ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 647
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 362/2005)
21 Σεπτεμβρίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
STYLSON ENGINEERING LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Ξ. Ευγενίου (κα), για Α.Σ. Αγγελίδη, για τους Αιτητές.
Φ. Χατζηϊωάννου (κα), για Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές διατείνονται ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία τους γνωστοποιήθηκε στις 24/2/2005 και με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης, η προσφορά ΑΤ. 20/2002 για την Κατασκευή και Τοποθέτηση Θεματικών Παιχνιδιών στα «Πάρκα ΑΤΗΚ» κατακυρώθηκε εκ νέου στο ενδιαφερόμενο μέρος, είναι άκυρη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, στις 26/4/2002, η καθ' ης η αίτηση προκήρυξε προσφορά για την Κατασκευή και Τοποθέτηση Θεματικών Παιχνιδιών στα «Πάρκα ΑΤΗΚ». Ανταποκρίθηκαν δύο προσφοροδότες: Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Οι προσφορές τους αξιολογήθηκαν σύμφωνα με τους όρους των προδιαγραφών, οι οποίοι προέβλεπαν ότι η αξιολόγηση θα γινόταν σε δύο στάδια: Α. Ποιοτική (τεχνική) και Β. Οικονομική. Η αξιολόγηση έγινε από τριμελή Επιτροπή της καθ' ης η αίτηση και υποβλήθηκε για έγκριση στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών της, («Κ.Σ.Π.»), το οποίο αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, επειδή αυτή είχε εξασφαλίσει τον ψηλότερο τελικό δείκτη αξιολόγησης. Εναντίον της απόφασης του Κ.Σ.Π. οι αιτητές καταχώρισαν την Προσφυγή Αρ. 1086/2002. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 13/2/2004, ακύρωσε την κατακύρωση της προσφοράς, λόγω κακής σύνθεσης του Κ.Σ.Π., χωρίς να ασχοληθεί με την ουσία της προσφυγής. Το Κ.Σ.Π., μετά την ακυρωτική απόφαση, προχώρησε σε επανεξέταση. ΄Οπως αναφέρεται στο πρακτικό της συνεδρίας του - 20/10/2004 - αφού έλαβε υπόψη του την απόφαση του Δικαστηρίου και τη Γνωμάτευση του νομικού συμβούλου του για επανεξέταση του ζητήματος με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της πρώτης εξέτασης, αποφάσισε:-
«... να εξουσιοδοτήσει το Διευθυντή Υποστηρικτικής Υποδομής να διορίσει Επιτροπή επαναξιολόγησης του διαγωνισμού ΑΤ. 20/2002. Σημειώνεται ότι ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε με τη μέθοδο των δύο φακέλων και στο στάδιο της αξιολόγησης του τεχνικού μέρους δε θα πρέπει να είναι σε γνώση των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης οι τιμές. Ως εκ τούτου το ΚΣΠ αποφάσισε όπως η Επιτροπή να αποτελείται από άτομα διαφορετικά από εκείνα που έλαβαν μέρος στην αρχική αξιολόγηση του διαγωνισμού. ...»
Η νέα Επιτροπή αξιολόγησε τις προσφορές σε δύο στάδια και με ΄Εκθεσή της, εισηγήθηκε προς το Κ.Σ.Π. κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος. Η εισήγησή της εγκρίθηκε.
Οι αιτητές προβάλλουν για ακύρωση της απόφασης διάφορους ισχυρισμούς. Διατείνονται ότι αυτή λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Η επανεξέταση έγινε κατά κατάχρηση εξουσίας και με σκοπό να τους στερήσει το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος, ενόψει του ότι το έργο είχε ήδη εκτελεστεί από το ενδιαφερόμενο μέρος. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι η απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Σύμφωνα με την απόφαση στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037:- (σελ. 1044)
«Το ότι η επανεξέταση διενεργείται με αναφορά στο πραγματικό καθεστώς - το νομικό δεν απασχολεί εδώ - του χρόνου της πρώτης εξέτασης, υπό το φως βέβαια και των όποιων διαπιστώσεων της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, αποτελεί το σταθερό σημείο από το οποίο θα προχωρήσουμε σε ανασκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την υπό εξέταση πτυχή του ζητήματος της προφορικής εξέτασης. Επαναλήφθηκε άλλωστε εντελώς πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Antenna T.V. Limited v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711 την οποία έδωσε ο Αρτεμίδης, Δ..»
Στην Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601, δεν αμφισβητείται η δυνατότητα:- (σελ. 613)
«... που νομολογιακά αναγνωρίζεται στο διορίζον όργανο να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος. Αυτή όμως η δυνατότητα είναι ενταγμένη στην αρχή της καλής πίστης - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανδρέας Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, την οποία έδωσε ο Καλλής, Δ. - και δεν είναι απεριόριστης εμβέλειας. Εξαρτάται από τις περιστάσεις.»
Επίσης, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Ρένος Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 810/04, 12/2/07, σε σχέση με το ίδιο ζήτημα, αναφέρεται:-
«Η Ολομέλεια δεν φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή της και στην άλλη, παράλληλη, αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης κ.α ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601. Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφ' ενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές.»
Στην παρούσα περίπτωση, δεν προκύπτει από τη δικαστική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1086/2002 να συνέτρεχε λόγος επαναξιολόγησης του διαγωνισμού. Το Κ.Σ.Π., όταν αποφάσιζε το διορισμό νέας Επιτροπής Αξιολόγησης, προφανώς τελούσε υπό πλάνη ως προς τη σημασία του ακυρωτικού αποτελέσματος. Εφόσον η αξιολόγηση των προσφορών δεν έπασχε καθ' οιονδήποτε τρόπο και το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν την επηρέαζε, δεν εδικαιολογείτο ο διορισμός νέας Επιτροπής Αξιολόγησης, από το γεγονός και μόνο ότι ο διαγωνισμός είχε προκηρυχθεί με τη μέθοδο των δύο φακέλων. Το ακυρωτικό αποτέλεσμα της προηγούμενης προσφυγής δεν αφορούσε σε ο,τιδήποτε η Επιτροπή Αξιολόγησης έκρινε. Το Κ.Σ.Π. είχε καθήκον να συνεχίσει τη διαδικασία από το σημείο που κρίθηκε δικαστικά μεμπτή και όχι, χωρίς βάσιμο λόγο, να επαναδιερευνήσει μέρη της διαδικασίας που προηγήθηκαν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με £700,00 έξοδα υπέρ των αιτητών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ