ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 804

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    (Υπόθεση Αρ.606/2006)

 

14 Νοεμβρίου, 2007

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

FOURNARIS M & J IMPORTS & EXPORTS LTD,

                                    Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΚΑΙ/Η ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Ανδρέου, για τους Αιτητές.

Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές, μέσω του εκτελωνιστή τους, κατέθεσαν στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση εισαγωγής ημερ. 6.3.2003 για τον τελωνισμό ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών συσκευών που είχαν εξαχθεί από το Βέλγιο. Η διασάφηση συνοδευόταν και από το πιστοποιητικό κίνησης EUR.1  NO E3883359 στη βάση του οποίου, οι αιτητές έτυχαν προτιμησιακής μεταχείρισης στην καταβολή εισαγωγικού δασμού επειδή, σύμφωνα με την εκ πρώτης όψεως ένδειξη, επρόκειτο για εμπορεύματα κοινοτικής προέλευσης.

 

Μετά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων, το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 12.5.2003, ζήτησε από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές του Βελγίου την εξακρίβωση της αυθεντικότητας και εγκυρότητας του προαναφερόμενου πιστοποιητικού κίνησης EUR.1 NO E3883359. Οι βελγικές τελωνειακές αρχές με επιστολή τους ημερ. 11.3.2005 απάντησαν ότι οι εξαγωγείς των εμπορευμάτων που καλύπτονταν από το συγκεκριμένο πιστοποιητικό κίνησης, αδυνατούσαν να αποδείξουν την κοινοτική καταγωγή των υπό αναφορά εμπορευμάτων.

 

Ενόψει της πιο πάνω πληροφόρησης, οι εδώ τελωνειακές αρχές έκριναν πως τα υπό αναφορά εμπορεύματα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως εμπορεύματα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ενωση για να τύχουν προτιμησιακής μεταχείρισης στην καταβολή εισαγωγικών δασμών και ότι αυτά, έπρεπε να είχαν επιβαρυνθεί κατά τον τελωνισμό τους για εσωτερική κατανάλωση με το γενικό συντελεστή δασμών και φόρων.

 

Κατόπιν των πιο πάνω και αφού υπολογίστηκε η διαφορά που προέκυπτε στους δασμούς και φόρους, απαιτήθηκε από τους αιτητές με βεβαίωση τελωνειακής οφειλής ημερ. 2.8.05, η καταβολή του ποσού της διαφοράς καθώς και πρόσθετη χρηματική επιβάρυνση και τόκοι. Σε χρόνο μεταγενέστερο, διαπιστώθηκε ύστερα από έλεγχο, ότι έγιναν λάθη τόσο στις ποσότητες των εμπορευμάτων που τελωνίστηκαν με προτιμησιακό συντελεστή δασμών όσο και στη δασμολογική ταξινόμηση. Διαπιστώθηκε περαιτέρω ότι τα ποσά που απαιτήθηκαν, ήταν διαφορετικά από τα πραγματικά οφειλόμενα. Ενόψει τούτου ανακλήθηκε η προαναφερόμενη απόφαση ημερ. 2.8.05 γεγονός το οποίο γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με νέα επιστολή του τελωνείου ημερ. 31.1.06. Κατόπιν επανεξέτασης, το Τμήμα Τελωνείων με σημείωμα απαίτησης ημερ. 21.2.06, απαίτησε από τους αιτητές την καταβολή του διαπιστωθέντος ως πραγματικά οφειλόμενου ποσού δασμών και φόρων συνολικού ύψους £3.697 πλέον τόκους.

 

Οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της απόφασης ημερ. 21.2.2006 με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση απαίτησαν, ύστερα από ό,τι είχε προηγηθεί την καταβολή εισαγωγικών δασμών και φόρων, συνολικού ύψους ΛΚ3.697 πλέον τόκος. Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η ακύρωση της προμνησθείσας απόφασης για λόγους βασικά αναγόμενους στην κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης. Η θεραπεία για ακύρωση της προηγηθείσας απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 31.1.2006 με την οποία οι τελευταίοι ανακάλεσαν την κατά τα ανωτέρω προηγούμενη απόφασή τους ημερ. 2.8.2005 για απαίτηση καταβολής δασμών κλπ, εγκαταλείφθηκε.

 

Για εμπορεύματα προερχόμενα από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ισχύουν ειδικοί συντελεστές. Βλ. τον περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο του 1995 (Ν. 4(1)/95). Το προαναφερόμενο πιστοποιητικό κίνησης EUR.1 εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του  εξαγωγέα από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής των εμπορευμάτων εφόσον αυτά δύνανται να θεωρηθούν «προϊόντα προελεύσεως» εντός της εννοίας του πρόσθετου πρωτοκόλλου της συμφωνίας σύνδεσης Κύπρου - ΕΟΚ. Βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Αρ. 1404, ημερ. 30.11.77. Το εν λόγω πιστοποιητικό, υποβάλλεται από τον εισαγωγέα στις τελωνειακές αρχές του εισάγοντος κράτους κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων.

 

Το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου έχει ως εξής:

 

«24.(1) Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς  προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.

 

2.   Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR.1 ή το έντυπον EUR.2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν. .....

 

3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR.1 ή το έντυπον EUR.2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.

 

4.    ....................................

 

5.    .....................................»

 

 

 

Η αποδοχή του πιστοποιητικού κίνησης από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν αφαιρεί ούτε και εξουδετερώνει την παρεχόμενη ευχέρεια του Τμήματος Τελωνείων για μεταγενέστερη επαλήθευση. Την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κίνησης φέρει, δυνάμει του πρωτοκόλλου, ο εξαγωγέας και είναι εκείνος που έχει την υποχρέωση να θεμελιώσει με τα αναγκαία στοιχεία το δικαίωμα για προτιμησιακή μεταχείριση. Σύμφωνα με το άρθρο 24(3) του πρωτοκόλλου εκείνο που γνωστοποιείται στο κράτος εισαγωγής είναι το αποτέλεσμα της επαλήθευσης. Την ευθύνη για τη διεξαγωγή της έρευνας την έχει το κράτος εξαγωγής και όχι το κράτος εισαγωγής. Η έρευνα είναι αρκετή αν το αποτέλεσμα παρέχει απάντηση στο θέμα της αυθεντικότητας και ακρίβειας του πιστοποιητικού που είναι το ζητούμενο ώστε να καθίσταται εφικτή η λήψη απόφασης από το κράτος εισαγωγής στη βάση του περιεχομένου της απάντησης. Αναφορικά με τα πιο πάνω βλ. Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 7, Wellgoods Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 291/99, ημερ. 20.6.2000.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η απάντηση που δόθηκε από τις τελωνειακές αρχές του Βελγίου ήταν σαφής. Η αυθεντικότητα του προαναφερόμενου πιστοποιητικού κίνησης που εξέδωσαν δεν επαληθεύτηκε και συνεπώς δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η προτιμησιακή μεταχείριση των αιτητών για τα εμπορεύματα στα οποία αναφερόταν το πιστοποιητικό. Ο λόγος για τον οποίο δεν κατέστη δυνατή η επαλήθευση κλπ δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αυτό που έχει σημασία για τους σκοπούς της υπόθεσης είναι το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή, οι τελωνειακές αρχές του Βελγίου δεν ήταν σε θέση να προβούν σε επαλήθευση του πιστοποιητικού που εξέδωσαν. Οι τελωνειακές αρχές της Κύπρου δεν είχαν αρμοδιότητα να πράξουν ο,τιδήποτε άλλο για σκοπούς επαλήθευσης του πιστοποιητικού παρά μόνο να εφαρμόσουν το νόμο πράγμα που έπραξαν. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας, είναι δεόντως αιτιολογημένη και εντός των πλαισίων του νόμου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                           Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.

 

           


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο