ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2362/2006)
18 Ιανουαρίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
1. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ L & T PARTNERS COMMUNICATIONS SERVICES LTD ΚΑΙ PR PARTNERS LTD,
2. L & T PARTNERS COMMUNICATIONS SERVICES LTD ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΩΣ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ L & T PARTNERS COMMUNICATIONS SERVICES LTD ΚΑΙ PR PARTNERS LTD,
3. PR PARTNERS LTD ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΩΣ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ L & T PARTNERS COMMUNICATIONS SERVICES LTD ΚΑΙ PR PARTNERS LTD,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ L & T PARTNERS COMMUNICATIONS SERVICES LTD ΚΑΙ PR PARTNERS LTD, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15.12.2006
Γ. Τριανταφυλλίδης με κα Ν. Παρτασίδου, κ. Δ. Βάκης και κα Α. Αδαμίδου για
κ. Α. Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Μ. Σπανού και για κ. Δ. Παπαδόπουλο, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 15.12.2006 οι αιτητές καταχώρησαν την υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή με αίτημα τη δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 (Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών), η οποία τους κοινοποιήθηκε με επιστολή τους ημερομηνίας 14.12.2006, και με την οποία απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή τους αρ. 93/2006, επικυρώνοντας την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 (Αναθέτουσας Αρχής), ημερομηνίας 27.10.2006, να αναθέσουν και/ή κατακυρώσουν το διαγωνισμό για την παροχή υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης, με σκοπό την τελική διαμόρφωση και διεκπεραίωση της επικοινωνιακής στρατηγικής για την εισαγωγή του ευρώ στην Κύπρο (ΥΟ2006/02/Α/ΣΠ) στην Κοινοπραξία Action PR & Publications Ltd & Epistle (Epistele) Communications and Media Ltd (ενδιαφερόμενο μέρος), αντί σ΄ αυτούς, είναι άκυρη.
Στις 15.12.2006, ταυτόχρονα με την προσφυγή, οι αιτητές Κοινοπραξία L & T Partners Communications Services Ltd και RP Partners Ltd, καταχώρησαν και μονομερή αίτηση με αίτημα την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και εφαρμογή της επίδικης απόφασης μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής ή μέχρι την έκδοση νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Αφού ανέγνωσα την αίτηση, όπως και την επισυνημμένη σε αυτή ένορκο δήλωση της κας Τάσιας Γιανναρά, και αφού άκουσα τους δικηγόρους των αιτητών, την ίδια μέρα, 15.12.2006, ενόψει των όσων αναφέρονταν στις παραγράφους 8-14 της ενόρκου δηλώσεως, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονταν στο Τεκμήριο 5, που επισυναπτόταν σε αυτή, απ΄ όπου προέκυπτε ότι, στις 14.12.2006 δε δόθηκε αιτιολογημένη απόφαση στους αιτητές, ούτε και μέχρι την ακρόαση, όπως με πληροφόρησαν οι δικηγόροι τους, και ενόψει του περιεχομένου του Τεκμηρίου 9, που επίσης επισυναπτόταν σε αυτή, ήτοι του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd, σελίδα 11, εξέδωσα το προσωρινό διάταγμα με ισχύ μέχρι την 21.12.2006, ημερομηνία κατά την οποία και το όρισα επιστρεπτέο.
Την 21.12.2006, ύστερα από αίτημα της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, όπως και των δικηγόρων του ενδιαφερόμενου μέρους, έδωσα οδηγίες να καταχωρηθούν οι ενστάσεις τους, όπως και τυχόν συμπληρωματική ένορκος δήλωση από πλευράς αιτητών, μέχρι και τις 9.1.2007. Ταυτόχρονα, διέταξα όπως το προσωρινό διάταγμα της 15.12.2006 παραμείνει σε ισχύ μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας και την έκδοση απόφασης.
Αφού καταχωρήθηκαν εμπρόθεσμα οι ενστάσεις, στις 11.1.2007 και 12.1.2007 άκουσα τους δικηγόρους των διαδίκων και, ακολούθως, επεφύλαξα την απόφασή μου.
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας είναι γνωστές. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με φειδώ και πάντοτε στη βάση των περιστατικών της συγκεκριμένης ενώπιóν του υπόθεσης. Το βάρος της απόδειξης φέρει πάντοτε ο αιτητής. Πρέπει, για να επιτύχει, να αποδείξει είτε έκδηλη παρανομία της επίδικης απόφασης, ήτοι έκδηλο λόγο ακυρώσεως, είτε σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το προσωρινό διάταγμα δεν εκδοθεί.
Κατά την ακρόαση, ο δικηγόρος των αιτητών, αφού απέσυρε το λόγο που αφορούσε στην έλλειψη αιτιολογίας, επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη αφού ένα από τα δύο μέλη της επιτυχούσας Κοινοπραξίας, με ποσοστό συμμετοχής 50%, ήτοι η εταιρεία Epistle Communications & Media Ltd, δεν είχε ούτε την ικανότητα ούτε το δικαίωμα να υποβάλει προσφορά, είτε μόνη είτε ως μέλος Κοινοπραξίας, για τον επίδικο διαγωνισμό. Και τούτο διότι αυτή, με βάση το ιδρυτικό της έγγραφο (Τεκμήριο 9 στην ένορκο δήλωση της κας Τάσιας Γιανναρά), όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι κατά το χρόνο κατακύρωσης της προσφοράς (27.10.2006)[1], δεν εδικαιούτο ούτε μπορούσε να παρέχει υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης στην Κύπρο για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι η τελευταία υποπαράγραφος της παραγράφου 3 του ιδρυτικού της εγγράφου προνοούσε ότι "όλες οι δραστηριότητες που αναφέρονται στις διάφορες παραγράφους του παρόντος Ιδρυτικού Εγγράφου της Εταιρείας, εξαιρουμένων της διεύθυνσης και διαχείρισης της Εταιρείας, θα διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο έξω από την Κύπρο.", και, δεύτερο, διότι, εν πάση περιπτώσει, καμιά από τις 36 υποπαραγράφους της παραγράφου 3 του ιδρυτικού της εγγράφου, όπου απαριθμούνται εξαντλητικά οι σκοποί της εταιρείας, επιτρέπει την παροχή υπηρεσιών διαφήμισης και δημοσίων σχέσεων. Συνακόλουθα, κατέληξε ο δικηγόρος των αιτητών, η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους θα έπρεπε να αποκλειστεί εφόσον η εταιρεία Epistle Communications & Media Ltd δεν είχε, με βάση τον όρο Α2.1.1 των εγγράφων προσφοράς, δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό, σύμφωνα δε με τον όρο Α2.1.2.2, "σε περίπτωση κοινοπραξίας φυσικών και/ή νομικών προσώπων, όλοι οι λόγοι αποκλεισμού ισχύουν για κάθε ένα συμμετέχοντα στην κοινοπραξία και αν ένας συμμετέχων αποκλεισθεί από το διαγωνισμό, εξαιτίας ενός από τους λόγους αυτούς, η υποβληθείσα προσφορά της κοινοπραξίας αποκλείεται του διαγωνισμού και δεν αξιολογείται.". Συναφώς, ο δικηγόρος των αιτητών με παρέπεμψε και στο άρθρο 6 του περί Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2006, Ν.12(Ι)/2006, σύμφωνα με το οποίο "Σε διαγωνισμό δημόσιων συμβάσεων δικαιούνται να συμμετάσχουν οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες, οι οποίοι έχουν δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, δικαίωμα να λαμβάνουν μέρος στο συγκεκριμένο διαγωνισμό.", όπως, επίσης, και στο άρθρο 4(1)(β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο το ιδρυτικό έγγραφο κάθε εταιρείας πρέπει να αναφέρει, μεταξύ άλλων, τους σκοπούς της εταιρείας. Με παρέπεμψε, τέλος, σε αυθεντίες αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής του ultra vires στο πεδίο ευθύνης των εταιρειών. (Α. Σακκόραφος ν. Γ. Παρασκευαϊδη (1966) Λιμιτεδ, Πολ. Εφ. 7254, 31.8.1990, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ, ΑΕ871, 14.6.1991, Food Preserving & Canning Industries Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ2792, 12.6.2001 και Palmer´s Company Law, 21st edition, σελ. 51-52 και σελ. 73).
Αντικρούοντας την επιχειρηματολογία του δικηγόρου των αιτητών, η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση υποστήριξε ότι, εφόσον το ιδρυτικό έγγραφο εταιρείας που υπέβαλλε προσφορά, είτε μόνη είτε ως μέλος κοινοπραξίας, για τον επίδικο διαγωνισμό, δεν απαιτείτο, σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού, να κατατεθεί, η Αναθέτουσα Αρχή δεν γνώριζε αν η παροχή διαφημιστικών υπηρεσιών ενέπιπτε στους σκοπούς της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd, ούτε αν αυτή εδικαιούτο ή όχι να δραστηριοποιείται στην Κύπρο. Εφόσον, μάλιστα, οι όροι του διαγωνισμού ήταν δεσμευτικοί για όλες τις πλευρές, δεν είχε, όχι μόνο την υποχρέωση, αλλά ούτε το δικαίωμα να διερευνήσει τέτοια ζητήματα. Συνακόλουθα, η εκ μέρους της κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ορθή και νόμιμη. Ορθή ήταν, επίσης, και η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών να επικυρώσει την απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής εφόσον, σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56 του Νόμου 101(Ι)/2003, όπως ερμηνεύθηκαν στην Podium Engineering v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 230/2005, 26.5.2006, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας της απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής και, επομένως, έστω και αν κατά τη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής 93/2006 των αιτητών πληροφορήθηκε από τους δικηγόρους της για το περιεχόμενο του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd, δεν είχε την εξουσία να ελέγξει την απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής υπό το φως του περιεχομένου του ιδρυτικού αυτού εγγράφου. Ο έλεγχος έπρεπε να διεξαχθεί στη βάση του ενώπιον της Αναθέτουσας Αρχής υλικού και μόνο. Εφόσον το έγγραφο αυτό ούτε ήταν ούτε έπρεπε να είναι, σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού, ενώπιον της Αναθέτουσας Αρχής, ορθά η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών δεν το έλαβε υπόψη. Περαιτέρω, η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση με παρέπεμψε στο άρθρο 7 του Νόμου 12(Ι)/2006 το οποίο αφορά ειδικά τη συμμετοχή κοινοπραξιών σε δημόσιους διαγωνισμούς και απαγορεύει στις Αναθέτουσες Αρχές να απαιτούν από τις κοινοπραξίες οικονομικών φορέων να λαμβάνουν συγκεκριμένη νομική μορφή για την υποβολή μιας προσφοράς. Συναφώς, με παρέπεμψε και στους σχετικούς με τη συμμετοχή κοινοπραξιών όρους του διαγωνισμού, ήτοι στον όρο Α.2.1.1 σύμφωνα με τον οποίο «Δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό έχουν ... κοινοπραξίες φυσικών και/ή νομικών προσώπων, που λειτουργούν νόμιμα στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ...», στον όρο Α.2.1.1.2 σύμφωνα με τον οποίο «Οι Κοινοπραξίες προσώπων δεν υποχρεούνται να περιβληθούν ορισμένης νομικής μορφής για την υποβολή της προσφοράς τους...» και στον όρο Α4.6.1.1.2, ο οποίος καθορίζει τα δικαιολογητικά συμμετοχής που έπρεπε να υποβληθούν από Κοινοπραξίες, ήτοι τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στα σημεία Α 4.6.1.1 (1(γ), 1(δ)(ι), 1(στ) και 1(ζ)).
Η δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους, αφού υιοθέτησε τις εισηγήσεις της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, και αφού εισηγήθηκε ότι η εταιρεία Epistle Communications & Media Ltd, εφόσον είναι νομικό πρόσωπο νομότυπα εγγεγραμμένο στην Κύπρο, είχε κάθε δικαίωμα να λειτουργεί νόμιμα στην Κύπρο, με ρητή μάλιστα πρόνοια στο ιδρυτικό της έγγραφο όσον αφορά τη διεύθυνση και διαχείρισή της, επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι, και αν ακόμη η εταιρεία Epistle Communications & Media Ltd δεν λειτουργεί νόμιμα στην Κύπρο, αυτό δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό. Ο όρος Α.2.1.1 έδιδε δικαίωμα συμμετοχής σε εταιρείες που λειτουργούν νόμιμα στην Κύπρο ή σε διάφορες άλλες χώρες. Υπήρχε, επομένως, το ενδεχόμενο η Epistle Communications & Media Ltd να λειτουργεί νόμιμα στο εξωτερικό σε μια από τις άλλες χώρες που ορίζει ο όρος Α.2.1.1. Πέραν τούτου, τόνισε, το άρθρο 33 Α(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, έχει καταργήσει την αρχή του ultra vires και, επομένως, βάσει των προνοιών του, η εταιρεία δύναται να προβαίνει σε συναλλαγές που δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της και οι οποίες θεωρούνται έγκυρες και δεσμευτικές. Αντίθετα με την αρχή του ultra vires, που ίσχυε προηγουμένως, και καθιστούσε άκυρη, όχι παράνομη, κάθε συναλλαγή έξω από τους σκοπούς της εταιρείας. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 33Α(1), η προσφορά της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd, ως μέλους της κοινοπραξίας, ήταν δεσμευτική για την εταιρεία, εφόσον η Αναθέτουσα Αρχή δεν γνώριζε, στο στάδιο της υποβολής ή της κατακύρωσής της, στις 27.10.2006, τους περιορισμούς του ιδρυτικού της εγγράφου. Η δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους υποστήριξε, επίσης, υιοθετώντας την επί του θέματος απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3(5) του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd, αυτή είχε τη δυνατότητα να παρέχει υπηρεσίες διαφήμισης ή δημόσιων σχέσεων. Καταληκτικά, η δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους ισχυρίστηκε ότι το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd δεν σχετίζεται με την προσφορά του ενδιαφερομένου μέρους, εφόσον αυτή δεν υποβλήθηκε από εκείνη αλλά από το ενδιαφερόμενο μέρος, ήτοι την κοινοπραξία, η οποία αποτελεί οντότητα ξεχωριστή από τα μέλη της.
Έχω μελετήσει με προσοχή τις αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων, όσο και τις θέσεις που υποστήριξαν σε διάφορα ερωτήματα τα οποία τους υπέβαλα. Το συμπέρασμά μου είναι ότι οι αιτητές πέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη παρανομία, ήτοι έκδηλο λόγο ακυρώσεως, τόσο της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών να επικυρώσει την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος από την Αναθέτουσα Αρχή, όσο και της απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής να κατακυρώσει την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος. Για τους λόγους που θα εξηγήσω, αμέσως πιο κάτω, η μεν πρώτη πάσχει λόγω έκδηλης νομικής πλάνης ή δε δεύτερη λόγω έκδηλης ουσιώδους πραγματικής πλάνης.
Όταν το δημόσιο προκηρύσσει ένα διαγωνισμό και ζητά την υποβολή προσφορών για την εκτέλεση κάποιου έργου ή για την παροχή κάποιων υπηρεσιών, ή για οτιδήποτε άλλο, στη βάση συγκεκριμένων προδιαγραφών, εξυπακούεται ως εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή κοινοπραξίας ή άλλης οντότητας, ότι ο προσφοροδότης ή η προσφοροδότρια περιβάλλεται με την απαραίτητη κατά νόμο δικαιοπρακτική ικανότητα (capacity), εφόσον του ή της κατακυρωθεί η προσφορά, να συνομολογήσει τη σύμβαση και, συνακόλουθα, εκπληρώσει την υποχρέωση για την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας ή οτιδήποτε άλλου έχει αναλάβει. Εάν δεν συντρέχει η δικαιοπρακτική αυτή ικανότητα, έστω και αν ο έλεγχός της δεν επιβάλλεται ρητώς από τους όρους της προσφοράς, όπως είναι συνήθως η περίπτωση, η κατακύρωση της προσφοράς από την Αναθέτουσα Αρχή, εν αγνοία της ανικανότητας, έχει ως αποτέλεσμα το ακυρώσιμο της κατακύρωσης λόγω ουσιώδους πραγματικής πλάνης. Η ακύρωση μπορεί και πρέπει να γίνει είτε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, στα πλαίσια του ελέγχου της νομιμότητος της κατακύρωσης εφόσον, βέβαια, η ανικανότητα περιέλθει σε γνώση της, είτε, σε περίπτωση που η ανικανότητα, αν και περιήλθε σε γνώση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, εν τούτοις, δεν οδήγησε στην εκ μέρους της ακύρωση της προσφοράς, λόγω νομικής πλάνης ως προς το περιεχόμενο του δικού της ελέγχου νομιμότητος, από το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια του δικού του ελέγχου νομιμότητος των διοικητικών αποφάσεων, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, είναι πρόδηλο από το ενώπιόν μου ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας - μέλους της κοινοπραξίας Epistle Communications & Media Ltd, ότι αυτή δεν είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την απαραίτητη κατά νόμο δικαιοπρακτική ικανότητα, σε περίπτωση κατακύρωσης της προσφοράς, να συνομολογήσει τη σύμβαση και, συνακόλουθα, να εκπληρώσει την υποχρέωση για την παροχή υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης στην Κύπρο, πρώτον, διότι η τελευταία υποπαράγραφος της παραγράφου 3 του ιδρυτικού της εγγράφου προνοούσε ότι "όλες οι δραστηριότητες που αναφέρονται στις διάφορες παραγράφους του παρόντος Ιδρυτικού Εγγράφου της Εταιρείας, εξαιρουμένων της διεύθυνσης και διαχείρισης της Εταιρείας, θα διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο έξω από την Κύπρο.", και, δεύτερο, διότι, εν πάση περιπτώσει, καμιά από τις 36 υποπαραγράφους της παραγράφου 3 του ιδρυτικού της εγγράφου, όπου απαριθμούνται εξαντλητικά οι σκοποί της εταιρείας, επιτρέπει την παροχή υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης. Συνακόλουθα, η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους, εάν η Αναθέτουσα Αρχή γνώριζε την ανικανότητα, θα έπρεπε να αποκλειστεί εφόσον, σύμφωνα με τον όρο Α2.1.2.2 του διαγωνισμού "σε περίπτωση κοινοπραξίας φυσικών και/ή νομικών προσώπων, όλοι οι λόγοι αποκλεισμού ισχύουν για κάθε ένα συμμετέχοντα στην κοινοπραξία και αν ένας συμμετέχων αποκλεισθεί από το διαγωνισμό, εξαιτίας ενός από τους λόγους αυτούς, η υποβληθείσα προσφορά της κοινοπραξίας αποκλείεται του διαγωνισμού και δεν αξιολογείται.". Όμως, όπως είναι κοινώς παραδεκτό, η Αναθέτουσα Αρχή δεν γνώριζε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την ανικανότητα της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd και κατακύρωσε την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος. Υπό το κράτος, ωστόσο, της ουσιώδους πραγματικής πλάνης ότι η εταιρεία Epistle Communications & Media Ltd είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την κατά νόμο δικαιοπρακτική ικανότητα να συνομολογήσει τη σύμβαση και, στη συνέχεια, να εκπληρώσει την υποχρέωση για την παροχή των υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης στην Κύπρο, που ήταν το αντικείμενο του διαγωνισμού. Από την άλλη, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, ενώ ενημερώθηκε κατά την ενώπιόν της διαδικασία για τη συγκεκριμένη ανικανότητα της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd, ενεργούσα υπό το κράτος της νομικής πλάνης ότι ο έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων της Αναθέτουσας Αρχής, με τον οποίο είναι επιφορτισμένη, δεν της επέτρεπε, αν και ενημερώθηκε, να εξετάσει το ζήτημα της κατά νόμο δικαιοπρακτικής ή μη ικανότητας της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον τέτοιο ζήτημα δεν εξετάστηκε από την Αναθέτουσα Αρχή, επικύρωσε αντί να ακυρώσει, ως όφειλε, πάντοτε στα πλαίσια ελέγχου νομιμότητος, την απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής να κατακυρώσει την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος, ως προϊόν ουσιώδους πραγματικής πλάνης.
Η επίκληση του άρθρου 33 Α του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Το άρθρο αυτό δεν παρέχει δικαιοπρακτική ικανότητα σε εταιρεία εκεί που δεν έχει σύμφωνα με το ιδρυτικό της έγγραφο. Το άρθρο 33 Α απλά προστατεύει καλόπιστους τρίτους από πράξεις ή συναλλαγές των αξιωματούχων της με το να δεσμεύει συμβατικά την εταιρεία έστω και αν οι πράξεις ή οι συναλλαγές αυτές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας σύμφωνα με το ιδρυτικό της έγγραφο.[2]
Ενόψει των όσων έχω προαναφέρει, καταλήγω ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών να επικυρώσει την απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής να κατακυρώσει την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος είναι άκυρη ως προϊόν έκδηλης νομικής πλάνης αναφορικά με το περιεχόμενο του ελέγχου νομιμότητος με τον οποίο είναι επιφορτισμένη, η δε απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής να κατακυρώσει την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος είναι επίσης άκυρη ως προϊόν έκδηλης ουσιώδους πραγματικής πλάνης αναφορικά με την δικαιοπρακτική ικανότητα της εταιρείας Epistle Communications & Media Ltd. Τούτου δοθέντος, θεωρώ ότι δικαιολογείται η ακύρωση και των δύο αποφάσεων από το προκαταρκτικό αυτό στάδιο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εις βάρος των καθ΄ων η αίτηση.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ
[1] Την 15.12.2006, μεταγενέστερα της κατακύρωσης της προσφοράς και της έκδοσης της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, η εταιρεία Epistle Communications & Media Ltd τροποποίησε το Ιδρυτικό της Έγγραφο απαλείφοντας σχετική πρόνοια η οποία της απαγόρευε τη διεξαγωγή οιασδήποτε εργασίας στην Κύπρο και προσθέτοντας στους σκοπούς της νέα παράγραφο σύμφωνα με την οποία της παρέχεται η δυνατότητα να παρέχει διαφημιστικές υπηρεσίες και υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων.
[2] Το άρθρο 33Α, του Κεφ. 113, έχει ως εξής:
"33Α.(1) Η Εταιρεία δεσμεύεται έναντι τρίτων από πράξεις ή συναλλαγές των αξιωματούχων της έστω και εάν τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας, εκτός εάν τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές τελούνται καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών, που ο νόμος παρέχει ή επιτρέπει να παρέχονται στους συγκεκριμένους αξιωματούχους:
Νοείται ότι, η Εταιρεία δε δεσμεύεται έναντι τρίτων σε περίπτωση που τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας, εάν και εφόσον, η εταιρεία αποδείξει ότι το τρίτο πρόσωπο γνώριζε ότι οι πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας ή δεν ήταν δυνατό λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, να το αγνοεί:
Νοείται περαιτέρω, ότι η δημοσίευση του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εταιρείας δεν αποτελεί, από μόνη της, επαρκή απόδειξη γνώσης από μέρους τρίτου προσώπου.
(2) Οι εκ του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού ή οι εξ αποφάσεως των συμβούλων ή της γενικής συνελεύσεως της εταιρείας, περιορισμοί στις εξουσίες των αξιωματούχων της Εταιρείας, δε δύναται να αντιταχθούν έναντι τρίτων προσώπων, ακόμα και εάν έχουν δημοσιευτεί."