ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1423/2005, 1424/2005)

 

 

21 Φεβρουαρίου, 2007

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1423/2005)

 

ΑΝΝΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1424/2005)

 

ΜΑΡΟΥΛΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ,

 

Αιτήτρια,

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

____________________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.

 

Γ. Χατζηχάννα, Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,

  για  τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Π. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με τις προσφυγές 1423/2005 και 1424/2005 οι οποίες έχουν συνενωθεί, οι Άννα Γαβριηλίδου και Μαρούλα Θεοδότου (αιτήτριες) προσβάλλουν την προαγωγή της Ανθούλας Μεταξά (ενδιαφερόμενου μέρους) στη μόνιμη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού 1ης Τάξης στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.

 

(α) Τα γεγονότα.

Μετά από την εξέταση του καταλόγου των υποψηφίων για τη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού 1ης Τάξης από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), τόσο οι αιτήτριες όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος περιλήφθηκαν στους προάξιμους υποψήφιους. Μετά τη σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν η πλέον κατάλληλη για την πλήρωση της θέσης, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους με την πιο κάτω αιτιολογία:

 

     "Επιλέγοντας τη Μεταξά, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη, και, επιπλέον, έχει υπέρ της τη σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.

 

     Επιλέγοντας τη Μεταξά, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ορισμένες υποψήφιες προηγούνται της επιλεγείσας σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση. Συγκεκριμένα, η Κοντού Ερασμία υπερέχει κατά 11 χρόνια, η Νικολαϊδου Γεωργία κατά εννιά περίπου χρόνια, η Φράγκου Μαρία κατά έξι περίπου χρόνια και η Θεοδότου-Χαραλαμπίδου Μαρούλα κατά πεντέμισι περίπου χρόνια, αυτές όμως υστερούν σε αξία (στις περιπτώσεις των Κοντού, Νικολαϊδου και Θεοδότου-Χαραλαμπίδου η υπεροχή αυτή είναι καταφανής) και, επιπλέον, δε διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας.

 

     Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι Κοντού Ερασμία και Νικολαϊδου Γεωργία, οι οποίες προηγούνται της επιλεγείσας σε αρχαιότητα, καθώς και ορισμένοι άλλοι υποψήφιοι, που ακολουθούν σε αρχαιότητα, κατέχουν πρόσθετα προσόντα τα οποία είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού απέδωσε στα εν λόγω προσόντα την ανάλογη βαρύτητα, τα συνεκτίμησε με όλα τα άλλα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, έκρινε όμως ότι τα προσόντα αυτά δεν μπορούν να ανατρέψουν την κρίση της ότι η επιλεγείσα είναι η καταλληλότερη."

 

 

(β) Οι λόγοι των προσφυγών.

Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτήτριες αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης, ισχυριζόμενες ότι,

 

(i)                 Η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας πάσχει και είναι αναιτιολόγητη,

 

(ii)               Δεν έγινε η δέουσα έρευνα σε σχέση με τα προσόντα, την αξία και την αρχαιότητα των διαδίκων,

 

(iii)             Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και αντιφατική και ότι,

 

(iv)              Οι αξιολογήσεις της αιτήτριας Μαρούλας Θεοδότου για τα έτη 1999, 2000 και 2001 δεν ήταν αντικειμενικές.

 

 

 

(i) Η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας πάσχει και είναι αναιτιολόγητη.

 

       Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε αυτό το στάδιο τη σχετική σύσταση της οποίας πλήττεται η εγκυρότητα:

 

     "Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω άμεση γνώση των ικανοτήτων και δυνατοτήτων ενός εκάστου στο Τμήμα. Επιπρόσθετα, όμως, πήρα στοιχεία και πληροφορίες και από τους άμεσα Προϊσταμένους τους. Έχω, επίσης, μελετήσει τους Φακέλους των υποψηφίων, τόσο τους Προσωπικούς όσο και αυτούς των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων. Με βάση τα πιο πάνω, καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτήν, συστήνω για προαγωγή τη Μεταξά Ανθούλα.

 

     Η Μεταξά Ανθούλα υπηρετεί στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού και είναι τοποθετημένη στον Παιδοκομικό Σταθμό Αγίου Αθανασίου. Από πλευράς αξίας, όπως αυτή προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, ουδενός υστερεί ή και υπερέχει, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη. Από πλευράς αρχαιότητας, υστερεί έναντι των Κοντού Ερασμίας, Νικολαϊδου Γεωργίας, Φράγκου Μαρίας και Θεοδότου-Χαραλαμπίδου Μαρούλας, η υπεροχή της Μεταξά, όμως από πλευράς αξίας υπερακοντίζει την υπεροχή των πιο πάνω σε αρχαιότητα.

 

     Σημείωσα ότι οι Κοντού και Νικολαϊδου διαθέτουν πρόσθετα προσόντα, πτυχίο Κοινωνικής Πρόνοιας-Διακονισσών, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εν πάση, όμως, περιπτώσει, αφού απέδωσα σ' αυτά την ανάλογη βαρύτητα και τα συνεκτίμησα με τα άλλα στοιχεία κρίσης, θεωρώ ότι αυτά δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν την κρίση μου ότι η Μεταξά είναι καταλληλότερη για προαγωγή."

 

 

 

Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι η πιο πάνω σύσταση είναι παράνομη γιατί η Αναπληρώτρια Διευθύντρια δεν είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους φακέλους των υποψηφίων και είχε προειλημμένη απόφαση να συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος, γιατί είχε πράξει το ίδιο σε μια άλλη ξεχωριστή διαδικασία για την ίδια θέση. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η σύσταση είναι αόριστη και αναιτιολόγητη και δεν αποκαλύπτει πάνω σε ποια στοιχεία βασίστηκε η προσωπική της γνώση.

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

 

Όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της  Ε.Δ.Υ. και ορθά υποδεικνύεται από την ευπαίδευτη συνήγορο της Ε.Δ.Υ., οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων είχαν τεθεί έγκαιρα στη διάθεση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, η οποία είχε επαρκή χρόνο για να τους μελετήσει. Το ότι η Αναπληρώτρια Διευθύντρια είχε συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος σε άλλη ξεχωριστή διαδικασία, δεν μπορεί να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής και δεν στοιχειοθετεί μεροληπτική συμπεριφορά εκ μέρους της Αναπληρώτριας Διευθύντριας. Επίσης αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί ότι η Αναπληρώτρια Διευθύντρια δεν αποκάλυψε την πηγή των πληροφοριών της ή ότι δεν επεξήγησε πώς είχε διαμορφώσει προσωπική γνώση, ή ότι δεν προέβη σε συγκριτική αναφορά όλων των υποψηφίων και των ικανοτήτων τους. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, ο προϊστάμενος ενός τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους ή ακόμα να έχει διατελέσει προϊστάμενος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προτού προβεί σε συστάσεις (Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376). Ο Διευθυντής μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές περιλαμβανομένων των προϊσταμένων των υποψηφίων, χωρίς να απαιτείται η αναφορά των απόψεων που άκουσε από άλλους λειτουργούς (Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480 και Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213). Έχει επίσης καθιερωθεί νομολογιακά ότι ο προϊστάμενος δεν είναι υπόχρεος να αναφερθεί σε όλους τους υποψήφιους ή σε υποψήφιους που δεν επιθυμεί να συστήσει (Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995)                     3 Α.Α.Δ. 170).

 

Η εισήγηση ότι η σύσταση συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων είναι ανεδαφική. Η Αναπληρώτρια Διευθύντρια σημείωσε το προβάδισμα της αιτήτριας Θεοδότου έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα, αναφέροντας όμως ότι η αρχαιότητα εξουδετερωνόταν από το γεγονός της υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία. Σε ό,τι αφορά τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας Γαβριηλίδου (Πτυχίο του Τμήματος Ξενοδοχειακής - Επισιτιστικής Τέχνης της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Ελλάδας και Πτυχίο Κοινωνικής Εργασίας της Ανώτερης Σχολής Κοινωνικής Εργασίας - Διακονισσών Ελλάδας), δεν ήταν προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα και γι' αυτό η απόφαση της Διευθύντριας να μην τους αποδοθεί ουσιαστική βαρύτητα ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

(ii) Έλλειψη δέουσας έρευνας για τα προσόντα, την αξία και την αρχαιότητα των υποψηφίων.

 

Η αιτήτρια Α. Γαβριηλίδου ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη σε δέουσα έρευνα και αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων της, τα οποία της προσέδιδαν "σαφή υπεροχή" έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στο κριτήριο των προσόντων, με αποτέλεσμα να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης. Επίσης η αιτήτρια Μ. Θεοδότου παραπονείται ότι παραγνωρίστηκε η αρχαιότητά της και ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε αναφορικά με τη βαρύτητα που προσέδιδε στην αιτήτρια το σχετικό προβάδισμα της αρχαιότητας των πεντέμισι περίπου χρόνων και αμφισβητεί την κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι υστερούσε "καταφανώς" του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι ανεδαφικοί. Η Ε.Δ.Υ., όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά, έλαβε υπόψη τα πρόσθετα προσόντα που κατείχαν ορισμένοι υποψήφιοι τα οποία έκρινε ότι ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας και ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η Ε.Δ.Υ. απέδωσε στα πιο πάνω προσόντα την ανάλογη βαρύτητα και έκρινε ότι τα προσόντα αυτά δεν μπορούσαν από μόνα τους να ανατρέψουν την απόφασή της ότι η επιλεγείσα ήταν καταλληλότερη. Η έρευνα της Ε.Δ.Υ. ήταν επαρκής και δεν έχει αποδειχτεί οποιαδήποτε πλάνη σε σχέση με τα προσόντα.

 

Αναφορικά με την αξία, σημειώνεται ότι η αιτήτρια Α. Γαβριηλίδου και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ισότιμες, αφού αξιολογήθηκαν ως εξαίρετες σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης των τελευταίων πέντε χρόνων (1999-2003). Όμως το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν αρχαιότερη της Γαβριηλίδου και επιπρόσθετα διέθετε υπέρ της τη σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, η οποία επαυξάνει την αξία. Από την άλλη, η αιτήτρια Μ. Θεοδότου που υπερτερούσε σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, υστερούσε ουσιαστικά σε αξία, έχοντας αποκομίσει την τελευταία πενταετία 35 "εξαίρετα", 4 "πολύ ικανοποιητικά" και 1 "ικανοποιητικά" απέναντι στα 40 "εξαίρετα" της αντίστοιχης περιόδου, για το ενδιαφερόμενο μέρος. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει σε συμπέρασμα ότι οι αιτήτριες απέτυχαν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης.

 

(iii) Η απόφαση είναι αντιφατική και αναιτιολόγητη.

 

Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έχει επεξηγήσει γιατί το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν η καταλληλότερη και ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά πού βασίζεται η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η Ε.Δ.Υ. συμπεριφέρθηκε αντιφατικά γιατί σε άλλη διαδικασία πλήρωσης άλλης κενής θέσης Ιδρυματικού Λειτουργού                     1ης Τάξης, απέκλινε από τη σύσταση της Διευθύντριας, προάγοντας άλλη υποψήφια που διέθετε πρόσθετα προσόντα.

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν ευσταθούν. Όπως έχει τονιστεί από τον    Καλλή, Δ. στην υπόθεση Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή Αρ. 922/97, της 14/10/98,

 

     "Τελικά το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Το διορίζον όργανο για να δικαιολογήσει την επιλογή του δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της. (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια. Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου. (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ" Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. 2112/9.10.98)."

 

 

Οι λόγοι της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους προκύπτουν από τα σχετικά πρακτικά. Οποιεσδήποτε άλλες αποφάσεις της Ε.Δ.Υ. δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία. Οι αιτήτριες είχαν το βάρος να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή, κάτι που απέτυχαν να πράξουν (Χ" Σάββας ν. Δημοκρατíας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76).

 

Οι σχετικές εισηγήσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

 

 

(iv) Η αντικειμενικότητα των αξιολογήσεων της αιτήτριας Μαρούλας Θεοδότου.

 

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας Μ. Θεοδότου ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις της των ετών 1999-2001 δεν ήταν αντικειμενικές, γιατί δεν εξετάστηκαν ουσιαστικά οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν από την αιτήτρια εναντίον της βαθμολογίας σε συγκεκριμένα στοιχεία. Παρόμοια εισήγηση για τις ίδιες αξιολογήσεις υποβλήθηκε από το δικηγόρο της αιτήτριας στην πρόσφατη υπόθεση Άννα Γαβριηλίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 192/2005 κ.ά. της 16/1/2007, που αφορούσε ξεχωριστή διαδικασία για πλήρωση άλλης κενής θέσης Ιδρυματικού Λειτουργού,                   1ης Τάξης. Όπως κρίθηκε εκεί και εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση, οι γραπτές παραστάσεις της αιτήτριας εναντίον συγκεκριμένων αξιολογήσεων υποβλήθηκαν, εξετάστηκαν νομότυπα και απορρίφθηκαν από την ομάδα αξιολόγησης και την Ε.Δ.Υ.

 

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των αιτητριών.

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                   Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο