ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1396/2006)
9 Ιουλίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KAZI NAZRUL ISLAM,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Ν. Χρ. Νικολαΐδης, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Νομικός Λειτουργός, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατάγεται από την Μπαγκλαντές και εισήλθε στη Δημοκρατία, νόμιμα ως φοιτητής, στις 14.11.2002. Στις 5.2.2004 υπέβαλε αίτημα για παροχή ασύλου το οποίο απορρίφθηκε. Ιεραρχική του προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επίσης απορρίφθηκε στις 29.5.2006. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής «η Αρχή»).
Το αίτημά του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίφθηκε επειδή για τους λόγους που φαίνονται στο φάκελο η εκδοχή του κρίθηκε ως εντελώς αναξιόπιστη. Ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση προβάλλει αριθμό λόγων. Υποστηρίζει έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη επαρκούς και δέουσας αιτιολόγησης, ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα, αντίθεση της απόφασης προς το Σύνταγμα και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε, οι καθ΄ων η αίτηση εξέτασαν ενδελεχώς την αίτησή του, μαζί με όλα τα στοιχεία που έδωσε. Κατέληξαν ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει βάσιμο φόβο σοβαρής βλάβης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000.
Η απόφαση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου εξετάστηκε και δευτεροβάθμια από την Αρχή, η οποία προηγουμένως μελέτησε τον ενώπιόν της φάκελο ο οποίος συνίστατο ουσιαστικά από την κριθείσα ως αναξιόπιστη εκδοχή του αιτητή. Βρίσκω την έρευνα επαρκή υπό τις περιστάσεις, αφού ουσιαστικά είχε καλύψει κάθε γεγονός που σχετιζόταν με εκδοχή του αιτητή. Το θέμα δεν είναι κατά πόσο είχε διεξαχθεί έρευνα από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αλλά κατά πόσο η έρευνα που είχε προηγηθεί, ήταν επαρκής και όλα τα ουσιώδη στοιχεία είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί.
Το τι συνιστά επαρκή έρευνα εξαρτάται, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης και υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα πλάνη περί τα πράγματα, υποστηρίζοντας ότι τόσο η Υπηρεσία Ασύλου, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή, βασίστηκαν σε λανθασμένες πληροφορίες. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση δεν εξειδικεύει τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί λανθασμένες, αλλά περιορίζεται σε μια γενικόλογη αναφορά. Το παράπονό του ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου συνίστατο σε λιτή, τυπική έως στερεότυπη επιστολή, δεν προωθεί το συγκεκριμένο επιχείρημα.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, ακόμα και η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ακυρότητα. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση (Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43, 47). Στην παρούσα υπόθεση, όπως είπα και προηγουμένως, το παράπονο του αιτητή δεν αναφέρει καν το συγκεκριμένο γεγονός το οποίο δήθεν οδήγησε σε πλάνη τους καθ΄ ων η αίτηση, πολλώ δε μάλλον δεν προκύπτει ότι υπήρξε πλάνη και μάλιστα ουσιώδης.
Το επόμενο παράπονο του αιτητή συνίσταται σε έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, αντίθεση της απόφασης προς το Σύνταγμα και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Η δοθείσα αιτιολογία είναι επαρκέστατη, παρά το παράπονο του αιτητή για λιτή, τυπική έως στερεότυπη επιστολή. Η αιτιολογία βρίσκεται στο φάκελο και συνίσταται στο ότι η εκδοχή του κρίθηκε ως αναξιόπιστη. Η δε αναφορά που γίνεται σε δήθεν παραβίαση του Συντάγματος και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης αυτή είναι τόσο γενικόλογη και αόριστη που δεν μπορεί να επιτύχει. Είναι βασική αρχή ότι ισχυρισμοί για παραβίαση του Συντάγματος θα πρέπει όχι μόνο να αιτιολογούνται επαρκώς, αλλά και να παραπέμπουν στο συγκεκριμένο ΄Αρθρο του Συντάγματος το οποίο κατ΄ ισχυρισμό παραβιάστηκε, με στοιχεία και επιχειρήματα προς θεμελίωση του επιχειρήματος. Απλή αναφορά σε ΄Αρθρα του Συντάγματος, και μάλιστα σωρηδόν, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά ή επιχειρηματολογία, μικρή βοήθεια μπορούν να προσφέρουν.
Εξ άλλου, ο αιτητής κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη από την Υπηρεσία Ασύλου, όπου είχε την ευκαιρία να εξηγήσει τους λόγους που ζητούσε άσυλο και γενικά να εκθέσει τις απόψεις του. Περαιτέρω, είχε μια δεύτερη ευκαιρία να εξηγήσει με την ιεραρχική του προσφυγή τους λόγους για τους οποίους ζητούσε την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, κάτι που δεν έπραξε. Παρέλειψε να παραθέσει στην Αναθεωρητική Αρχή οποιαδήποτε νέα στοιχεία και συνεπώς η κλήση σε συνέντευξη δεν ήταν απαραίτητη.
Ως προς το δικαίωμα του αιτητή να ακουστεί, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η Αναθεωρητική Αρχή διατηρεί το δικαίωμα να καλεί αιτητές σε συνέντευξη, όταν η ίδια έτσι κρίνει.
Εν όψει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με £300 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ