ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                    Υπόθεση Αρ. 67/2006

 

21 Νοεμβρίου, 2007

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

  1. SARATHCHANDRA WALAKADAGE,
  2. WARNAKULASURIYA ARACHCHIGE DON SHERMAN MERFY,

Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

Π. Παπασάββας, για τον αιτητή

Ε. Λοϊζίδου, για τους καθ΄ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Οι δύο αιτητές με την παρούσα προσφυγή τους ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

 

«Α.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 16.12.05 με την οποία απέρριψαν το αίτημα για ανανέωση της άδειας παραμονής των αλλοδαπών, Sarathchandra Walakadage και Warnakulasuriya Arachchige Don Sherman Merfy είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β.  Δήλωση, και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απάντηση και/ή Διοικητική πράξη των καθ΄ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή τους ημερ. 16.12.05, είναι παράνομη, άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

Γ.  Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάττει τους καθ΄ων η αίτηση όπως εφαρμόσουν αμέσως όσον αφορά τους Αιτητές την ημεδαπή νομοθεσία και/ή πολιτική τους αναφορικά με την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρός διαμένοντος δυνάμει της οδηγίας 2003/109/Ε.Κ. του Συμβουλίου της Ευρώπης.»

 

Επισημαίνω ευθύς εξ αρχής ότι η δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 είναι ακυρωτική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα ως το αιτητικό Γ της προσφυγής. 

 

Ως λόγους ακυρότητας οι αιτητές επικαλούνται έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, λανθασμένη εκτίμηση των γεγονότων, παράβαση των νομοθετικών προνοιών και κυρίως παράλειψη εφαρμογής της Κοινοτικής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, που αφορά το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος πολίτη τρίτης χώρας σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Είναι η εισήγηση του πως η Οδηγία αυτή «έχει άμεση εφαρμογή και δημιουργεί ατομικά δικαιώματα στους αιτητές και η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να την εφαρμόσουν είτε νομικά είτε ως θέμα πολιτικής είναι παράνομη».

 

Είναι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι βρίσκονται στην Κύπρο νόμιμα από τις 2.4.1999 δυνάμει σχετικών αδειών παραμονής.  Ο ισχυρισμός αυτός των αιτητών ελέγχεται ως ανακριβής όσον αφορά τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή τους.  Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων, ο αιτητής 1 παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα από 24.2.2000 μέχρι 15.11.2000 και από 2.12.2005 που έληξε η τελευταία άδεια παραμονής του, ο δε αιτητής 2 παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα από 24.2.000 μέχρι 15.11.2000 και από 30.6.2005 που έληξε η τελευταία άδεια παραμονής του.

 

Η διοίκηση έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σχετικά με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της.  (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).  H Διοίκηση, παρόλη την ευρεία της διακριτική ευχέρεια, πρέπει να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αλλά το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής αυτής ευχέρειας παραμένει σταθερό μέχρι απόδειξης του αντιθέτου.  (Reyes v. Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Αmanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, και Suleiman v. Republic (1998) 3 C.L.R. 224).

 

Επισημαίνω επίσης πως η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης έχει καθήκον με τις αποφάσεις της να εκφράζει την εκάστοτε ισχύουσα μεταναστευτική πολιτική της Κυβέρνησης αναφορικά με την είσοδο, παραμονή και απασχόληση υπηκόων τρίτων χωρών στη Δημοκρατία.

 

Αναφορικά με την εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας που επικαλούνται οι αιτητές, υιοθετώ τα όσα ανέφερα σε δύο προηγούμενες αποφάσεις μου, τις Munir Rifaee v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 612/2006, ημερ. 11.9.07 και Kammis v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 30/06, ημερ. 16.10.07

 

Η Οδηγία που επικαλούνται οι αιτητές έδιδε χρονικό περιθώριο στα κράτη μέλη για συμμόρφωση με αυτή, που ήταν 2 χρόνια και έληγε στις 23.1.06. Όπως διαφαίνεται από σχετικές αποφάσεις και συγγράμματα, που επισημαίνει και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, έχει κριθεί πως μόνο στο τέλος της προθεσμίας ενσωμάτωσης μπορεί κάποιος  να επικαλεσθεί ως άτομο άμεσα την Οδηγία.  Η επίκληση της Οδηγίας είναι δυνατή μετά την ενσωμάτωσή της ή, σε περίπτωση μη ενσωμάτωσής της, μετά τη λήξη της προθεσμίας ή λανθασμένης ή πλημμελούς ενσωμάτωσής της.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση δεν ικανοποιούνταν οι πιο πάνω προϋποθέσεις.  Η προθεσμία για ενσωμάτωση της Οδηγίας δεν είχε παρέλθει μέχρι την ημερομηνία που οι αιτητές ήταν νόμιμα στην Κύπρο και έτσι από την ημερομηνία εκείνη μέχρι και τις 23.1.06 οπότε έληξε η προθεσμία παρέμειναν παράνομα στη Δημοκρατία.  Ως εκ τούτου η περίπτωση τους δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, που προνοεί για τουλάχιστο 5ετή νόμιμη παραμονή αμέσως προηγούμενη της ημερομηνίας ενσωμάτωσης. 

 

Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε και στην προσφυγή Munir Refaee v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 1579/05, ημερ. 6.7.07, που αφορούσε και πάλι την άρνηση των Αρχών να χορηγήσει άδεια στον αιτητή περαιτέρω παραμονής και εργασίας στην Κύπρο και στην οποία επικυρώθηκε η επίδικη απόφαση μετά που είχε προβληθεί, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα και πάλι ότι δεν λήφθηκε υπόψη το πνεύμα της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ.  Το Δικαστήριο παρατήρησε τα ακόλουθα στις σελ. 6-7:

 

«Όταν τελικά ο αιτητής κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο, δεν είχε ακόμα εκπνεύσει ο χρόνος που είχε οριστεί για ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.  Σημειώνω ότι η Οδηγία τέθηκε σε ισχύ στις 23 Ιανουαρίου 2004 και παρεχόταν για τη μεταφορά της διάστημα δύο ετών, ήτοι μέχρι 23 Ιανουαρίου 2006.  Δεν μπορούσε λοιπόν ο αιτητής να αρύεται δικαιώματα από την Οδηγία: βλ. Joudine και Joudine v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 55/06 κ.ά., ημερ. 28 Ιουλίου 2006.  Μέχρι την ενσωμάτωση της η Οδηγία είχε χρησιμότητα μόνο όπου εθνική διάταξη επιδεχόταν πέραν της μιας ερμηνείας οπότε, αν προσφερόταν δυνατότητα ερμηνείας που προωθούσε τον σκοπό της Οδηγίας, θα έπρεπε να επιλεγόταν εκείνη: βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη Maria Pupino C-105/03, ημερ. 16 Ιουνίου 2005 στην οποία αναφέρθηκε η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356

 

Με βάση τις πιο πάνω αρχές και έχοντας υπόψη ότι οι αιτητές βρίσκονταν παράνομα στην Κύπρο αφού η άδεια παραμονής τους είχε λήξει πριν την προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας, καταλήγω πως δεν μπορούσαν οι αιτητές να αρύονται δικαιώματα από την Οδηγία αυτή. Ήταν έτσι εντός της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης να απορρίψει το αίτημά τους για άδεια περαιτέρω παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Για τους λόγους που προανέφερα, η προσφυγή απορρίπτεται με £700 έξοδα.

 

 

                                                                   Π. Αρτέμης, Δ.

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο