ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 532/2005)
25 Ιουνίου, 2007
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
MOSTAFA KAMAL,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές. Εισήλθε στη Δημοκρατία νόμιμα, ως φοιτητής, στις 17.3.2003. Οκτώ και πλέον μήνες αργότερα, στις 17.3.2003, υπέβαλε αίτημα στην Υπηρεσία Ασύλου για να αναγνωρισθεί ως πολιτικός πρόσφυγας.
Η Υπηρεσία Ασύλου, κατά την εξέταση της αίτησης του, τον κάλεσε σε συνέντευξη στις 17.9.2004. Η συνέντευξη πράγματι έγινε, ήταν εκτενής και καταγράφηκε. Ο αιτητής εξήγησε το πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει στη χώρα του.
Μετά τη συνέντευξη, αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισήγηση-έκθεση στις 27.9.2004 προς την υπηρεσία Ασύλου, η οποία τελικά, στις 19.10.2004, απέρριψε την αίτηση του αιτητή.
Ο αιτητής, στις 11.1.2005 καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής. Στις 4.2.2005 αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση προς την Αναθεωρητική Αρχή. Στις 4.2.2005, μετά από μελέτη της έκθεσης του λειτουργού η Αναθεωρητική Αρχή εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την προσφυγή.
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Κατά πρώτον ο αιτητής εισηγείται ότι λανθασμένα εφαρμόσθησαν οι πρόνοιες του περί Προσφύγων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2004 (Ν. 9(Ι)/2004) ενώ έπρεπε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) γιατί η αίτηση του για παραχώρηση ασύλου υποβλήθηκε στις 28.11.2003 πριν από την τροποποίηση του βασικού νόμου.
Το πιο πάνω θέμα έχει ήδη επιλυθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στην απόφαση Rakip Sikder v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 470/2005, ημερ. 21.9.2006 όπου αναφέρονται και τα εξής:-
«Η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν ευσταθεί. Ο ίδιος ο τροποποιητικός νόμος του 2004 (Ν. 9(Ι)/2004) στο εδάφιο 3 του άρθρου 28 διασαφηνίζει πλήρως το θέμα αναφέροντας τα εξής:
«(3) Με την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, οποιεσδήποτε αιτήσεις ή διοικητικές προσφυγές εκκρεμούν προς εξέταση ενώπιον της Αρχής Προσφύγων ή της Αναθεωρητικής Αρχής, όπως αυτές καθορίζονται στο βασικό νόμο, θεωρούνται ότι εκκρεμούν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, αντίστοιχα.»
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η σύνθεση τόσο της Αρχής Προσφύγων όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν νόμιμη και νόμιμα συγκροτημένη όπως ο σχετικός νόμος ορίζει.»
Συνεπώς, η πιο πάνω εισήγηση δεν ευσταθεί.
Εισηγείται περαιτέρω ο αιτητής ότι τόσο η Αρχή Προσφύγων, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένη αφού την απόφαση την έλαβε ένα μόνο μέλος. Η εισήγηση αυτή στερείται ερείσματος και έχει ήδη απαντηθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στην Harpreet Singh v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006.
Ακόμα ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, υπό πλάνη περί τα πράγματα και κατά τρόπο αποτελούντα πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της καθ' ης η αίτηση.
Έχω μελετήσει προσεκτικά τόσο την επίδικη απόφαση όσο και ολόκληρο το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Η καθ' ης η αίτηση, όπως έχω διαπιστώσει, συνεκτίμησε δεόντως όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της και κατέληξε ευλόγως στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν πληροί καμιά από τις προϋποθέσεις του νόμου για παροχή πολιτικού ασύλου. Το αίτημα του για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είναι δεόντως αιτιολογημένη, είναι το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Δεν έχω διαπιστώσει νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της διοίκησης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με £400 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ' ης η αίτηση.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ