ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 372
15 Ιουνίου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΝΘΣΤHΣ ΠΖ3327 ΓΕΡΜΑΝOΣ ΝΙΚOΛΑΟΣ,
2. ΑΝΘΣΤHΣ ΤΘ 3333 ΚΑΡΑΠΑΤAΚΗΣ ΧΡYΣΑΝΘΟΣ,
3. ΑΝΘΣΤHΣ ΠΖ 3334 ΚΥΠΡΙΑΝΟY ΔΗΜHΤΡΙΟΣ,
4. ΑΝΘΣΤHΣ ΠΒ 3438 ΣΤΥΛΙΑΝΟY ΑΥΓΟΥΣΤHΣ,
5. ΑΝΘΣΤHΣ ΥΓ 3340 ΧΡΙΣΤΟΔΟYΛΟΥ ΧΡΙΣΤOΔΟΥΛΟΣ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1624/2005)
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Συμμόρφωση προς ακυρωτική δικαστική απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 146.5, όπως ερμηνεύτηκε νομολογιακά ― Η υποχρέωση επανεξέτασης της ακυρωθείσας πράξης εντός ευλόγου χρόνου ― Καθυστέρηση οκτώ μηνών στην επανεξέταση ακυρωθέντων διορισμών Υπαξιωματικών στη θέση Ανθυπολοχαγού κρίθηκε εύλογη στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να συμμορφωθούν με το δεδικασμένο ακυρωτικής απόφασης, την οποία είχαν επιτύχει οι αιτητές οκτώ μήνες πριν την καταχώριση της προσφυγής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Αυτό που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο η προσφυγή είναι πρόωρη, εφόσον δεν ολοκληρώθηκε η επανεξέταση της υπόθεσης, ή λόγω του χρόνου που παρήλθε μέχρι την καταχώρησή της, οι καθ' ων η αίτηση έχουν παραβιάσει το καθήκον τους για επανεξέταση της υπόθεσης. Τέτοιο καθήκον προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του άρθρου 146.5 του Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία.
Παράλειψη της διοίκησης για άρση κάθε πτυχής της ακυρωτικής απόφασης και λήψη της κατάλληλης ενέργειας προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση αντιμετωπίζεται με νέο ακυρωτικό έλεγχο.
Αναφορικά με το πότε η διοίκηση θα πρέπει να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, το άρθρο 146.5 δεν προβλέπει οτιδήποτε. Επομένως, εφαρμόζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες η επανεξέταση πρέπει να γίνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η αρχή αυτή έχει ενσωματωθεί και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(1)/99) άρθρο 10.
Η καθυστέρηση εν προκειμένω των οκτώ μηνών, όπως ήταν μέχρι την καταχώρηση της προσφυγής, μπορεί να χαρακτηριστεί ως εύλογος χρόνος.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 536/2001, ημερ. 27.9.2002,
Νικόλας ν. Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983.
Προσφυγή.
Γ. Καραπατάκης, για τους Aιτητές.
Α. Χριστoφόρου, Δικηγόρος Α΄ της Δημοκρατίας, για τους Kαθών η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η «παράλειψη των καθών η αίτηση να προβούν σε επανεξέταση και να συμμορφωθούν κατά το δεδικασμένο και τις αρχές του διοικητικού δικαίου με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που πέτυχαν οι αιτητές με την προσφυγή τους με αρ. 1184/02, η οποία συνεκδικάστηκε με τις προσφυγές αρ. 1085/02 και 1108/02 στις οποίες εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 18/4/05 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως παν το παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεστεί.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του με αρ. 55.942 ημερ. 26/6/02 αποφάσισε να διορίσει υπαξιωματικούς με αύξοντα αριθμούς 1-18 του Πίνακα ως Ανθυπολοχαγούς στο Στρατό της Δημοκρατίας αναδρομικά από 1/12/98 και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Άμυνας να υλοποιήσει την απόφαση. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 1184/02 η οποία συνεκδικάστηκε με τις προαναφερθείσες προσφυγές στις οποίες εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 18/4/05. Το Υπουργείο Άμυνας με επιστολή του ημερ. 10/6/05 έθεσε το θέμα στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας για νομική συμβουλή ως προς την επανεξέταση των υποθέσεων λαμβανομένων υπόψη και των προηγουμένων ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας για διορισμό τους σε ανθυπολοχαγούς.
Παράλληλα με επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας διαβίβασε φωτοαντίγραφο της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς το Πρώτο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ και για ανάλογη ενέργεια του. Το ΓΕΕΦ με επιστολή ημερ. 17/6/05 πληροφόρησε το Υπουργείο Άμυνας ότι από τη μελέτη των υποθέσεων και των σχετικών ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν απομένει κανένα κριτήριο για κατάταξη των υπό αξιολόγηση αξιωματικών σε σειρά καταλληλότητας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει ο διορισμός τους σε αξιωματικούς με τη διαδικασία της επανεξέτασης της αξιολόγησης. Η Νομική Υπηρεσία με επιστολή της ημερ. 13/7/05 πληροφόρησε το Υπουργείο Άμυνας ότι κατά την επανεξέταση η δεκαδική βαθμολογία, όπου υπάρχει, θα πρέπει να αγνοηθεί. Στο μεταξύ ο δικηγόρος των αιτητών με επιστολή του προς το Υπουργείο Άμυνας ημερ. 22/8/05 αναφέρθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ζήτησε να ενημερωθεί ως προς τις ενέργειες που έγιναν για συμμόρφωση με την απόφαση. Το Υπουργείο Άμυνας με επιστολή του ημερ. 20/12/05 πληροφόρησε το δικηγόρο των αιτητών ότι η επανεξέταση της υπόθεσης, λόγω των σοβαρών προβλημάτων που προέκυψαν μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Τον πληροφόρησε επίσης ότι το θέμα συζητείται με τη Νομική Υπηρεσία και ότι το Υπουργείο καταβάλλει προσπάθειες για επίλυση των προβλημάτων που προέκυψαν ώστε να καταστεί δυνατή η επανεξέταση της υπόθεσης. Στο μεταξύ από τις 16/12/05 οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Οι αιτητές με τη γραπτή τους αγόρευση προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι «η συνεχιζόμενη παράλειψη των καθών η αίτηση για ένα χρόνο και 4 μήνες αφενός να επαναφέρουν τα ΕΜ στην προ του διορισμού στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού θέση τα ενδιαφερόμενα μέρη ήτοι στη θέση του Αρχιλοχία και αφετέρου να προβούν σε επανεξέταση της όλης υπόθεσης με βάση το ακυρωτικό δεδικασμένο συνιστά παράβαση κατά νόμο οφειλόμενης ενέργειας που προβλέπει το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος, καθώς και παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας και περαιτέρω η παράλειψη αυτή συνιστά πλήρη περιφρόνηση δικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Από πλευράς των καθών η αίτηση εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προωθήσουν την προσφυγή αυτή για το λόγο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχαν τα προσόντα για διορισμό. Η πλευρά των αιτητών απαντά επί του σημείου αυτού ότι οι καθών η αίτηση δε δικαιούνται να προωθούν τον ισχυρισμό αυτό καθότι τον είχαν εγείρει και στις προαναφερθείσες υποθέσεις και το δικαστήριο, με το να προχωρήσει και να δεχθεί τις προσφυγές, θεωρείται ότι δεν έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό τους. Εφόσον λοιπόν δεν εφεσίβαλαν οι καθών την εν λόγω υπόθεση, δε δικαιούνται να προωθούν τέτοιο ισχυρισμό.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στις προαναφερθείσες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις μεταξύ των οποίων ήταν και η 1184/02 των αιτητών, το δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα της προδικαστικής ένστασης ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον διότι δεν κατείχαν τα προσόντα. Δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε το διορισμό των ενδιαφερομένων στις εν λόγω υποθέσεις μερών για το μοναδικό λόγο ότι ο Πίνακας που συνέταξε το Συμβούλιο Αξιολόγησης με βάση τον οποίο καθορίστηκε η σειρά καταλληλότητας των αξιόλογηθέντων ήταν άκυρος, γεγονός που συμπαράσυρε σε ακυρότητα και
το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών. Ουσιαστικά το δικαστήριο (Γαβριηλίδης Δ) υιοθέτησε τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Α. Σολωμού ν. Δημοκρατίας προσφ. 536/2001 ημερ. 27/9/02.
Εξέτασα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις. Καταρχήν έχω προσέξει μια αντιφατικότητα στην όλη υπόθεση των αιτητών. Ενώ στην παράγραφο 3 των γεγονότων στα οποία βασίζεται η προσφυγή αναφέρουν ότι «μέχρι στιγμής οι καθών η αίτηση παρόλο που πέρασαν 8 μήνες δεν προέβησαν σε επανεξέταση και δεν έχουν συμμορφωθεί ενεργά με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου» στα νομικά σημεία της προσφυγής (βλ. νομικό σημείο αρ. 2) προβάλλεται ισχυρισμός ότι «....... ενώ δικαιώθηκαν δικαστικά και πέτυχαν την εξαφάνιση της παρανόμου πράξεως του διορισμού των ΕΜ ως ανθυπολοχαγών στον Στρατό της Δημοκρατίας τα ΕΜ έτυχαν περαιτέρω προαγωγής από τους καθών η αίτηση και προήχθηκαν στο βαθμό του Υπολοχαγού». Όμως οι προαγωγές αυτές, στις οποίες αναφέρονται αόριστα οι αιτητές, δεν προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή. Αυτό που προσβάλλεται είναι η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να επανεξετάσουν την υπόθεση. Ότι δεν την επανεξέτασαν, προκύπτει και από την ένσταση και αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι όμως δικαιολογούν την όλη καθυστέρηση με την επίκληση νομικών προβλημάτων, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω.
Με τα ενώπιόν μου γεγονότα, αυτό που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο η προσφυγή είναι πρόωρη, εφόσον δεν ολοκληρώθηκε η επανεξέταση της υπόθεσης, ή λόγω του χρόνου που παρήλθε μέχρι την καταχώρησή της, οι καθ' ων η αίτηση έχουν παραβιάσει το καθήκον τους για επανεξέταση της υπόθεσης. Τέτοιο καθήκον προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία. Αρκούμαι να αναφερθώ στην υπόθεση Νικόλας ν. Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983. Στη σελίδα 1000 περιγράφονται οι επιλογές που έχει η διοίκηση μετά από μια ακυρωτική απόφαση που είναι οι εξής:
(α)..................................................................................... Να παραλείψει να προβεί σε ανάκληση και επανεξέταση.
(β)..................................................................................... Να προβεί σε επανεξέταση και να λάβει νέα απόφαση με την οποία (ι) να ικανοποιεί τον αιτητή ή (ιι) να εμμείνει στην προηγούμενη -ακυρωθείσα απόφαση, εναντίον δηλαδή του αιτητή.
Στην περίπτωση των παραγράφων (α) και (β) (ιι) ο αιτητής έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή και τούτο γιατί «παράλειψη της διοίκησης για άρση κάθε πτυχής της ακυρωτικής απόφασης και λήψη της κατάλληλης ενέργειας προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση αντιμετωπίζεται με νέο ακυρωτικό έλεγχο».
Αναφορικά με το πότε η διοίκηση θα πρέπει να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, το Άρθρο 146.5 δεν προβλέπει οτιδήποτε. Επομένως, εφαρμόζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με τις οποίες η επανεξέταση πρέπει να γίνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η αρχή αυτή έχει ενσωματωθεί και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(1)/99) Άρθρο 10 το οποίο προβλέπει ότι: «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του ευλόγου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.»
Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα γεγονότα που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερ. 20.12.05 (και συνέχεια στην ένσταση και αγόρευση τους) δεν έχουν αμφισβητηθεί από πλευράς του αιτητή, καταλήγω ότι η καθυστέρηση των οκτώ μηνών, όπως ήταν μέχρι την καταχώρηση της προσφυγής, μπορεί να χαρακτηριστεί ως εύλογος χρόνος. Επομένως κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν παρέβησαν την υποχρέωσή τους για επανεξέταση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο όπως είχαν καθήκον να πράξουν.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται αλλά κάτω από τις περιστάσεις χωρίς έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.