ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(Υπόθεση Αρ. 982/2006)
26 Ιουνίου, 2007
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TATYANA SEVOSTYANOVA,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Γ.Ζ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.
Λ. Ουστά, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι ρωσσίδα υπήκοος και ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί ως καλλιτέχνιδα σε νυχτερινό κέντρο στη Λάρνακα. Εξασφάλισε άδεια εργασίας στις 6.11.03 για τρεις μήνες. Κατόπιν επανειλημμένων παρατάσεων η άδεια εργασίας ίσχυσε μέχρι 19.5.04. Παρόμοια άδεια εισόδου και εργασίας είχε εξασφαλίσει και στο παρελθόν. Στις 22.3.04 η αιτήτρια παντρεύτηκε άγγλο υπήκοο στην Κύπρο. Η προσπάθειά της να εξασφαλίσει άδεια εισόδου στην Αγγλία όπου σκόπευε να μεταβεί με το σύζυγο της απέτυχε. Αυτός αναχώρησε για την Αγγλία ενώ αργότερα, στις 9.2.2005, πήραν διαζύγιο. Η αιτήτρια, σταμάτησε να εργάζεται στο καμπαρέ από 22.3.04 και κατέφυγε στο καταφύγιο θυμάτων πορνείας της Μητρόπολης Λεμεσού (Ρωσικής Ενορίας), γεγονός που επιβεβαίωσε γραπτώς στο ΥΑΜ Λάρνακας ο ιερέας της Ρωσικής Εκκλησίας Λεμεσού. Με επιστολή ημερ. 29.3.04 προς το Διευθυντή του Τμήματος Αλλοδαπών Λάρνακας, η αιτήτρια κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Στις 22.03.2004 αποφάσισα να σταματήσω να εργάζομαι στο καμπαρέ για λόγους ηθικούς και να μη ασχοληθώ μελλοντικά με παρόμοιες δραστηριότητες.
..........................................................................
Σας παρακαλώ να μου δοθεί άδεια εργασίας σε άλλου είδους επάγγελμα.»
Τον Ιούλιο του 2004 προσφέρθηκε εργασία στην αιτήτρια από την υπεράκτια εταιρεία Ebenus Services Ltd ως υπεύθυνη γραφείου ενώ γραφειακή εργασία φαίνεται ότι της πρότεινε και άλλη εταιρεία, χωρίς όμως η ίδια να διαθέτει σχετική άδεια εργασίας. Με επιστολή ημερ. 20.1.05 η Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ) υπέβαλε εκ μέρους της αιτήτριας αίτημα όπως της επιτραπεί η εργοδότησή της από την πιο πάνω εταιρεία. Στις 26.4.05 το Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (το «Τμήμα») απέρριψε το αίτημα και προέτρεψε την αιτήτρια να αναχωρήσει αμέσως. Ανέφερε επίσης ότι «σε περίπτωση που υπάρχει πράγματι δικαιούχος εργοδότης μπορεί να υποβάλει κανονικά την αίτηση του για εξέταση ενόσω η αλλοδαπή βρίσκεται εκτός Κύπρου».
Ακολούθως, στις 3.6.05, η αιτήτρια συνοδευόμενη από εκπρόσωπο του ΚΙΣΑ, έδωσε εκτενή κατάθεση στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λάρνακας και κατήγγειλε ότι κατά το χρόνο εργασίας της στο καμπαρέ εξαναγκαζόταν από τον εργοδότη της να εκπορνεύεται. Ο διευθυντής του καμπαρέ σε γραπτή κατάθεση του αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιοσδήποτε εξαναγκασμός. Στις 6.6.05 στάληκε επιστολή της ΚΙΣΑ στη Διευθύντρια του Τμήματος με την οποία την ενημέρωνε για τις ενέργειες της αιτήτριας και επαναλάμβανε το αίτημα της για παραμονή και εργασία της στην Κύπρο. Ενόψει των εξελίξεων, η Διευθύντρια ενέκρινε το αίτημα όπως η αιτήτρια παραμείνει στην Δημοκρατία μέχρι την διερεύνηση της καταγγελίας της.
Το πόρισμα της αστυνομικής έρευνας για την καταγγελία της αιτήτριας ήταν αρνητικό και ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε όπως η υπόθεση μη οδηγηθεί στο Δικαστήριο. Ενόψει τούτου, η Διευθύντρια του Τμήματος προχώρησε στην ανάκληση της δοθείσας έγκρισης και στις 29.8.05 εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης της αιτήτριας. Η αιτήτρια απελάθηκε στις 28.5.06.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων. Η καθ' ης η αίτηση, παρά τις επανειλημμένες αναβολές που δόθηκαν, παρέλειψε να καταχωρήσει ένσταση και ενόψει τούτου, στις 3.4.07, εξέδωσα ενδιάμεση απόφαση με την οποία ενέκρινα την προδικαστική ένσταση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η καθ' ης η αίτηση απώλεσε το δικαίωμα ακρόασης λόγω της παράλειψής της να καταχωρήσει ένσταση. Κατόπιν τούτου ο δικηγόρος της αιτήτριας προχώρησε με προφορική αγόρευση.
Ο δικηγόρος, επικαλέστηκε τον περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμο Ν.3(1)/00 («ο Νόμος»). Ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκαν τα άρθρα 7* και 9** του εν λόγω νόμου.
Η καταγγελία της αιτήτριας δεν προωθήθηκε στο Δικαστήριο κατόπιν σχετικής απόφασης της Νομικής Υπηρεσίας και μετά από αστυνομική διερεύνηση (σχετική είναι η έκθεση Αν. λοχία ως ερυθρό 70-74, σημείωμα ημερ. 17.8.05 από Νομική Υπηρεσία ως ερυθρά 75-76 στο διοικητικό φάκελο). Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, το απορρέον εκ του νόμου δικαίωμα της αιτήτριας ήταν η προσωρινή προστασία της από τη Δημοκρατία. Τα παράπονα της σ΄ αυτό το πλαίσιο δεν ευσταθούν. Αφού υπέβαλε την καταγγελία στην αστυνομία, όπως φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης (σημ.16), η Δημοκρατία συμμορφούμενη με τις υποχρεώσεις της, βάσει του νόμου, ενέκρινε την παραμονή της για απασχόληση σε νέο εργοδότη μέχρι 31.3.06. Σχετική επίσης είναι η επιστολή ημερ. 23.8.05 προς το ΚΙΣΑ (ερυθρό 67). Η αιτήτρια λοιπόν, παρέμεινε στη Δημοκρατία μετά την καταγγελία της, παρότι η άδεια της έληξε από 19.5.04, δυνάμει ακριβώς της πιο πάνω απόφασης, η οποία όμως, ορθά ανακλήθηκε (σημ.18), όταν πλέον ολοκληρώθηκε η διερεύνηση του παραπόνου της για σεξουαλική εκμετάλλευση .
Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι το άρθρο 9 του νόμου δεν προνοεί, σε περίπτωση που ο αλλοδαπός εγκαταλείψει την εργασία του λόγω παράνομης εκμετάλλευσης, την έγκριση άδειας για εργοδότηση από άλλο εργοδότη ως δέσμια αρμοδιότητα του Υπουργού. Στην προκειμένη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε αρνητικά. Στις 26.4.05 το Υπουργείο Εσωτερικών, απέρριψε το σχετικό αίτημα της αιτήτριας για εργοδότηση από δικαιούχο εργοδότη που είχε υποβληθεί μέσω του ΚΙΣΑ. (Ερυθρό 61 στο φάκελο). Η αιτήτρια δεν προσέφυγε εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης, και ούτε προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου ότι υπέβαλε η ίδια ή ο πιθανός εργοδότης της οποιαδήποτε άλλη αίτηση για εργοδότηση της. Το Δικαστήριο, στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, δεν μπορεί να υπεισέλθει σε θέματα που αφορούν στη νομιμότητα της απόφασης ημερ. 26.4.05. Ούτε τίθεται θέμα οποιασδήποτε παράλειψης της Δημοκρατίας να της χορηγήσει άδεια εργασίας στη βάση του άρθρου 9 του Νόμου αφού δεν υπήρχε οφειλομένη ενέργεια.
Κάθε αλλοδαπός έχει δικαίωμα προσωρινής παραμονής, στο έδαφος της Δημοκρατίας, άν είναι κάτοχος μίας των αδειών οι οποίες απαριθμούνται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 9 (ΚΔΠ 272/72). Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα, η άδεια παραμονής της αιτήτριας εξέπνευσε στις 19.5.04. Από τότε και μέχρι τις 3.6.05 που υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία αυτή διέμενε παράνομα. Παράνομη ήταν επίσης η διαμονή της στην Κύπρο από 29.8.05 που η Νομική Υπηρεσία έκρινε ότι η καταγγελία της ήταν ανυπόστατη, μέχρι την απέλασή της στις 28.5.06. Όταν τα αιτήματα της αιτήτριας για παραχώρηση άδειας εργασίας σε νέο εργοδότη απέτυχαν, αυτή κατέστη απαγορευμένος μετανάστης βάσει του άρθρου 6 παρ.(κ)(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105. Και από τη στιγμή που έληξε η άδεια παραμονής της στο έδαφος της Δημοκρατίας, υπόκειτο σε απέλαση.
Η διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, έχει καθήκον να εξετάζει κατά πόσο ο αλλοδαπός έχει δικαίωμα παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας με βάση τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου νόμου συνάδοντα με το διεθνές δίκαιο. Βλ. Reza Mohammedi και Αλλων ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 182/2001, ημερ. 17.7.2001. Στην προκείμενη περίπτωση, η διοίκηση είχε καθήκον να εξετάσει κατά πόσο η αιτήτρια είχε δικαίωμα προσωρινής παραμονής με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, αλλά και υπό το πρίσμα της νεώτερης Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2004/81/ΕΚ και της Απόφασης Πλαισίου 2002/629/ΔΕΥ για την καταπολέμηση εμπορίας ανθρώπων. Εχω τη γνώμη ότι η διοίκηση συμμορφώθηκε πλήρως προς τις απορρέουσες υποχρεώσεις της σχετικά με αυτή τη πτυχή του θέματος. Από τη σημείωση αρ.16 στο φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι αμέσως μετά την καταγγελία της αιτήτριας στην Αστυνομία, της δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής για απασχόληση σε νέο εργοδότη μέχρι τις 31.3.06. Η καταγγελία της διευρενήθηκε χωρίς καθυστέρηση και με απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε ποινική δίωξη.
Εχω επίσης τη γνώμη ότι η απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και είναι αιτιολογημένη. Αντίθετη επί του προκειμένου ήταν η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας. Οι επί του θέματος παρατηρήσεις του εξεταστή παρατίθενται:
«Η καταγγελία της Σεμπαστιάνοβα στην αστυνομία όσον αφορά τα αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης έγινε 15 μήνες μετά τη φυγή της από το καμπαρέ «CHIQUITO».
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την επιστολή του Λοχ. 4335 Λ. Λάμπρου της ΥΑΜ Λ/κας προς τον Διοικητή της ΥΑΜ αναφέρει ότι στις 23.03.04 όταν η Σεμπαστιάνοβα μετέβει στην ΥΑΜ Λ/κας και τον ενημέρωσε για τον πολιτικό γάμο που είχε τελέσει ερωτήθηκε εάν είχε οποιοδήποτε παράπονο από τον εργοδότη της και αυτή απάντησε αρνητικά.
Σε δική της επιστολή δε προς τον Διευθυντή τμήματος Αλλοδαπών Λ/κας ημερ. 29.03.2004 πάλι η ίδια δεν ανάφερε τους λόγους για τους οποίους σταμάτησε να εργάζεται στο καμπαρέ «CHIQUITO».
Ερωτηματικά όσον αφορά τους ισχυρισμούς της εγείρει και το γεγονός ότι στις 19.2.04, η πιο πάνω, ζήτησε και της εδόθησαν ακόμη τρεις μήνες προσωρινής παραμονής για να συνεχίσει να εργάζεται στο ίδιο καμπαρέ. Πώς είναι δυνατόν ένα άτομο το οποίο ισχυρίζετο ότι εκπορνευόταν στην εργασία της από την πρώτη μέρα που άρχισε να εργάζεται να ζητά η ίδια να παραμείνει στον ίδιο χώρο εργασίας για ακόμη τρεις μήνες.
Μέσα από τη δική της κατάθεση εξάγεται το συμπέρασμα ότι κεντρική προσπάθεια και στόχος της ήταν η για μακρό χρονικό διάστημα παραμονή της στην Δημοκρατία.
Κατά την γνώμη μου και ο γάμος τον οποίο σύναψε με τον άγγλο KEITH MARIES κάθε άλλο παρά νομότυπος μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Να σημειωθεί ότι παρόλο που η ίδια ισχυρίζεται ότι εγκατάλειψε τον σύζυγο της αφού ο ίδιος της πρότεινε όπως επιστρέψει πίσω στο καμπαρέ «CHIQUITO» μετά το πρόβλημα που παρουσιάστηκε με τη βίζα της εντούτοις η ίδια ουδέποτε υπέβαλε αίτηση για διαζύγιο από τον πιο πάνω.
Το εν λόγω πρόσωπο από την ημέρα που εγκατέλειψε τον σύζυγό της στις 23.03.04 μέχρι και σήμερα εργάζεται παράτυπα σε πολυεθνική εταιρεία στην Κύπρο και παρόλο που από τις 09.02.05 έχει εκδοθεί το διαζύγιο της και στις 26.04.05 έλαβε σχετική επιστολή από τη λειτουργό μετανάστευσης για να εγκαταλείψει την Δημοκρατία κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν έπραξε.
Μέσα από τα γεγονότα έχω τη γνώμη ότι δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για την αληθοφάνεια των όσων η Σεμπαστιάνοβα ισχυρίζεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το πρόβλημα σεξουαλικής εκμετάλλευσης που υπάρχει στην Κύπρο, όμως μέσα από τα γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Σεμπαστιάνοβας.
Το εν λόγω πρόσωπο είχε κάθε ευκαιρία να καταγγείλει τα όσα ισχυρίζεται ότι συνέβησαν στην ίδια στο καμπαρέ «CHIQUITO» ακόμα και ενόσω εργαζόταν εκεί.
Μπορούσε να το κάνει ακόμη μέσω του πατήρ Μιχαηλίδη του καταφυγίου της Ρωσσικής εκκλησίας στη Λεμεσό είτε ακόμη μέσω της δικηγόρου της κ. Χρ. Λυσιώτη που χειριζόταν την περίπτωση του διαζυγίου της.
Η ίδια ισχυρίζεται ότι δεν το έπραξε γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στην Αστυνομία. Το έπραξε δε μόνο όταν διαπίστωσε ότι ήτο ο μόνος τρόπος για να παρατείνει την παραμονή της στην Δημοκρατία.
Ακόμη και αν η εν λόγω καταγγελία οδηγηθεί ενώπιον του δικαστηρίου για εκδίκαση με μόνη μαρτυρία το δικό της ισχυρισμό, είμαι της γνώμης ότι η καταδίκη οποιουδήποτε είναι σχεδόν αδύνατη έχοντας υπόψιν τις σοβαρές αντιφάσεις που παρουσιάζουν οι ισχυρισμοί της.»
(βλ. επίσης ερυθρά 75-76 στο φάκελο).
Μετά την οριστική απόφαση για μη δικαστική προώθηση της υπόθεσης, ορθά η Δημοκρατία προέβη στην απέλαση της αιτήτριας, αφού πλέον δεν υπήρχε κανένα νομιμοποιητικό έρεισμα για την εδώ παραμονή της. Το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου δεν κλονίσθηκε και δεν αποδείχθηκε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο και συνεπώς δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* «7.-(1) Ενόσω βρίσκονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, τα θύματα εκμετάλλευσης κατά παράβαση του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή οποιασδήποτε καθορισμένης σύμβασης δικαιούνται έναντι της Δημοκρατίας και η Δημοκρατία έχει καθήκον να παρέχει σ΄ αυτά κάθε εύλογη προστασία και στήριξη, συμπεριλαμβανομένων, στο μέτρο του δυνατού και εύλογου, διευθετήσεων για τη συντήρηση, προσωρινή στέγαση, περίθαλψη και ψυχιατρική στήριξη μέχρις ότου κριθεί ότι αυτά έχουν επουλώσει την οποιαδήποτε τραυματική εμπειρία.»
**«9.-(1) Νόμιμα εισερχόμενος στη Δημοκρατία αλλοδαπός, ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την εργασία του, είτε λόγω παράνομης εκμετάλλευσης κατά την έννοια του παρόντος Νόμου είτε λόγω άλλης μορφής κατάχρησης από το πρόσωπο, το οποίο ζήτησε την εργοδότησή του στη Δημοκρατία δικαιούται να ζητήσει από τον Υπουργό άδεια για εργοδότησή του από άλλο εργοδότη.»