ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 39/2006)
6 Μαρτίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MD SIMOL,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ξυψιτή (κα) για Ευάγγελο Χειμώνα, για τον Αιτητή.
Δένα Θεοδώρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές, ενήλικας. ΄Ηλθε στην Κύπρο παράνομα στις 29/2/2003. Στις 28/11/2003, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σ' αυτόν του καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του, επειδή είχε πολιτικά προβλήματα. Το αντίπαλο κόμμα εξουσίας σκότωσε δύο αδέλφια του και καταχώρισε ποινικές υποθέσεις εναντίον του.
Ο αιτητής κλήθηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου σε συνέντευξη, κατά την οποία ισχυρίστηκε ότι, από το 1998, ήταν γραμματέας του πολιτικού κόμματος Awami League και, υπό την ιδιότητά του αυτή, διώκεται. Ισχυρίστηκε ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, η ζωή του κινδυνεύει.
Η Υπηρεσία Ασύλου, υπό το φως των στοιχείων που ο αιτητής έθεσε ενώπιόν της, απέρριψε την αίτηση. Ο αιτητής καταχώρισε, στη συνέχεια, διοικητική προσφυγή, την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, (η «Αρχή), επίσης, απέρριψε. Κρίθηκε αναξιόπιστος, για το λόγο ότι, σε συνέντευξή του με την Υπηρεσία Ασύλου, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την πόλη όπου διέμενε και ήλθε στην Κύπρο παράνομα, από τα κατεχόμενα, με πλοίο, μέσω Τουρκίας. Ο χρόνος που προσδιόρισε ότι κράτησε το ταξίδι - (έξι - επτά ημέρες) - κρίθηκε ως αναληθής, αφού το ταξίδι μεταξύ Κύπρου - Τουρκίας δεν μπορεί να διαρκέσει τόσες ημέρες. Επίσης, ενώ ισχυρίστηκε ότι ήλθε στην Κύπρο στις 29/2/2003, υπέβαλε αίτηση στις 28/11/2003, δηλαδή εννέα μήνες αργότερα, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί υπήρξε τόση καθυστέρηση. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε διάφορες ερωτήσεις, που ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου του έθεσε σχετικά με το κόμμα του και την ιδεολογία του κόμματός του.
Η Αρχή, πέραν της υιοθέτησης των λόγων για τους οποίους ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου, διαπίστωσε ότι δεν προέκυπτε, από το σύνολο των γεγονότων, πως:-
· «Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο προσφεύγων ήταν αποτέλεσμα της γενικής κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα του και
· Η δυσμενής μεταχείριση δεν εξυπακούει κατά ανάγκη θύμα δίωξης διότι τα μέτρα δίωξης δεν κατέληξαν σε συνέπειες ουσιωδώς επιζήμιου χαρακτήρα για το πρόσωπο του.»
Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής. Για ακύρωσή της, προβάλλει ότι αυτή λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης, καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή κατά πλημμελή άσκηση αυτής, για εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών, εκδικητικά, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, από αναρμόδιο όργανο, τόσο κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της όσο και κατά το στάδιο ενώπιον της Αρχής, ότι στερείται της δέουσας αιτιολογίας και, τέλος, ότι λήφθηκε κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.
΄Εχω εξετάσει με προσοχή όλα όσα επικαλείται ο αιτητής. Θεωρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν. Ορθά εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»). Ο Πρόεδρος της Αρχής, από μόνος του, όπως και κάθε μέλος της, έχει, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 28Ε(3) του Νόμου, εξουσία να ασκεί τις αρμοδιότητές της - (βλ. Harpreet Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 481/05, 26/6/06). Η διαδικασία, συνεπώς, που ακολουθήθηκε ενώπιον της Αρχής ήταν απόλυτα ορθή, όπως απόλυτα ορθή ήταν και η διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία, κατά τη συνέντευξη με το Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, να θέσει, με τη βοήθεια διερμηνέα, όσα ήθελε να προβάλει προς υποστήριξη του αιτήματός του. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους ισχυρισμούς του και έδωσε, με λεπτομέρεια, τους λόγους για τους οποίους τον έκρινε αναξιόπιστο και κατέληξε στην απόρριψη της αίτησής του. Με την ίδια προσοχή, η Αρχή επανεξέτασε όλα όσα ο αιτητής έθεσε προς υποστήριξη του αιτήματός του και διαπίστωσε ότι δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Δεν αρκέστηκε σε ό,τι η Υπηρεσία Ασύλου εντόπισε για να κρίνει τον α τητή αναξιόπιστο, αλλά διαπίστωσε και η ίδια περαιτέρω στοιχεία. Εξέτασε έναν προς έναν τους λόγους, για τους οποίους ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, και έδωσε πειστικές απαντήσεις για την απόρριψή τους. Δε βρίσκω να έχει εμφιλοχωρήσει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, πλάνη στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του Νόμου. ΄Εχει, κατ' επανάληψη, λεχθεί ότι ο ρόλος του δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν προχωρεί το δικαστήριο σε επανεκτίμηση των γεγονότων, με σκοπό να υποκαταστήσει την κρίση της αρμόδιας αρχής με δική του. Περαιτέρω, η Αρχή εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε ότι αυτό δεν εδικαιολογείτο, αφού ο αιτητής δεν μπόρεσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου. Ούτε και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου, δηλαδή να παραχωρηθεί καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με £300,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ