ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 87
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1223/2005)
16 Φεβρουαρίου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RANA JEWELL,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Ε. Συμεωνίδου, Νομική Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από την Μπαγκλαντές, εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 23/2/2003 και ένα περίπου χρόνο αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 24/2/2004 υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου αίτημα για άσυλο, ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω "πολιτικού προβλήματος". Όταν κλήθηκε σε συνέντευξη στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου ισχυρίστηκε ότι ήταν μέλος του πολιτικού κόμματος Awami League από το 2000, ότι μια νύκτα ενώ επέστρεφε στο σπίτι του με το ποδήλατο του του επιτέθηκαν μέλη του αντίπαλου πολιτικού κόμματος Bangladesh National Party και τον τραυμάτισαν και ότι ο ίδιος σκότωσε έναν από αυτούς και ότι του προσήψαν κατηγορία φόνου στις 23/10/2002. Σε ερώτηση γιατί του προσήψαν κατηγορία φόνου τέσσερις μέρες πριν από το φόνο, δεν μπορούσε να απαντήσει. Σε άλλες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ανέφερε ότι κατόρθωσε να διαφύγει από το αεροδρόμιο δωροδοκώντας τους υπαλλήλους του αεροδρομίου και ότι δεν γνώριζε πόσες κοινοβουλευτικές θέσεις είχε κερδίσει το κόμμα του στις εκλογές, ποιος ήταν ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος και ποιες ήταν οι αρχές του κόμματος. Σε ερώτηση γιατί καθυστέρησε να υποβάλει αίτηση για την παροχή ασύλου απάντησε ότι τα έξοδα της εκπαίδευσης του τα πλήρωνε ένας θείος του μέχρι το τέλος του 2003 και αργότερα επειδή δεν είχε χρήματα υπέβαλε την αίτηση για την παροχή ασύλου. Αν ο ίδιος είχε χρήματα για να καλύψει τα έξοδα της φοίτησης του, δεν θα υπέβαλλε αίτηση για την παροχή ασύλου.
Με βάση τα πιο πάνω η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Την ίδια τύχη είχε και η διοικητική προσφυγή που καταχωρήθηκε από τον αιτητή.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων γιατί όπως υποστηρίζει,
(i) Η απόφαση είναι το αποτέλεσμα νομικής πλάνης,
(ii) Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν κατανοητή στον αιτητή,
(iii) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι,
(iv) Υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας, υπέρβαση εξουσίας και πλημμελής άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
(i) Πλάνη περί το Νόμο.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε με βάση τον τροποποιημένο περί Προσφύγων Νόμο, τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ήταν παράνομη, γιατί ο περί Προσφύγων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2004 (Ν. 9(Ι)/2004) τέθηκε σε ισχύ την ημερομηνία της δημοσίευσής του στις 6/2/2004 και γι' αυτό δεν έπρεπε να εφαρμοστεί στη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του αφού αυτό αντίκειται στην αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Ως αποτέλεσμα προέκυψε, κατά την εισήγηση του αιτητή, θέμα αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την απόφαση και νομιμότητας του συνόλου των διοικητικών ενεργειών. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε τόσο κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του αιτητή στις 24/2/2004, όσο και κατά την εξέτασή της που ακολούθησε με τη συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου στις 27/8/2004, την υποβολή διοικητικής προσφυγής στις 18/1/2005 και τελικά με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 29/7/2005, διέπετο από τις πρόνοιες του τροποποιημένου περί Προσφύγων Νόμου, αφού οι σχετικές πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου 9(Ι)/2004 τέθηκαν σε ισχύ από τις 6/2/2004. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 28(3) του πιο πάνω Νόμου, "με την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, οποιεσδήποτε αιτήσεις ή διοικητικές προσφυγές εκκρεμούν προς εξέταση ενώπιον της Αρχής Προσφύγων ή της Αναθεωρητικής Αρχής όπως αυτές καθορίζονται στο βασικό νόμο, θεωρούνται ότι εκκρεμούν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και Αναθεωρητικής Αρχής αντίστοιχα".
Σημειώνεται ότι ο ίδιος ισχυρισμός τέθηκε και απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Jahangir ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1610/2005, της 18/12/2006, Yeasin Sinder v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 376/2005, της 10/1/2007, Abu Syeed v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1518/2005, της 12/1/2007, Rocky Mohammed ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 602/2005, της 10/1/2007.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(ii) Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν κατανοητή στον αιτητή.
Ο αιτητής υποστηρίζει επίσης ότι το αιτιολογικό που συνοδεύει την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 21/12/2004 είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, η οποία δεν είναι κατανοητή σε αυτόν, με αποτέλεσμα να καθίσταται παράνομη η διαδικασία. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Το ζήτημα της γλώσσας της απόφασης απασχόλησε την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 481/2005 της 26/6/2006, Alhamiyan ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 509/2005 της 21/9/2006, Murat ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 508/2005 της 21/9/2006 και Shahadat ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 364/2005 της 21/9/2006, στις οποίες τονίστηκε ότι δεν προκύπτει είτε από το Σύνταγμα, είτε από τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου οποιαδήποτε υποχρέωση έκδοσης ή μετάφρασης των εν λόγω αποφάσεων στη γλώσσα του αλλοδαπού. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι ο αιτητής δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί κατά οποιοδήποτε τρόπο δυσμενώς, αφού μετά την έκδοση της απόφασης προχώρησε στην καταχώριση της διοικητικής προσφυγής.
(iii) Έλλειψη αιτιολογίας.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων είναι ανεπαρκής. Ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του (Anayat Samson ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Προσφυγή Αρ. 628/2005 της 26/6/2006, Aria Abdul Khalifa ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Προσφυγή Αρ. 548/2005 της 26/6/2006 και Mohammad Reza Zahmatkesh ν. Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή Αρ. 198/2005 της 26/6/2006). Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ύστερα από σχετική συνέντευξη, ως αναξιόπιστος αφού περιέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με την ποινική δίωξη που κατ' ισχυρισμόν ασκήθηκε εναντίον του για υπόθεση φόνου, δεν ήταν σε θέση να δώσει βασικές πληροφορίες για το πολιτικό κόμμα στο οποίο όπως ισχυρίστηκε ανήκε και τέλος παραδέχθηκε ότι υπέβαλε την αίτηση ασύλου για οικονομικούς λόγους, προσθέτοντας ότι αν είχε τα οικονομικά μέσα να πληρώσει για τα φοιτητικά του έξοδα δεν θα υπέβαλλε την αίτηση για την παροχή ασύλου.
Η αιτιολογία της απόφασης φαίνεται στην επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου της 21/2/2004, στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της 29/7/2005, όπως επίσης και στην επτασέλιδη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων της 29/5/2005.
Με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής και εμπεριστατωμένη.
(iv) Έλλειψη δέουσας έρευνας, υπέρβαση εξουσίας και πλημμελής άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ'ων η αίτηση.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η έρευνα των καθ'ων η αίτηση ήταν ανεπαρκής αφού δεν λήφθηκε υπόψη το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του αιτητή, η έλλειψη αντίθετης μαρτυρίας ως προς τα όσα ανέφερε ο αιτητής, δεν αξιολογήθηκαν βασικά στοιχεία της υπόθεσης, παραβιάστηκαν βασικές αρχές δικαιοσύνης και δικαιώματα του αιτητή όπως προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο, και τόσο ο λειτουργός που διενήργησε τη συνέντευξη του αιτητή όσο και η Αναθεωρητική Αρχή διέπονταν από προκατάληψη και είχαν εκδικητικά και αλλότρια κίνητρα. Οι πιο πάνω αόριστες εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η έρευνα τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν πλήρης και σύμφωνη με την προβλεπόμενη διαδικασία. Τα πιο πάνω επιχειρήματα του αιτητή παρέμειναν ατεκμηρίωτα αφού δεν αναφέρεται ποια στοιχεία δεν αξιολογήθηκαν ορθά ή ποια γεγονότα ή έγγραφα δεν λήφθηκαν υπόψη. Το ίδιο ισχύει και για το γενικό ισχυρισμό περί παραβίασης των δικαιωμάτων του αιτητή. Αναφορικά με τον υπαινιγμό ότι η απόφαση λήφθηκε για την εξυπηρέτηση αλλότριων ή εκδικητικών κινήτρων που έχουν προβληθεί με χαρακτηριστική ευκολία από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή και σε άλλες υποθέσεις, σημειώνω τα πιο κάτω από την απόφαση του Νικολαϊδη, Δ. στην υπόθεση Mzsba Uddin Uddin v. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 32/06 της 9/1/2007), που απαντά στην εισήγηση του αιτητή:
"Εκείνο όμως που βρίσκω εντελώς απαράδεκτο είναι ο ισχυρισμός ότι η απόφαση έχει ληφθεί για αλλότριους ή ακόμα χειρότερα για εκδικητικούς σκοπούς, χωρίς καμιά απολύτως τεκμηρίωση. Τέτοιες αναφορές δεν μπορούν να γίνονται ελαφρά τη καρδία και χωρίς οποιαδήποτε έστω και προσχηματική αναφορά σε κάποιο υπόβαθρο. Θεωρώ ότι αυτή η προσέγγιση είναι εντελώς απαράδεκτη."
Η προσφυγή απορρίπτεται, με £400 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ