ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λύωνας Γεώργιος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2038
Kαψοσιδέρης Άριστος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας. (1995) 3 ΑΑΔ 170
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 425/2006)
25 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 25.11.2005, οι οποίες λήφθηκαν διαδοχικά και σύμφωνα με τις οποίες προήχθηκαν στη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα επτά ενδιαφερόμενα μέρη.
Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και σε άλλες περιπτώσεις η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια, σε διάφορα χρονικά διαστήματα κατά το έτος 2005, ζήτησαν από την Επιτροπή την πλήρωση συνολικά επτά μονίμων θέσεων Ασφαλιστικού Λειτουργού. Γι΄ αυτό διεξήχθηκαν τέσσερις διαδικασίες πλήρωσης των θέσεων από την Επιτροπή, η οποία όπως είδαμε έλαβε διαδοχικά την επίδικη απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφυγή εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 4 αποσύρθηκε από την αιτήτρια στις 26.2.2007.
Επειδή η θέση είναι προαγωγής υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, όπως τροποποιήθηκε, αιτιολογημένες συστάσεις από τον προϊστάμενο του τμήματος, ο οποίος σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά όχι την αιτήτρια. Η Επιτροπή, αφού αξιολόγησε τα ενώπιόν της στοιχεία με βάση τα τρία κριτήρια, υιοθέτησε την άποψη του Διευθυντή.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής κατά παράβαση του άρθρου 35(4) του Ν.1/90, δεν προέβη σε αιτιολογημένη σύσταση. Δεν προέβη σε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων ως θέμα τήρησης χρηστής διοίκησης και δεν κατέγραψε τις διαβουλεύσεις που είχε. Επίσης παραπονείται ότι ο Διευθυντής με αόριστες αναφορές και γενικόλογες κρίσεις παραγνώρισε την υπεροχή της σε αρχαιότητα έναντι όλων των ενδιαφερομένων μερών στην αμέσως προηγούμενη θέση, η οποία ανερχόταν σε έξι χρόνια και τέσσερις μήνες.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί δεν κρίνεται απαραίτητη η ονομαστική αναφορά στους υποψήφιους. Στην παρούσα περίπτωση από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, φαίνεται ότι ο Διευθυντής προέβη σε ανάλυση των δεδομένων και σύγκριση των υποψηφίων. ΄Ελαβε υπ΄όψιν ακόμα και την αρχαιότητα της αιτήτριας στην οποία κάνει συγκεκριμένη αναφορά, αλλά παράλληλα προβαίνει σε σύγκριση στην αξία όπου διαπιστώνεται η υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών, αλλά και στα πανεπιστημιακά προσόντα τα οποία διαθέτουν τα τρία από τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη.
Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Διευθυντής εξέθεσε ενώπιον της Επιτροπής την αιτιολογημένη του άποψη σχετικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων, αφού προηγουμένως τους συνέκρινε μεταξύ τους και κατέληξε σε συμπεράσματα.
Όπως έχει σημειωθεί και στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, 175, η λέξη «καλύτερος» προϋποθέτει τη σύγκριση του ενδιαφερόμενου μέρους με τους άλλους υποψήφιους.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, βρίσκω ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αιτιολογημένη. ΄Οσον δε αφορά τον ισχυρισμό ότι κακώς διαμόρφωσε την άποψή του με διαβουλεύσεις και πληροφορίες δεν παρατηρώ οτιδήποτε μεμπτό, αφού ο προϊστάμενος τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψήφιους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα πριν προβεί σε συστάσεις. Ο προϊστάμενος, ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνά του, μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές, όπως για παράδειγμα οι πληροφορίες από προϊσταμένους των υποψηφίων (βλέπε μεταξύ άλλων Λύωνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, 2047).
Η αιτήτρια επέμενε πολύ στο στοιχείο της αρχαιότητας, αλλά είναι φανερό ότι αυτό δεν παραγνωρίστηκε καθόλου από το Διευθυντή, ο οποίος τόνισε την υπεροχή της αιτήτριας στο συγκεκριμένο κριτήριο έναντι των ενδιαφερομένων μερών, πλην όμως το αντιπαρέβαλε με την υπεροχή τους στην αξία και για ορισμένους στα προσόντα. Είναι εξ άλλου νομολογημένο ότι η αρχαιότητα υπερισχύει μόνο όταν όλα τα άλλα κριτήρια είναι ίσα, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ωσαύτως ότι η Επιτροπή κατέληξε στην επίδικη απόφαση ύστερα από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Δεν προέβη, υποστηρίζει, η Επιτροπή στη δική της έρευνα, αλλά, αντίθετα, ενήργησε κάτω από τη σφραγίδα της πάσχουσας σύστασης του Διευθυντή. Η αιτήτρια επαναλαμβάνει το θέμα της αρχαιότητας και ισχυρίζεται ότι ούτε η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν την υπεροχή της στο κριτήριο αυτό.
Εύκολα διαπιστώνεται από το διοικητικό φάκελο ότι τόσο η Επιτροπή, όσο και ο Διευθυντής, κατά τη λήψη της απόφασης, ασχολήθηκαν και με την αξιολόγηση και με τη σύγκριση των υποψηφίων, η δε Επιτροπή, κατά τη λήψη της απόφασης, άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα πλαίσια του νόμου. ΄Ερευνα των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, εύκολα δείχνει ότι πράγματι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν της αιτήτριας στις αξιολογήσεις των δέκα τελευταίων χρόνων. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε στο τέλος της κάθε επιλογής της να αναλύσει τους λόγους για τους οποίους το συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος επελέγη, διαπιστώνοντας την υπεροχή του στην αξία και στα προσόντα ως προς εκείνους βέβαια που διέθεταν προσόντα, πέραν από εκείνα που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Ως προς την αρχαιότητα της αιτήτριας βεβαίως και ελήφθη υπ΄ όψιν από την Επιτροπή, αφού καταγράφτηκε στο πρακτικό σχετική παρατήρηση ότι η αρχαιότητα αυτή δεν μπορούσε από μόνη της να υπερνικήσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων οι οποίοι υπερέχουν σε αξία και μερικοί και σε προσόντα, αφού κατέχουν προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και επιπλέον έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή.
Είναι γνωστή η αρχή ότι η Επιτροπή κατά την επιλογή υποψηφίου με βάση σύγκριση με άλλους, δεν είναι υποχρεωμένη για να δικαιολογήσει την επιλογή της να δείξει ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος είχε έκδηλη υπεροχή έναντι των άλλων (βλέπε Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Εν όψει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με £600 έξοδα, εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ