ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    (Υπόθεση Αρ. 1339/2005)

19 Μαρτίου, 2007

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

                                    Αιτητές,

ν.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

                                    Καθ΄ ου η αίτηση.

- - - - - -

Κ. Χατζηιωάννου, για τους Αιτητές.

Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο  Επίτροπος  Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων («ο Επίτροπος»)  επέβαλε στους αιτητές  διοικητικό πρόστιμο ΛΚ500 επειδή οι τελευταίοι, παρέλειψαν να συμμορφωθούν με το περί Αριθμοδότησης Ηλεκτρονικών Τηλεπικοινωνιών Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 850/2004) για την περίοδο από 4.6.05 μέχρι 5.8.05. Οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης και ζητούν την ακύρωσή της.

 

Ο Επίτροπος σύμφωνα με το άρθρο 20(στ) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου, Ν. 112(1)/04 («ο Νόμος») έχει αρμοδιότητα να ετοιμάζει εκσυγχρονίζει και δημοσιεύει το Σχέδιο Αριθμοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και να καθορίζει τη διαδικασία για την εκχώρηση και χρήση αριθμών, καθώς και οποιοδήποτε άλλο θέμα αφορά στην εκχώρηση αριθμών και στη δημοσίευση των σχετικών διαδικασιών. Στις 24 Απριλίου 2003 τέθηκαν σε ισχύ οι περί Αριθμοδότησης (Τηλεπικοινωνιών) Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 329/2003). Στις 3 Μαΐου 2004, μετά από αίτηση των αιτητών, εκχωρήθηκαν πρωτογενώς από τον Επίτροπο, μεταξύ άλλων και αριθμοί Υπηρεσιών Σύντομων Μηνυμάτων, οι δε αιτητές κλήθηκαν να συμμορφώνονται με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται στους Κανονισμούς Αριθμοδότησης.  Στις 17 Δεκεμβρίου 2004 τέθηκε σε ισχύ το περί Αριθμοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 850/2004), το οποίο αντικατέστησε τους περί Αριθμοδότησης (Τηλεπικοινωνιών) Κανονισμούς.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4(2) του Διατάγματος, το δικαίωμα αίτησης, εκχώρησης, χρήσης ή και κράτησης αριθμοδοτικών πόρων υπόκειται μεταξύ άλλων προϋποθέσεων και περιορισμών, στη συμμόρφωση του αιτητή με τις διατάξεις του παρόντος Διατάγματος συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της πληρωμής των σχετικών τελών, τις τυχόν υποχρεώσεις φορητότητας, τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών καταλόγου συνδρομητών, και της συμμόρφωσης με τους όρους χρήσης των εν λόγω αριθμοδοτικών πόρων.

 

Αρμόδιοι λειτουργοί του γραφείου του Επιτρόπου, διεξήγαγαν έρευνα και διαπίστωσαν ότι οι αιτητές παραβίασαν το Διάταγμα. Η έρευνα αφορούσε στη μη κατάλληλη χρήση των αριθμών υπηρεσιών σύντομων  μηνυμάτων και διαπιστώθηκε  ότι οι αιτητές δεν χρέωναν για τους αριθμούς 2000 έως 2999 τις επιτρεπόμενες χρεώσεις που περιορίζονταν μεταξύ 10 και 20 σεντ.

 

Ο Επίτροπος με επιστολή του ημερομηνίας 13 Ιουλίου 2004 προς τους αιτητές, ζήτησε να ενημερωθεί σχετικά με τη χρήση των αριθμών υπηρεσιών συστήματος σύντομων μηνυμάτων (SMS) και τη συμμόρφωση των αιτητών με τους περί Αριθμοδότησης (Τηλεπικοινωνιών) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 329/2004). Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 10 Σεπτεμβρίου 2004 απάντησαν ότι:

 

(α)   γίνονται ενέργειες ώστε η αρίθμηση που χρησιμοποιείται για την υπηρεσία του συστήματος σύντομων μηνυμάτων να συνάδει με τις πρόνοιες των περί Αριθμοδότησης (Τηλεπικοινωνιών) Κανονισμών,

 

(β)   ο αριθμός είναι ταυτισμένος με την υπηρεσία Cybee για την οποία η ΑΤΗΚ έχει προβεί σε έντονη διαφημιστική εκστρατεία προς τους πελάτες της,

 

(γ)   ότι η υπηρεσία προϋπήρχε του Διατάγματος,

 

(δ)   ότι η υφιστάμενη τεχνολογία των συστημάτων δεν επιτρέπει στην ΑΤΗΚ να ακολουθήσει άμεσα τη συγκεκριμένη αρίθμηση,

 

(ε)   εισηγείται τη δημιουργία αρίθμησης βασισμένης στην τεχνολογία «ένας αριθμός με διαφορετικές κατηγορίες χρέωσης».

 

Ο Επίτροπος με επιστολή του ημερομηνίας 4 Μαΐου 2005 πληροφόρησε τους αιτητές ότι ενδεχόμενα παραβιάζεται το περί Αριθμοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διάταγμα και τους κάλεσε να συμμορφωθούν μέσα σ΄ ένα μήνα από τη λήψη της επιστολής. Περαιτέρω τους ενημέρωσε για το δικαίωμα τους να εκθέσουν γραπτώς τις θέσεις τους  αναφορικά με ενδεχόμενη παραβίαση των υποχρεώσεων τους που πηγάζουν από τη σχετική νομοθεσία, μέσα σ΄ ένα μήνα από τη λήψη της επιστολής και τους επιστήθηκε προσοχή στο άρθρο 27 του περί Αδειοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διατάγματος (ΚΔΠ 851/2004).

 

Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 13 Μαΐου 2005 εισηγούνται όπως εισαχθεί αρίθμηση για την υπηρεσία σύντομων μηνυμάτων η οποία να υποστηρίζει πολλαπλές χρεώσεις. Αυτή η αρίθμηση θα μπορούσε να ήταν τριψήφια ή πενταψήφια και η τιμολόγηση να είναι βασισμένη σε λέξεις κλειδιά. Σημειώνουν επίσης πως θεωρούν ότι δεν πήραν απάντηση στο εν λόγω αίτημα τους και γι΄ αυτό, δεν προχώρησαν στην αλλαγή της υφιστάμενης αρίθμησης για τις υπηρεσίες συστήματος σύντομων μηνυμάτων.

 

Ο Επίτροπος έκρινε ότι οι πιο πάνω θέσεις των αιτητών δεν αποτελούσαν συμμόρφωση προς το περί Αριθμοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 850/2004) και την ήδη εκφρασθείσα θέση πολιτικής του Γραφείου του που καθορίζεται στην ισχύουσα δευτερογενή νομοθεσία. Ενόψει τούτου, με επιστολή του ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2005, κάλεσε τους αιτητές να παρουσιασθούν αυτοπροσώπως ή διά δικηγόρου στις 8 Αυγούστου 2005 ενώπιον του για να προβούν σε παραστάσεις με θέμα τη μη κατάλληλη χρήση των Αριθμών Υπηρεσιών Συστήματος Σύντομων Μηνυμάτων (SMS).

 

Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 4 Αυγούστου 2005 πληροφόρησαν τον Επίτροπο ότι λόγω παρανόησης οδηγιών και αλληλογραφίας, δεν έχουν εφαρμόσει έγκαιρα το περί Αριθμοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διάταγμα με το οποίο θα συμμορφωθούν άμεσα μέχρι στις 5.8.05. Παράλληλα ζήτησαν νέα ημερομηνία για τις παραστάσεις τους. Οι αιτητές παρέστησαν διά δικηγόρου στις 22 Αυγούστου 2005 σε ακρόαση ενώπιον του Επιτρόπου, όπου επανέλαβαν τους ισχυρισμούς τους και πρόσθεσαν ότι συμμορφώθηκαν πλήρως με το Διάταγμα Αριθμοδότησης από τις 5 Αυγούστου 2005.

 

Ο Επίτροπος, αφού αξιολόγησε τα πιο πάνω προχώρησε στις 23.8.05 στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Οι αιτητές εισηγούνται ότι ο Επίτροπος δεν είχε εξουσία στη βάση του άρθρου 20(κ) του Νόμου  να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο  για παράβαση του Διατάγματος, αφού είχε ήδη υπάρξει συμμόρφωση προς τους όρους του. Προβάλλουν την γενικότερη θέση, ότι το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται προς εξαναγκασμό σε συμμόρφωση με τη διοικητική νομοθεσία και όχι ως «τιμωρητικό μέτρο ή ποινή» για παράβαση αναγόμενη στο παρελθόν, όπως στην προκειμένη περίπτωση.  Ούτε το άρθρο 20(κ) του Νόμου, που προνοεί για τη γενικότερη εξουσία του Επιτρόπου να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα και κυρώσεις,  ούτε το άρθρο 42(3), που αποτέλεσε το έρεισμα  έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρεται στην παραβίαση όρων για τη χρήση αριθμών, υποστηρίζουν την άποψη ότι το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται κατά κανόνα πριν τη συμμόρφωση ή λόγω μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του νόμου. Αποδοχή της θέσης των αιτητών θα συνεπαγόταν  κατάργηση της δυνατότητας που ο νομοθέτης παρέχει στη διοίκηση να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις παραβίασης της διοικητικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα της τυχόν ποινικής ευθύνης των παραβατών, επιβάλλοντας διοικητικό πρόστιμο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις που οι παραβάτες έχουν στο μεταξύ συμμορφωθεί. Η συμμόρφωση των αιτητών δεν  διαγράφει την παράβαση ούτε αίρει τη διαδικασία επιβολής διοικητικής ποινής, εφόσον το πρόστιμο, επιβάλλεται στα πλαίσια του Νόμου και σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας.

 

Οι αιτητές εισηγούνται ακόμη ότι οι Κανονισμοί 25, 26 και 27 της ΚΔΠ 851/04 περί Αδειοδότησης ( Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διατάγματος είναι ultra vires του Νόμου. Λέγουν συναφώς ότι ενώ στο Νόμο, άρθρο 42(4), η απόφαση για επιβολή προστίμου συνδέεται με τις πρόνοιες του άρθρου 42(3) και την επιβολή προστίμου προς εξασφάλιση συμμόρφωσης με κάποια ρύθμιση, στην ΚΔΠ 851/04 δεν τίθεται τέτοια προϋπόθεση.

 

Η εξουσία του Επιτρόπου να εφαρμόσει  τη διαδικασία που προβλέπεται σε αδρές γραμμές στο άρθρο 42 του νόμου και εξειδικεύεται αναλογικά στους Κανονισμούς 24 και 27 του περί Αδειοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διατάγματος ΚΔΠ 851/04, ενεργοποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 20 του νόμου, με την παραβίαση της ΚΔΠ 850/04. Η αντιπαραβολή του κειμένου του Νόμου προς τα αντίστοιχα εδάφια των Κανονισμών, αποκαλύπτει ότι πρόκειται για ομοιόμορφες ρυθμίσεις οι οποίες διέπουν τη διαδικασία επιβολής διοικητικού προστίμου η οποία, τηρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση. Οι αντίστοιχες διατάξεις είναι το άρθρο 42 του Νόμου και οι Κανονισμοί 26 και 27 των Κανονισμών. Ο Επίτροπος μόλις διαπίστωσε παραβίαση των όρων χρήσης των αριθμών και αφού ζήτησε προηγουμένως σχετικές πληροφορίες από τους αιτητές  σύμφωνα με το άρθρο 41 και τον Καν. 26(1) αντίστοιχα, τους κάλεσε να συμμορφωθούν μέσα στην προβλεπόμενη από το νόμο και τον  Καν. 26(2)(α) προθεσμία. Και εφόσον οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους του περί αριθμοδότησης Διατάγματος μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 20 του διατάγματος (ΚΔΠ 850/04) ορθά ο Επίτροπος ακολούθησε την διαδικασία του Κανονισμού 26 του περί Αδειοδότησης Διατάγματος (851/04) για την επιβολή διοικητικού προστίμου. Θεωρώ ότι το νομοθετικό πλαίσιο είναι αρκετά σαφές και δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία.

 

Οι αιτητές λέγουν επίσης ότι οι πιο πάνω κανονιστικές πρόνοιες όπως και τα σχετικά άρθρα του Νόμου (20(κ), 27(γ) και 42(3) και (4)), στην έκταση που παρέχουν εξουσία στον Επίτροπο να επιβάλλει τιμωρητικά και μετά τη συμμόρφωση πρόστιμο,  είναι αντισυνταγματικές ως αντιβαίνουσες  στα άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση η επιβολή της χρηματικής ποινής στους αιτητές αποτελούσε διοικητική ευθύνη και μέτρο, χωρίς βέβαια να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του από το γεγονός της επιβολής του μετά τη συμμόρφωση. Ο ίδιος ο νόμος στο άρθρο 29 διακρίνει σαφώς τις περιπτώσεις παράβασης απόφασης ή διατάγματος ή απόφασης που εκδίδεται από τον Επίτροπο και αποτελεί ποινικό αδίκημα. Παρατίθεται αυτούσιο:

 

«29. Πρόσωπο, το οποίο χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να συμμορφωθεί με τους όρους Διατάγματος ή Απόφασης που εκδίδεται από τον Επίτροπο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.»

 

 

Η επιβολή διοικητικής ποινής είναι ανεξάρτητη της ποινικής διαδικασίας και η σχετική εξουσία του Επιτρόπου σε καμία περίπτωση δεν συγκρούεται με τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων όπως καθορίζεται ανωτέρω. Ο ίδιος ο  Νόμος δε χαρακτηρίζει ως ποινικές τις επίδικες παραβάσεις. Ούτε και η φύση των παραβάσεων είναι ποινική. Αναλογικά εφαρμόζονται τα όσα λέχθηκαν για το θέμα στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 460 αλλά και σε πρωτόδικες υποθέσεις όπως Sigma Radio T.V.Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. αρ. 1096/01, 7.1.03, Sigma Radio T.V.  Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπóθ. αρ. 393/2003, 14.2.06. Αναφορικά με το κριτήριο της αυστηρότητας της προνοούμενης κύρωσης - θεωρώ ότι οι προβλεπόμενες από το νόμο διοικητικές κυρώσεις (χρηματικό πρόστιμο καθοριζόμενο με αναλογικά κριτήρια, αποστέρηση των δικαιωμάτων χρήσης των αριθμών που δόθηκαν με Ατομικό Δικαίωμα, άμεση παύση της παροχής δικτύου) δεν είναι της αυστηρότητας εκείνης που θα μπορούσαν να τις εντάξουν εντός της έννοιας του όρου «ποινή» που συναντούμε στο άρθρο 12 του Συντάγματος.  Τέλος λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης της όποιας απόφασης του Επιτρόπου. Ούτε και οι «κατηγορίες» που έχουν προσαφθεί κατά των αιτητών συνιστούν «ποινικές κατηγορίες εντός της έννοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος». Ακολουθεί πως ο Επίτροπος μπορούσε να επιληφθεί των επιδίκων παραβάσεων. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Οι αιτητές περαιτέρω επικαλούνται τις εισηγήσεις που έκαναν κατά καιρούς, αναφορικά με την αλλαγή των κωδικών αρίθμησης συντόμων μηνυμάτων, οι οποίες δεν απαντήθηκαν διότι εκλήφθηκαν ως δικαιολογίες. Το γεγονός αυτό καθιστά κατά τη γνώμη τους την απόφαση αναιτιολόγητη,  αυθαίρετη και προϊόν ελλιπούς έρευνας. Απάντηση σ΄ αυτές τις αιτιάσεις  βρίσκεται στο κείμενο της προσβαλλόμενη απόφασης (Παράρτημα «Α» στην αίτηση), όπου σχολιάζονται εκτενώς οι θέσεις των αιτητών. Η αιτιολογία της απόφασης είναι πλήρης. Από τα γεγονότα που εκτέθηκαν πιο πάνω καθώς και από το διοικητικό φάκελο τεκμηριώνεται δέουσα έρευνα. Οι αιτητές δεν αποστερήθηκαν της δυνατότητας να εκθέσουν τις απόψεις τους σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Ωστόσο, οι όποιες εισηγήσεις τους δεν αναιρούσαν την υποχρέωση τους να συμμορφωθούν άμεσα με τους όρους που είχαν αναλάβει ούτε επηρέαζαν καθ΄ οιοδήποτε τρόπο την εξουσία του Επιτρόπου να λάβει τα νόμιμα μέτρα εναντίον τους για την περίοδο της μη συμμόρφωσης.

 

Η εκ παραδρομής αναφορά του Επιτρόπου στην επιστολή ημερ. 4.5.05, με την οποία καλούσε τους αιτητές σε συμμόρφωση, στο άρθρο 27 της ΚΔΠ 850/04 δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι  η λανθασμένη νομική αιτιολογία ή αναφορά δεν ακυρώνει την πράξη αν η πράξη μπορεί να έχει εναλλακτική νομική βάση.

 

Οι αιτητές παραπονούνται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα τους να γνωρίζουν έγκαιρα το κατηγορητήριο που αντιμετώπιζαν και να καλέσουν έγκαιρα μάρτυρες. Οι αιτητές  πεπλανημένα αναφέρονται σε κατηγορητήριο, αφού ο Επίτροπος δεν επιλήφθηκε ποινικών κατηγοριών. Τηρήθηκε η διοικητική προειδοποίηση και διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο  και στους Κανονισμούς και διασφαλίστηκαν έτσι  τα εχέγγυα της φυσικής δικαιοσύνης. Οι αιτητές γνώριζαν τουλάχιστον από 4.5.05 λεπτομερώς για τις εξεταζόμενες παραβιάσεις και είχαν την ευκαιρία όχι μόνο  να προβούν σε παραστάσεις, με επιστέγασμα την ακρόαση στις 22.8.05, αλλά και να συμμορφωθούν έγκαιρα με το Διάταγμα.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με £700 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο