωή ενυπάρχει για κάθε μέλος του στρατεύματος.
Ενυπάρχει στην έννοια της ανδραγαθίας και του ανδραγαθήματος το στοιχείο του ηρωϊσμού, όπως σωστά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο (Βλ. Λεξικό της Δημοτικής - 2η έκδοση, σελ. 50).
Η απόφαση για προαγωγή επ' ανδραγαθία είναι κατ' αρχή ανέλεγκτος. Η διαπίστωση των γεγονότων που συνιστούν το ανδραγάθημα ανάγεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο. Ό,τι ελέγχεται είναι το σύννομο της πράξης, δηλαδή κατά πόσο η πράξη, όπως καθορίζεται από το αρμόδιο όργανο, συνιστά ανδραγάθημα.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι πράξεις των εφεσειόντων καταγράφονται λεπτομερώς στην απόφαση. Πρόκειται, για πράξεις πιστής και μετά ζήλου εκτέλεσης, του αστυνομικού καθήκοντος. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στη συλλογή πληροφοριών, στην άσκηση πειθούς για να πεισθούν οι μάρτυρες να καταθέσουν κατά ορισμένων ατόμων και στην εξιχνίαση εγκλημάτων. Δε συνιστούν πράξεις ανδραγαθίας, ούτε τις προσεγγίζουν.»
Στην όλη εξέταση του θέματος έλαβα υπόψη και τα όσα αποφασίστηκαν στην Γεώργιος Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 681 (Ε. Παπαδοπούλου, Δ.), όπου η προσφυγή είχε επιτύχει αλλά για λόγο που δε βοηθά τον αιτητή στην παρούσα υπόθεση. Επίσης τα γεγονότα ήσαν διαφορετικά. Αφορούσε η υπόθεση «μαχητές της αντίστασης» ή «αντιστασιακούς», όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο Άρθρο 2 του Ν 24(Ι)/2001.
Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις με προσοχή. Είμαι της άποψης ότι η δική μας νομοθεσία είναι τέτοια που δεν δημιουργεί υποχρέωση στον Αρχηγό της Αστυνομίας να προάξει κάποιον για ανδραγαθία έστω και αν τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτητής είναι τέτοια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ανδραγαθία», αλλά διακριτική ευχέρεια, όπως συμβαίνει και στα κρατούντα στην Ελλάδα. Εξετάζοντας εδώ την απόφαση του Αρχηγού υπό το φως των σχετικών νομοθετικών προνοιών που διέπουν το θέμα καταλήγω ότι η απόφαση του ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και εύλογα επιτρεπτή. Προκύπτει από την απόφαση ότι το αίτημα στην έκταση που είχε ως βάση την «ανδραγαθία» αφορούσε γεγονότα που ήσαν εκτός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπει ο Καν. 10(3) του προαναφερθέντων κανονισμών με εξαίρεση το επεισόδιο της 31.1.06, του τραυματισμού δηλαδή του αιτητή από πρόσωπο που καταδίωκε, το οποίο όμως γεγονός ο Αρχηγός δεν θεώρησε ως «ανδραγαθία», εκτίμηση που ήταν στη δική του διακριτική ευχέρεια. Στην έκταση που το αίτημα βασιζόταν στο Άρθρο 17(8) (β) και πάλι ορθά ο Αρχηγός έκρινε ότι εφόσον ο αιτητής δεν συμπλήρωσε κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος δώδεκα χρόνια υπηρεσίας στη θέση του Αστυφύλακα, τότε δεν ετίθετο θέμα εξέτασης των γεγονότων που επικαλείτο, εφόσον για να δικαιούται έπρεπε να είχε συμπληρώσει δώδεκα χρόνια υπηρεσίας. Η περίοδος των δώδεκα χρόνων προβλέπετο τότε τόσο στο Νόμο όσο και τους κανονισμούς. Η φράση «κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του» δείχνει με σαφήνεια ότι για να δικαιούται ένας Αστυφύλακας ή Λοχίας, ανάλογα με την περίπτωση, προαγωγής με βάση την παράγραφο (β) θα πρέπει απαραίτητα να έχει συμπληρώσει τουλάχιστο δώδεκα χρόνια υπηρεσίας. Εδώ ο αιτητής δεν είχε συμπληρώσει δώδεκα χρόνια στη θέση του Αστυφύλακα.
Τέλος, υπό μορφή παρατήρησης και χωρίς να αποφασίζω το θέμα, είμαι της άποψης ότι το θέμα προαγωγής λόγω «ανδραγαθίας» (Άρθρο 17(8) (α)) ή λόγω επίδειξης ασυνήθιστης ικανότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων (Άρθρο 17(8) (β) είναι θέμα αυτόβουλης απόφασης του Αρχηγού και όχι θέμα υποβολής αιτήματος από μέλος της Αστυνομικής Δύναμης. Ο Νόμος, δηλαδή, απλώς παρέχει εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού να κάμει τέτοια προαγωγή, αλλά όχι δικαίωμα στο πρόσωπο που προέβη σε πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανδραγαθία ή που να επέδειξε ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ζητήσει την προαγωγή.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.