ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 774/2005)
29 Ιανουαρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AMINUL HUQ,
Αιτητής,
v.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Στ. Ασπρόφτας, για Γ. Χριστοφίδη, για τον Αιτητή.
Ελ. Συμεωνίδου (κα), Νομική Λειτουργός, για Γεν. Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατάγεται από τη Μπαγκλαντές και εισήλθε στη Δημοκρατία νόμιμα ως φοιτητής την 28.2.2001. Πέραν των τριών χρόνων αργότερα και συγκεκριμένα στις 4.6.2004, υπέβαλε αίτηση για παροχή ασύλου ισχυριζόμενος βάσιμο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους συγκεκριμένου κόμματος.
Η αίτησή του απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και ο αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, (στο εξής «η Αρχή»), η οποία επίσης απορρίφθηκε. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε στην περίπτωσή του το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει ότι πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης, αλλά και του ΄Αρθρου 3 του Συντάγματος που προνοεί ότι οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και τουρκική, αφού από τη μια η Αρχή δεν τον κάλεσε σε συνέντευξη μέσω διερμηνέα, ενώ, από την άλλη, η απόφαση δεν του επιδόθηκε στη γλώσσα του.
Ο συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε δυσκολία ή ανάγκη να εκδοθεί η απόφαση της Αρχής στα ελληνικά, ενώ ήταν επομένως πολύ εύκολο και πρακτικό για την Αρχή, να εκδώσει την απόφαση στη γλώσσα του αιτητή, στα περσικά και έτσι να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της με βάση το Σύνταγμα.
Οφείλω να πω ότι το επιχείρημα με έχει συγχίσει πολύ. Από τη μια αναφέρεται ότι δεν υπήρχε δυσκολία έκδοσης της απόφασης της Αρχής στα ελληνικά, ενώ, από την άλλη, υποστηρίζεται ότι ήταν πολύ εύκολο και πρακτικό η Αρχή να εκδώσει την απόφαση στη γλώσσα του αιτητή, ο οποίος κατάγεται από τη Μπαγκλαντές, στα περσικά. Προφανώς ο ευπαίδευτος συνήγορος είναι με την εντύπωση ότι στη Μπαγκλαντές ομιλείται η περσική.
Η ίδια ασάφεια και γενικότητα παρουσιάζεται και στις αιτούμενες θεραπείες οι οποίες διατυπώνονται ως ακολούθως:
«1. Δήλωση και ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να κλείσουν το φάκελο της αίτησης του για παροχή ασύλου και/ή να μην θεωρήσουν τον αιτητή ως αιτητή ασύλου και/ή να μην παρέχουν στον αιτητή άσυλο και/ή να εκδώσουν ένταλμα σύλληψης και/ή απέλασης και/ή να ακυρώσουν και/ή να ανακαλέσουν την προσωρινή άδεια παραμονής και/ή να εκδώσουν διάταγμα κράτησης και/ή απέλασης και/ή να εκδώσουν απόφαση της αναθεωρητικής αρχής προσφύγων που να απορρίπτει την διοικητική προσφυγή του αιτητή και να επικυρώνει την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας ασύλου, είναι άκυρος και/ή παράνομος και άνευ οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος ως πιο κάτω.
2. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 06/05/2005 που επεδόθη στον αιτητή στις 11/05/2005 είναι άκυρος και/ή παράνομος και/ή με πλάνη για τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και/ή λανθασμένη και/ή μη τεκμηριωμένη ως πιο κάτω αναλύεται και/ή παραβιάζει βασικές αρχές δικαίου και/ή βασικές πρόνοιες του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων που επικύρωσε η κυπριακή δημοκρατία».
Το ερώτημα αναγκαιότητας κλήσης του αιτητή σε συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, αλλά και το θέμα διατύπωσης της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής στα ελληνικά, αγγλικά ή στη γλώσσα του αιτητή έχει ήδη αντιμετωπιστεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006, όπου το θέμα εξετάστηκε ως πιθανή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος για δίκαιη δίκη και όχι βέβαια ως παραβίαση της αρχής της ισότητας, όπως προβάλλει ο αιτητής.
Εν πάση περιπτώσει, αποφασίστηκε ότι το άρθρο 28 Ζ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε, δεν καθιστά την άμεση συμμετοχή των αιτητών στη διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής απαραίτητη. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία να εκθέσει στη διοικητική προσφυγή τις απόψεις του, αλλά και τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν λανθασμένη. Σημειώνεται ότι σχετική ειδοποίηση για το δικαίωμά του αυτό παρέχεται και στην απόφαση με την οποία του γνωστοποιήθηκε η απόρριψη του αιτήματός του.
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 28 Θ (2) του Νόμου, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής, παρέχονται στους αιτητές δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου τούτο είναι αναγκαίο. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή στα αγγλικά και η αιτιολογία της στα ελληνικά. ΄Οπως τονίζεται και στην υπόθεση Singh v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αυτό δεν εμπόδισε οποιονδήποτε αιτητή να πληροφορηθεί τόσο το περιεχόμενο της απόφασης, όσο και το περιεχόμενο της αιτιολογίας της, αλλά ούτε και παραβιάστηκαν με τον τρόπο αυτό οποιαδήποτε δικαιώματά του.
Ο αιτητής υποστηρίζει τέλος ότι η απόφαση της Αρχής δεν αιτιολογείται γιατί η υπόθεσή του εξετάστηκε από τον Πρόεδρο της Αρχής. Θα έπρεπε, υποστηρίζει, ο πρόεδρος να εξηγήσει γιατί ανάλαβε ο ίδιος να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη υπόθεση και δεν την ανέθεσε σε οιονδήποτε άλλο μέλος της Αρχής.
Σύμφωνα με το άρθρο 28Ε (3) κάθε μέλος μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητες της Αρχής από μόνο του. Η Αρχή εξετάζει διοικητικές προσφυγές εν ολομελεία, μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάγεται η παρούσα υπόθεση. Τίποτε από την πιο πάνω διατύπωση δεν εμποδίζει τον Πρόεδρο της Αρχής να εξετάζει από μόνος του υποθέσεις και να εκδίδει σχετικές αποφάσεις. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι και αυτονόητο. Ούτε και υπάρχει θεσμοθετημένη υποχρέωση να αιτιολογείται γιατί η συγκεκριμένη υπόθεση εξετάστηκε από τον Πρόεδρο και όχι από οποιοδήποτε άλλο μέλος της Αρχής. Ο καταμερισμός των υποθέσεων στον Πρόεδρο και στα μέλη της Αρχής αποτελεί ασφαλώς εσωτερικό μέτρο στο οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αναμειχθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ