ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 64/2005)
30 Νοεμβρίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΜΦΥΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ Α.Δ.Κ.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Μαρίνα Κάρμιου Κόκκινου (κα), για την Αιτήτρια.
Μαρία Χατζηγεωργίου (κα), Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Αγνή Ευσταθίου (κα), για Ε.Κ. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο διορισμός, από 1/11/2004, της Μαρίας Α. Στυλιανού - (ενδιαφερόμενο μέρος) - στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση, από τη Μαρία Παπαδοπούλου - (αιτήτρια) - της παρούσας προσφυγής. Διατείνεται η αιτήτρια ότι ο διορισμός, για λόγους στους οποίους θα αναφερθώ πιο κάτω, είναι παράνομος και στερείται εννόμου αποτελέσματος. Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/11/2004.
Με τη δημοσίευση εννέα κενών θέσεων Στενογράφου Δικαστηρίου, υποβλήθηκαν μέχρι 22/12/2003, τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, συνολικά 35 αιτήσεις. Διεξήχθη ειδικός γραπτός διαγωνισμός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα αποτελέσματα του οποίου απεστάλησαν στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), η οποία, σε συνεδρία της, ημερομηνίας 7/6/2004, αφού μελέτησε την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προχώρησε στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των 23 επιτυχουσών υποψηφίων, με την επισήμανση ότι η τελική απόφαση για την υποψηφιότητά τους θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο αυτές:-
«(α) ικανοποιούσαν κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεων τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, και
(β) πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις που καθορίζουν οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι.»
Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ., ενεργώντας σύμφωνα με το ΄Αρθρο 6(1) των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1998 έως 2001, (Ν. 6(Ι)/98, 73(Ι)/98 και 52(Ι)/01), εξέτασε μία προς μία τις αιτήσεις των υποψηφίων που πέτυχαν στη γραπτή εξέταση, για να διαπιστώσει ποιες από αυτές κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και να ετοιμάσει τον κατάλογο των υποψηφίων. ΄Εκρινε, όπως και η Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι 16 υποψήφιες, μεταξύ των οποίων αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος, κατέχουν τα προσόντα και τις περιέλαβε στον κατάλογο των επιτυχόντων υποψηφίων.
Στις 26/8/2004, η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε τις προσοντούχες σε προφορική εξέταση, μετά το πέρας της οποίας ο Αρχιπρωτοκολλητής, Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος παρίστατο σ' αυτή, αποχώρησε. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της, αφού βαθμολόγησαν χωριστά την απόδοση της κάθε υποψήφιας στην προφορική εξέταση και μελέτησαν το περιεχόμενο των αιτήσεων, αποτίμησαν σε μονάδες όλα τα άλλα κριτήρια που προνοούνται στους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους του 1998 έως 2001 και παρέδωσαν στο Γραμματέα της Ε.Δ.Υ. τη βαθμολογία τους. Μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας απονομής των μονάδων, προστέθηκε στις μονάδες που οι υποψήφιες έλαβαν στη γραπτή εξέταση ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια και η Ε.Δ.Υ. κατάρτισε τον Πίνακα Διοριστέων, στον οποίο αναγράφονται οι υποψήφιες κατά σειρά συνολικών μονάδων, που η κάθε μια συγκέντρωσε, με πρώτη στη σειρά την υποψήφια με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων. Η Ε.Δ.Υ., με βάση τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 6(7)(α) των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1998 έως 2001, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία, στις εννιά πρώτες σε σειρά συνολικών μονάδων υποψήφιες στον Πίνακα Διοριστέων. Το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν πρώτο στη σειρά του καταλόγου, ενώ η αιτήτρια ήταν δέκατη. Τις ειδοποίησε ανάλογα και τους ζήτησε να παρουσιάσουν πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου. Το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως και οι υπόλοιπες επιλεγείσες, ειδοποίησαν γραπτώς ότι αποδέχονταν την προσφορά διορισμού που τους έγινε και απέστειλαν πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου.
Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 6/10/2004, αφού έλαβε υπόψη ότι οι υποψήφιες αποδέχθηκαν την προσφορά διορισμού, πιστοποιήθηκαν ως κατάλληλες από πλευράς υγείας και ότι είχαν λευκό ποινικό μητρώο, καθόρισε την 1/11/2004 ως ημερομηνία ισχύος του διορισμού τους.
Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ., ως αποτέλεσμα επιστολής από τη συνήγορο της αιτήτριας, ημερομηνίας 11/10/2004, συνήλθε στις 22/10/2004 και ασχολήθηκε με το θέμα που ήγειρε η αιτήτρια. Παραθέτω τα σχετικά από το πρακτικό της συνεδρίας:-
«... Στην επιστολή της η Δικηγόρος αναφέρεται στην επιλογή της υποψήφιας Στυλιανού Μαρίας, η οποία, όπως ισχυρίζεται, δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο, και ζητά από την Επιτροπή να επανεξετάσει την απόφαση της για το διορισμό της Στυλιανού και να προχωρήσει σε πρόσληψη της πελάτιδας της Παπαδοπούλου, που ήταν η αμέσως πρώτη επιλαχούσα. Αυτούσιο το κείμενο της πιο πάνω επιστολής παρατίθεται πιο κάτω:
'.....Στους πρόσφατους διορισμούς που έγιναν για τις θέσεις Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία, στις οποίες η εν λόγω πελάτιδα μου ήταν υποψήφια, επιλέγηκε η υποψήφια Μαρία Στυλιανού, παρόλο που, όπως έχει έρθει στην αντίληψή μας, η συγκεκριμένη υποψήφια κατά τον ουσιώδη χρόνο διορισμού της αλλά και της προκήρυξης της θέσης την 28.1.03, δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο και οι κατηγορίες και οι καταδίκες αφορούσαν αδικήματα που ενείχαν έλλειψη τιμιότητας για τις οποίες η ποινή ήταν άμεση φυλάκιση. Συνεπώς η αίτησή της δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη εκτός εάν η εν λόγω υποψήφια προέβη σε απόκρυψη των προηγούμενων καταδικών της, κάτι που πιστεύω θα πρέπει επίσης να εξεταστεί.
Επισημαίνω ότι μέχρι την 17.9.04, ημερομηνία που έληγε η προθεσμία υποβολής όλων των απαραίτητων στοιχείων συμπεριλαμβανομένου του λευκού ποινικού μητρώου, η υποψήφια Μαρία Στυλιανού δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο αφού, από ότι καλύτερα γνωρίζω οι ποινές είχαν διαγραφεί μετέπειτα, δηλαδή στις 24.9.04. Συνεπώς και γι' αυτό το λόγο η αίτηση της δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή αφού υποβλήθηκε εκπρόθεσμα. Σημειώνω επίσης ότι στα απαιτούμενα προσόντα της θέσης είναι απαραίτητο προσόν η ακεραιότητα χαρακτήρα, προσόν που πιστεύω στερείτο η συγκεκριμένη διορισθείσα κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της.
Παρακαλώ λάβετε υπόψη ότι στις 16.2.04 και ενώ η εν λόγω υποψήφια είχε διορισθεί ως έκτακτη στενογράφος, αυτή είχε απολυθεί μετά που ήρθε εις γνώση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το ποινικό της μητρώο και συνεπώς κατά την άποψη μου, εσφαλμένα κλήθηκε για εξετάσεις και προσωπική συνέντευξη από την Επιτροπή στις 26.8.04....'
Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή, παρατήρησε ότι κατά την ημέρα διορισμού της Στυλιανού Μαρίας αυτή πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που προνοούνται στο άρθρο 31 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 2) του 2004. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι, με βάση τα γεγονότα που είχε ενώπιόν της κατά τον ουσιώδη χρόνο, δε δικαιολογείται επανεξέταση του θέματος διορισμού της ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Μαρίας στη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία.»
Η αιτήτρια, για ακύρωση της απόφασης, προβάλλει ότι αυτή λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα, υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και το νόμο, καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Ισχυρίζεται ότι τόσο κατά την 22/12/2003, τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, όσο και καθ' όλη την περίοδο που διήρκεσε η διαδικασία, δηλαδή από 28/11/2003, που δημοσιεύθηκαν οι θέσεις στην Επίσημη Εφημερίδα, μέχρι και την 1/11/2004, ημερομηνία ισχύος του διορισμού, η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να ερευνήσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος «δεν καταδικάστηκε για αδίκημα σοβαρής μορφής που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα», όπως ρητά προβλέπεται από το ΄Αρθρο 31(δ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (ο «Νόμος»). Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να ερευνήσει το γεγονός της καταδίκης του ενδιαφερομένου μέρους στις 25/9/2001, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 30914/99 - κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των ΄Αρθρων 297, 298 και 29 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 - και να ερμηνεύσει ορθά το ΄Αρθρο 31(δ) του Νόμου. Παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής γνώριζε για την καταδίκη, δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε στο πρακτικό και η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τα απαιτούμενα για διορισμό προσόντα.
Οι καθ' ων η αίτηση, χωρίς να αρνούνται τα της καταδίκης του ενδιαφερομένου μέρους, όπως και ότι η αποκατάστασή του έλαβε χώρα μετά τις 24/9/2004, επικαλούνται το τεκμήριο της κανονικότητας. Υποστηρίζουν ότι η Ε.Δ.Υ., κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, προέβη στην αναγκαία έρευνα, εφόσον είχε ενώπιόν της τους διοικητικούς φακέλους. Το μόνο θέμα, αναφέρουν, το οποίο πρέπει να αποφασισθεί, είναι το κατά πόσο ο κρίσιμος χρόνος για την πλήρωση από το ενδιαφερόμενο μέρος του κριτηρίου του ΄Αρθρου 31(δ) του Νόμου είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή η ημερομηνία διορισμού του.
Με τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του ενδιαφερομένου μέρους, εγείρεται προδικαστικά ζήτημα μη προσδιορισμού νομικών σημείων στην αίτηση και, κατά συνέπεια, αντικανονικότητας της προσφυγής. Ελλείπει, υποστηρίζουν, η παράθεση της αιτιολογίας των νομικών σημείων, όπως προβλέπεται από τον Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Θεωρώ ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Εξέταση της προσφυγής και, ειδικότερα, του Πίνακα Β, όπου παρατίθενται τα νομικά σημεία, και του Πίνακα Γ, όπου παρατίθενται τα γεγονότα, αποκαλύπτει ότι και στους δύο διατυπώνονται με σαφήνεια τα όσα η αιτήτρια προωθεί, όπως με σαφήνεια αναπτύσσονται οι λόγοι ακυρότητας, με τη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της.
Είναι καλά γνωστό ότι η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, έχει υποχρέωση να ερευνά όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα. Η έρευνα, για να είναι επαρκής, πρέπει να εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος σχετικού με το θέμα που εξετάζεται. Η επάρκειά της, βέβαια, πάντοτε εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης. Ο τρόπος δε, με τον οποίο εκπληρώνεται η υποχρέωση αυτή της διοίκησης, αποφασίζεται από την ίδια, ώστε να μπορεί αυτή να εκτιμήσει τα γεγονότα και να λάβει την τελική απόφαση. Η πιο πάνω υποχρέωση προβλέπεται από το ΄Αρθρο 45(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), και αναλύεται από τη νομολογία.* Το δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο έχει ερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος.
Στις περιπτώσεις διορισμών και προαγωγών, πρώτο καθήκον του διορίζοντος οργάνου είναι να ερμηνεύσει το ισχύον για την υπό πλήρωση θέση σχέδιο υπηρεσίας και να εξετάσει εάν οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από αυτό προσόντα. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο, εάν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του εξουσίας - (βλ. Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 543).
Στην παρούσα περίπτωση, προκύπτει, από το πρακτικό της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 7/6/2004, ότι αυτή προχώρησε στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των υποψηφίων που πέτυχαν στη γραπτή εξέταση, με δύο επισημάνσεις. Εξάρτησε την τελική απόφαση για την υποψηφιότητα των επιτυχουσών στη γραπτή εξέταση υποψηφίων, από το κατά πόσο αυτές, κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων, δηλαδή 22/12/2003, ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και πληρούσαν τις λοιπές προϋποθέσεις που καθορίζει ο Νόμος, μεταξύ των οποίων και την προϋπόθεση του ΄Αρθρου 31(δ) αυτού. Οι επισημάνσεις αυτές της Ε.Δ.Υ. συνάδουν απόλυτα με ό,τι η νομολογία καθορίζει - Χ"Ρούσος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2123:- (σελ. 2130)
«Η ουσιώδης ημέρα κατοχής των προσόντων για πρώτο διορισμό είναι η τελευταία ημερομηνία υποβολής αίτησης με βάση τη δημοσίευση των θέσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»
Παρά τις πιο πάνω επισημάνσεις, δεν προκύπτει από τα πρακτικά ο,τιδήποτε σχετικό με το ζήτημα της προϋπόθεσης του ΄Αρθρου 31(δ) του Νόμου. Το γεγονός ότι οι φάκελοι ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., όπως οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν, δεν επιλύει το ζήτημα, αφού σ' αυτούς δεν υπάρχει ο,τιδήποτε σχετικό με την καταδίκη. Αντίθετα, σύμφωνα με την αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους - (στο Τεκμήριο 2) - αυτό δηλώνει ότι δεν έχει καταδικαστεί για αδίκημα σοβαρής μορφής που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και η καταδίκη του δεν έχει εξαλειφθεί δυνάμει του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981, (Ν. 70/81). Η Ε.Δ.Υ. φαίνεται να ασχολήθηκε με την προϋπόθεση αυτή του Νόμου, μετά που έλαβε την απόφαση για διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους, οπότε και ζήτησε την προσκόμιση πιστοποιητικού, που να βεβαιώνει ό,τι με την αίτησή του αυτό δήλωνε. Το πιστοποιητικό, το οποίο προσκομίστηκε, φέρει ημερομηνία 27/9/2004. ΄Οπως, τελικά, προκύπτει, η δήλωση του ενδιαφερομένου μέρους ότι δεν έχει καταδικαστεί δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, η καταδίκη του δεν είχε εξαλειφθεί. Η παράλειψη αποκάλυψης της καταδίκης του στην αίτηση για διορισμό, όπως αναφέρεται στη Λιασίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 3205, αποτελεί στοιχείο απαράδεκτης συμπεριφοράς, σχετικό με το θέμα του καλού χαρακτήρα υποψηφίου για θέση στη Δημόσια Υπηρεσία. Η Ε.Δ.Υ. είχε καθήκον, έστω και αργά, όταν το γεγονός περιήλθε σε γνώση της, μετά την 6/10/2004, αφού δεν προκύπτει να ενημερώθηκε ανάλογα από τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να το διερευνήσει ειδικά και την όποια απόφασή της να την αιτιολογήσει.
Ανεξάρτητα, βέβαια, από τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και λόγω πλάνης της Ε.Δ.Υ. Τα περιστατικά της υπόθεσης αποκαλύπτουν ότι, κατά τη λήψη της απόφασης, η Ε.Δ.Υ. στηρίχτηκε σε γεγονότα και προϋποθέσεις, εξ αντικειμένου, ανύπαρκτα. Στηρίχτηκε στη δήλωση του ενδιαφερομένου μέρους ότι αυτό δεν έχει καταδικαστεί και του πρόσφερε διορισμό. Η μετέπειτα αναφορά στο πρακτικό ημερομηνίας 22/10/2004 ότι, κατά το χρόνο διορισμού, το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις προϋποθέσεις, είναι τόσο γενική, που δεν παρέχει δυνατότητα ελέγχου του τρόπου αντιμετώπισης των γεγονότων από την Ε.Δ.Υ.
Τέλος, και χωρίς να αποφασίζω το θέμα, θα έλεγα ότι ο χρόνος πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου δεν μπορεί να είναι άλλος από το χρόνο πλήρωσης των απαιτούμενων από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντων.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
* Georghios Hji Louca and The Republic of Cyprus, through the Chairman of the Council of Reinstatement of Dismissed Civil Servants (1966) 3 C.L.R. 854 και Dr. Yiangos Frangides and Another v. Republic (Public Service Commission) (1968) 3 C.L.R. 90