ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Dias United Publishing Co. Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργού Oικονομικών (1996) 3 ΑΑΔ 550
Ηλία Άννα και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884
Κάππας Γεώργιος ν. Oργανισμού Κυπριακής ΓαλακτοκομικήςΒιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36
Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345
Kυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406
Bρούντου Mαρία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 78
Αντωνίου Νεόφυτος Αστ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 576
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 814/2006)
28 Σεπτεμβρίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΠΛ. ΛΟΧΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΜΟΥΖΟΥΡΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Χρ. Χριστοδούλου, για Δ. Παυλίδη, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής ζητά:-
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 27.3.2006, η οποία στάληκε περί το τέλος Μαρτίου 2006 (31/3/06) προς το Γραφείο Δημήτρης Παυλίδης και Συνεργάτες, και με την οποία απέρριψαν αίτημα του Αιτητή να τύχει προαγωγής δυνάμει του άρθρου 17(8) (α) (β) Ν. 73(Ι)/2004 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Ο αιτητής, ο οποίος ανήκει στην Αστυνομική Δύναμη και κατέχει το βαθμό του Αναπληρωτή Λοχία, με επιστολή του συνηγόρου του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και τον Αρχηγό Αστυνομίας, υπέβαλε, στις 16/3/2006, αίτημα για προαγωγή «επ' ανδραγαθία» και/ή λόγω του ότι «αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια», ΄Αρθρο 17(8)(α)(β) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, (Ν. 73(Ι)/2004), (όπως τροποποιήθηκε). Για να δικαιολογήσει το αίτημά του, παρέθεσε στην επιστολή του αριθμό υποθέσεων, στις οποίες εργάστηκε ως υπό κάλυψη αστυνομικός της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών. Επισημαίνει, επίσης, ότι ήταν από τους πρωτεργάτες, αν όχι ο πρωτεργάτης, στον τομέα του υπό κάλυψη αστυνομικού. Λόγω του ιδιαίτερου ζήλου και αφοσίωσης που επέδειξε στην υπηρεσία του και, ιδιαίτερα, στις επιχειρήσεις που έλαβε μέρος, δέχθηκε επίθεση από αδίστακτους εγκληματίες ναρκωτικών. Επισύναψε, επίσης, φωτοτυπίες εφημερίδων, οι οποίες αναφέρονται σε επιτυχίες της Αστυνομίας. Με τις ενέργειές του, εξήγησε, η Αστυνομία κατόρθωσε να συλλάβει και να οδηγήσει στη δικαιοσύνη εμπόρους ναρκωτικών. Το αίτημά του εξετάστηκε και απορρίφθηκε με επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας, ημερομηνίας 27/3/2006, προς τους συνηγόρους του, το περιεχόμενο της οποίας, για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, παραθέτω αυτούσιο:-
«2. Κρίνω σκόπιμο όμως να παραθέσω αυτούσιο το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις επ' ανδραγαθία προαγωγές. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 - 2005, που έχει εκδοθεί με βάση το άρθρο 17(8) του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 όπως έχει τροποποιηθεί:
(1) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργού, δύναται να προαγάγει μέλος της Δύναμης για ανδραγαθία στον αμέσως επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχει και μέχρι το βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, έστω και αν το μέλος αυτό δεν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος 'ανδραγαθία' σημαίνει πράξη που θέτει σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή του μέλους που την εκτελεί και η οποία λόγω του επικίνδυνου του χαρακτήρα της υπερβαίνει τα όρια της συνήθους εκτέλεσης των καθηκόντων και υποχρεώσεών του, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Αστυνομίας Νόμο και τους εκάστοτε ισχύοντες περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς:
Νοείται ότι η ανδραγαθία διαπιστώνεται μετά από έκθεση γεγονότων του υπεύθυνου της μονάδας ή του κατά τόπον ή καθ' ύλην υπεύθυνου Αστυνομικού Διευθυντή και αιτιολογείται ειδικά.
(3) Προαγωγή με βάση την παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού διενεργείται χωρίς καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία που εκτελέστηκε η πράξη ανδραγαθίας.
(4) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προαγάγει Αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, νοουμένου ότι αυτός επιδεικνύει ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του και έχει ιδιάζουσα κλίση σε εξειδικευμένη εργασία, ανεξάρτητα του αν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος 'εξειδικευμένη εργασία' σημαίνει εργασία για την επιτέλεση της οποίας απαιτούνται υψηλού επιπέδου εξειδικευμένες γνώσεις που το μέλος αποκτά με μελέτη και/ή πρακτική εξάσκηση και η οποία εργασία δεν μπορεί να επιτελεσθεί ικανοποιητικά από άλλο, συστημένο από το Συμβούλιο Κρίσης, μέλος.
3. Αρχίζοντας από την περίπτωση του Αναπλ. Λοχία 1627 Κ. Μούζουρα, διαπιστώνω τα ακόλουθα:
(α) Τα γεγονότα που επικαλείστε αναφορικά με την δράση του ενδιαφερόμενου όταν υπηρετούσε στην Υ.ΚΑ.Ν. στα οποία και εδράζεται το αίτημα σας για επ' ανδραγαθία προαγωγή, δυνάμει των παραγράφων (1)(2)&(3) του Κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 - 2005, ανατρέχουν στο απώτερο παρελθόν και συγκεκριμένα από τις 27.04.1998 μέχρι και τις 12.05.2003. Επομένως, σύμφωνα με την παράγραφο (3) του Κανονισμού 10 που ορίζει ότι, προαγωγή με βάση την παράγραφο (1) του Κανονισμού (10) διενεργείται χωρίς καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία που εκτελέστηκε η πράξη ανδραγαθίας, δεν μου επιτρέπει να εξετάσω ένα τέτοιο αίτημα, αφού από την ημερομηνία τέλεσης των πράξεων του Αναπλ. Λοχία 1627, τις οποίες εν πάση περιπτώσει δεν εξετάζω αν αποτελούν ανδραγάθημα ή όχι, έχουν παρέλθει σχεδόν τέσσερα χρόνια από την τελευταία κατ' ισχυρισμό σας πράξη ανδραγαθίας.
(β) Περαιτέρω επικαλείστε τις διατάξεις των παραγράφων 4 & 5 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 - 2005 που ορίζουν τα ακόλουθα:
(4) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προαγάγει Αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, νοουμένου ότι αυτός επιδεικνύει ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του και έχει ιδιάζουσα κλίση σε εξειδικευμένη εργασία, ανεξάρτητα του αν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος 'εξειδικευμένη εργασία' σημαίνει εργασία για την επιτέλεση της οποίας απαιτούνται υψηλού επιπέδου εξειδικευμένες γνώσεις που το μέλος αποκτά με μελέτη και/ή πρακτική εξάσκηση και η οποία εργασία δεν μπορεί να επιτελεσθεί ικανοποιητικά από άλλο, συστημένο από το Συμβούλιο Κρίσης, μέλος.
Ο Αναπλ. Λοχίας 1627 εγγράφηκε στην Αστυνομία στις 18.09.1995 και δεν έχει ακόμη συμπληρώσει δώδεκα χρόνια ώστε να μου παρέχεται η δυνατότητα να εξετάσω αίτημα για προαγωγή του στη βάση επίδειξης ασυνήθιστης ικανότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία εν πάση περιπτώσει ασκήθηκαν σε περίοδο που ανατρέχει και πάλι στο παρελθόν, κατά την οποία μεσολάβησε και μετάθεση του.»
Σημειώνεται ότι, με την ίδια επιστολή, απορρίφθηκε ανάλογο αίτημα που υποβλήθηκε μέσω των ιδίων συνηγόρων, εκ μέρους του Αστυφύλακα 1380 Νεόφυτου Αντωνίου, ο οποίος καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 815/2006, η οποία ακούστηκε από τον αδελφό Δικαστή Φωτίου.
Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης και προβάλλει, τόσο με την προσφυγή του όσο και με τις γραπτές αγορεύσεις του συνηγόρου του, σωρεία λόγων που, κατά τους ισχυρισμούς του, οδηγούν σε ακύρωσή της. Ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε αριθμός άρθρων του Συντάγματος, τα οποία και εξειδικεύει, όπως και άρθρα της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60). Περαιτέρω, προβάλλει ότι η απόφαση λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης, ως και άρθρων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99).
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση στην Αστ. Νεόφυτος Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 815/06, 21/8/07, και να διαπιστώσω ότι οι λόγοι ακυρότητας που εδώ προβάλλονται είναι ακριβώς οι ίδιοι με τους λόγους που εκεί προβλήθηκαν, εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν. Συμφωνώ με το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης, το οποίο και παραθέτω, αφού αυτό σηματοδοτεί και το αποτέλεσμα της παρούσας:-
«Εξέτασα τους διάφορους νομικούς ισχυρισμούς του αιτητή. Στην έκταση που ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ανύπαρκτη νομοθεσία και/ή κανονισμούς που είναι ultra vires του νόμου, εκτός του ότι η θέση αυτή είναι αντιφατική, είναι και ενάντια της αρχής ότι δεν μπορεί κάποιος ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει μια κατάσταση, όπως η αρχή αυτή εξηγήθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ, μεταξύ άλλων, Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίων Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406).
Εδώ, είτε υπάρχει έγκυρος νόμος αλλά ο σχετικός κανονισμός είναι ultra vires, όπως ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ο αιτητής, είτε δεν υπάρχει έγκυρος νόμος, όπως αλλού ισχυρίζεται, οπότε και ο ίδιος δεν μπορεί να επικαλείται τις πρόνοιες του για σκοπούς προαγωγής. Από την ίδια την αίτηση του (βλ. επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 16.3.06) φαίνεται ότι δέχεται την ύπαρξη νόμου και βασίζει το αίτημα του στις πρόνοιες του άρθρου 17(8) (α) και/ή 17(8) (β). Επομένως οι ισχυρισμοί περί ανυπαρξίας νόμου και/ή ultra vires κανονισμών, απορρίπτονται.
Παρομοίως οι ισχυρισμοί του αιτητή για παραβίαση του Συντάγματος από τη σχετική νομοθεσία είναι ανεδαφικοί. Εκτός του ότι είναι αόριστοι, είναι τέτοιοι που και αν ακόμα είχαν βάση, τότε θα οδηγούσαν σε ακύρωση του νόμου με βάση τον οποίο ζήτησε προαγωγή. Είναι σαφώς νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν προχωρεί να εξετάσει θέμα συνταγματικότητας αν η κήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού θα έχει τέτοιο αποτέλεσμα που δεν θα ωφεληθεί ο αιτητής (Βλ. Dias United Publishing Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, Μαρία Βρούντου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3830, ημερ. 3.3.06 και την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στις Υποθ. Αρ. 1795/06 και 1705/06, ημερ. 1.6.07, Βάσος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας). Στην παρούσα υπόθεση η κήρυξη του σχετικού νόμου ως αντισυνταγματικού θα αποδειχθεί αλυσιτελής για το αίτημα του αιτητή και επομένως δεν πρέπει να εξεταστεί τέτοιο θέμα. Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση της επίδικης απόφασης, κατά πόσο δηλαδή αυτή λήφθηκε μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που διέπει το θέμα.
..............................................................................................................
Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις με προσοχή. Είμαι της άποψης ότι η δική μας νομοθεσία είναι τέτοια που δεν δημιουργεί υποχρέωση στον Αρχηγό της Αστυνομίας να προάξει κάποιον για ανδραγαθία έστω και αν τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτητής είναι τέτοια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως 'ανδραγαθία', αλλά διακριτική ευχέρεια, όπως συμβαίνει και στα κρατούντα στην Ελλάδα. Εξετάζοντας εδώ την απόφαση του Αρχηγού υπό το φως των σχετικών νομοθετικών προνοιών που διέπουν το θέμα καταλήγω ότι η απόφαση του ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και εύλογα επιτρεπτή. Προκύπτει από την απόφαση ότι το αίτημα στην έκταση που είχε ως βάση την 'ανδραγαθία' αφορούσε γεγονότα που ήσαν εκτός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπει ο Καν. 10(3) των προαναφερθέντων κανονισμών ... Στην έκταση που το αίτημα βασιζόταν στο άρθρο 17(8) (β) και πάλι ορθά ο Αρχηγός έκρινε ότι εφόσον ο αιτητής δεν συμπλήρωσε κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος δώδεκα χρόνια υπηρεσίας στη θέση του Αστυφύλακα, τότε δεν ετίθετο θέμα εξέτασης των γεγονότων που επικαλείτο, εφόσον για να δικαιούται έπρεπε να είχε συμπληρώσει δώδεκα χρόνια υπηρεσίας. Η περίοδος των δώδεκα χρόνων προβλέπετο τότε τόσο στο Νόμο όσο και τους κανονισμούς. Η φράση 'κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του' δείχνει με σαφήνεια ότι για να δικαιούται ένας Αστυφύλακας ή Λοχίας, ανάλογα με την περίπτωση, προαγωγής με βάση την παράγραφο (β) θα πρέπει απαραίτητα να έχει συμπληρώσει τουλάχιστο δώδεκα χρόνια υπηρεσίας. Εδώ ο αιτητής δεν είχε συμπληρώσει δώδεκα χρόνια στη θέση του Αστυφύλακα.
Τέλος, υπό μορφή παρατήρησης και χωρίς να αποφασίζω το θέμα, είμαι της άποψης ότι το θέμα προαγωγής λόγω 'ανδραγαθίας' (άρθρο 17(8) (α)) ή λόγω επίδειξης ασυνήθιστης ικανότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων (άρθρο 17(8) (β)) είναι θέμα αυτόβουλης απόφασης του Αρχηγού και όχι θέμα υποβολής αιτήματος από μέλος της Αστυνομικής Δύναμης. Ο Νόμος, δηλαδή, απλώς παρέχει εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού να κάμει τέτοια προαγωγή, αλλά όχι δικαίωμα στο πρόσωπο που προέβη σε πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανδραγαθία ή που να επέδειξε ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ζητήσει την προαγωγή.»
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΕΠσ, ΜΠ