ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 14
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1056/2004)
15 Ιανουαρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HEWLETT PACKARD HELLAS E.P.E.
Aιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
3. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Καθ΄ων η αίτηση
----------------------------------------
Ν. Παπαγεωργίου με κ. Μυλωνά για την αιτήτρια εταιρεία.
Α. Πανταζή, Νομικός Λειτουργός εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ΙΒΜ Semea
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τα πιο κάτω από την ενδιάμεση απόφασή μου, ημερομηνίας 17.2.05, με την οποία απέρριψα την προδικαστική ένσταση πως οι αιτητές δεν νομιμοποιούνταν (βλ. και την ενδιάμεση απόφασή μου ημερομηνίας 4.4.05 με την οποία απέρριψα την αίτηση για προσωρινό διάταγμα), αρκούν ως το υπόβαθρο του θεμελιακού θέματος που εγείρεται αναφορικά με το κατά πόσο η προσφυγή έχει απωλέσει το αντικείμενό της:
«Με την Προσφορά αρ. ΤΥΠ 011/2003 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 27ης Ιουνίου 2003, για την "προμήθεια και εγκατάσταση ολοκληρωμένης λύσης ενός πληροφοριακού συστήματος υγείας για το Υπουργείο Υγείας", ζητήθηκε η "Εκδήλωση Ενδιαφέροντος". Κάτω από περιστάσεις που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν σ' αυτό το στάδιο, τρείς από τις "Προτάσεις Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος" (στο εξής οι Προτάσεις), ως εξασφαλίσασες την ψηλότερη συγκριτική βαθμολογία, επιλέγησαν για την υποβολή προσφορών. Η αιτήτρια εταιρεία, περιγραφόμενη ως υποβαλούσα πρόταση, άσκησε ιεραρχική προσφυγή για τη μη επιλογή της. Αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή με αντικείμενο την
"απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ημ. 18.10.04 με την οποία επικύρωσε την απόφαση της Καθ΄ης η Αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής ημ. 20/7/04 και με την οποία επελέγησαν 3 Οικονομικοί Φορείς ήτοι οι ΙΒΜ Semea, GCC Computers Ltd Accenture Ltd"».
Oι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι, ενώ δέχονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκτελεστή κατά το χρόνο της έκδοσής της και της καταχώρισης της προσφυγής, αφού παρήγαγε το έννομο αποτέλεσμα του αποκλεισμού των αιτητών, υποστηρίζουν πως επειδή, στις 16.2.06, εκδόθηκε η τελική απόφαση, έχει απωλέσει την εκτελεστότητά της. Παραπέμποντας, συναφώς, μεταξύ άλλων, στα πιο κάτω από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60:
«Προπαρασκευαστικές πράξεις, η γένεση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση τελικής απόφασης ρυθμιστικής του θέματος στο οποίο αφορούν, δε μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης έστω και αν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα το χρόνο της έκδοσής τους, μετά την έκδοση της τελικής πράξης της οποίας αποτελούν συνθετικό στοιχείο. Η τελική πράξη γνωστή ως σύνθετη στο διοικητικό δίκαιο, απορροφά μετά την έκδοσή της τα συνθετικά της στοιχεία τα οποία χάνουν την αυτοτέλειά τους».
Επίσης στην ενδιάμεση απόφασή μου στην Κοινοπραξία Cyprus Airport Group ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 92/04 ημερομηνίας 15.12.04 όπου, με αναφορά στις σχετικές αρχές, συνόψισα ως εξής:
«...και μη τελική απόφαση μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς εφόσον, ως παράγουσα έννομα αποτελέσματα, είναι εκτελεστή. Νοουμένου ότι, εφόσον εκδοθεί η τελική απόφαση, θα χάσει την αυτοτέλειά της, ως συγχωνευομένη σ΄αυτή. Οπότε, αντικείμενο αναθεώρησης θα απολήγει να είναι πλέον μόνο η τελική απόφαση, προσβαλλομένης της οποίας θεωρείται ότι συμπροσβάλλονται και οι προηγούμενες».
Σύντομη ήταν και η διατύπωση της αντίθετης άποψης των αιτητών. Επικαλούνται και εκείνοι την πιο πάνω ενδιάμεσή μου απόφαση για να τονίσουν το γεγονός πως, ακριβώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως έννομο αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους. Οπότε, όπως συνεχίζουν, στερείται ερείσματος η εισήγηση των αντιδίκων τους, ιδιαιτέρως ενόψει και του πιο κάτω αποσπάσματος από την ίδια ενδιάμεση απόφαση:
«Εκείνο που εν τέλει έχει σημασία δεν είναι αυτοί καθ΄εαυτοί οι χαρακτηρισμοί αλλά η φύση της ορισμένης πράξης, στο πλαίσιο των δεδομένων της. Εδώ έχουμε το έννομο αποτέλεσμα του οριστικού αποκλεισμού των αιτητών και η απόφαση γι΄αυτό είναι καθαρά εκτελεστή».
Παραγνωρίζουν οι αιτητές πως η ενδιάμεσή μου απόφαση αφορούσε σε προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία δεν ήταν εξ αρχής εκτελεστή η προσβληθείσα απόφαση. Θέση την οποία δεν συμμερίστηκα αφού, με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε επέλθη το έννομο αποτέλεσμα του αποκλεισμού των αιτητών και, περαιτέρω, όπως προκύπτει από το πρώτο από τα πιο πάνω αποσπάσματα, δεν είχε ακόμα εκδοθεί η τελική απόφαση. Σημειώνω δε πως, εν τέλει, και στην πιο πάνω υπόθεση, ακριβώς επειδή στην πορεία εκδόθηκε η τελική απόφαση, με αναφορά στον όγκο της νομολογίας επί του θέματος, κατέληξα πως η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενό της και κατέστη απαράδεκτη αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, ως συγχωνευθείσα στην τελική, απώλεσε την εκτελεστότητά της. Δεν συμμερίστηκα συναφώς και την εισήγηση πως αφού παραδεκτώς ασκήθηκε προσφυγή, η εκ των υστέρων συγχώνευση δεν επηρεάζει (Βλ. Κοινοπραξία Cyprus Airport Group ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 92/04 ημερομηνίας 8.1.2007).
Το δεύτερο από τα επιχειρήματα των αιτητών αφορά στο γεγονός ότι το άρθρο 60 του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου του 2003 (Ν. 101(Ι)/2003 όπως τροποποιήθηκε), στην έκταση που ενδιαφέρει, παρέχει δικαίωμα προσφυγής ως εξής:
«Αν ο ενδιαφερόμενος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών δικαιούται να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος».
Υποστηρίζουν πως αφού εξακολουθεί να υπάρχει η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών με την οποία επικυρώθηκε η αρχική για τον αποκλεισμό τους, καμιά μεταγενέστερη πράξη της διοίκησης δεν μπορεί να τους στερήσει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής, όπως το προβλέπει ο Νόμος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, υπό τους όρους του. Η ερμηνεία του Συντάγματος ανήκει κατά αποκλειστικότητα στο Δικαστήριο, όπως άλλωστε και των ίδιων των Νόμων. Αυτό ήταν που εξηγήθηκε στην Diagoras Development ν. Νατιοναλ Βank (1985) 1 CLR 581 που αφορούσε στο συνταγματικά ανεπίτρεπτο εκ των υστέρων ερμηνείας νόμου από το Νομοθέτη και σημειώνω ιδιαίτερα την επισήμανση από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, πως η ερμηνεία των Νόμων, έννοια που περιλαμβάνει και το Σύνταγμα, είναι από τη φύση της δικαστική λειτουργία. Όπως είχε αναγνωριστεί στην Republic v. Charalambos Zacharia 2 RSCC 1 σελ 5 και στη Malachtou v. Attorney-General (1981) 1 CLR 543. Aυτά εξηγήθηκαν εκ νέου, με παραπομπή στην Diagoras (ανωτέρω), στην Vepro Co Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ σελ. 666. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ.:
«Ο νομοθέτης δύναται να προβεί σε ορισμούς συναρτημένους με ό,τι αποβλέπει να αποδόσει σε ένα νομοθέτημα αλλά δεν δύναται να υπαγορεύσει την ερμηνεία στη γενικότερη σφαίρα της κατάταξης εννοιών. Το δεύτερο αποτελεί έργο του Δικαστηρίου».
Και, εν τέλει, στην πιο πρόσφατη υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ σελ. 221. Το ζήτημα εκεί αφορούσε στο κατά πόσο η προσβληθείσα απόφαση ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος ή αν, ως ιδιωτικού δικαίου, ήταν εκτός αυτής. Με την απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, με αναφορά και στην Vepro (ανωτέρω), υιοθετήθηκε το πιο κάτω αποσπασμα από το Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Ανατύπωση 1982 σελ. 35:
«Επίσης αποκλείεται η παραπομπή εις την βούλησιν του νόμου, δηλαδή η αναγνώρισις ως κυβερνητικών πράξεων εκείνων, τας οποίας ο νόμος χαρακτηρίζει ως τοιαύτας, διότι τοιαύτη θεωρία θα κατέληγεν εις αναγνώρισιν ανεξελέγκτου δικαιώματος του νομοθέτου, ν' αφαιρή από την ακυρωτικήν αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οιανδήποτε πράξιν, ην ήθελε κατ' οικείαν κρίσιν κατονομάσει ως κυβερνητικήν, τούθ' όπερ θ' αντέκειτο εις το άρθρον 102 του Συντάγματος, ορίζον ότι η κατ' αίτησιν ακύρωσις των πράξεων των διοικητικών οργάνων ανήκει εις το Συμβούλιον της Επικρατείας».
Εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος πράξη, απόφαση ή παράλειψη, όπως είναι παγίως νομολογημένο, εφόσον είναι εκτελεστή και, κατά την επίσης πάγια νομολογία μας, χάνει την εκτελεστότητά της ενδιάμεση απόφαση, αρχικώς εκτελεστή, που συγχωνεύεται σε άλλη, τελική. Επομένως, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως θα ήταν συνταγματικά επιτρεπτό με πρόνοια νόμου να προσδοθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο η δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος εκεί που, κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν υπάρχει. Δεν νομίζω, όμως, πως και η πρόνοια του άρθρου 60 που επικαλέστηκαν οι αιτητές είχε τέτοια στόχευση, δηλαδή την αναγνώριση δικαιοδοσίας εκεί που δεν αναγνωρίζεται τέτοια δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Όπως, άλλωστε, και η πρόνοια της επιφύλαξης στο άρθρο 56 του ίδιου Νόμου σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του «δε θίγουν το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος αντί να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών». Εννοείται, εφόσον τέτοιο δικαίωμα υπάρχει σύμφωνα με τους όρους του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με μη αμφισβητούμενη την έκδοση της τελικής απόφασης, ως της κατάληξης της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, μέρος της οποίας ήταν η προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον κατά τη νομολογία μας η τελευταία συγχωνεύθηκε σ' αυτή, έχει απωλέσει την εκτελεστότητά της. Συνεπώς, η προσφυγή απολήγει ως χωρίς αντικείμενο και απαράδεκτη. Η προσφυγή απορρίπτεται. Επειδή η ουσιώδης εξέλιξη επήλθε σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, δεν θα εκδώσω διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.