ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 866
26 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 956/2003)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 989/2003)
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1104/2003)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1200/2003)
ΜΙΧΑΗΛ Χ. ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1202/2003)
1. ΧΡΙΣΤΟΣ Χ"ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΕΑΡΧΟΥ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1204/2003)
ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1205/2003)
ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 956/2003, 989/2003, 1104/2003,
1200/2003, 1202/2003, 1204/2003, 1205/2003)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Πτυχές της νομιμότητας των επίδικων προαγωγών στη θέση Υπαστυνόμου ― Περιστάσεις συμμόρφωσης των διοριζόντων οργάνων προς τα πορίσματα της Σαμανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 889/01, ημερ. 10/2/03 ― Εμπιστευτικές εκθέσεις, αρχαιότητα, συνεντεύξεις, προσόντα, αιτιολογία της κατάληξης του Συμβουλίου Κρίσεως και της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, έγκριση του Υπουργού και διορισμός από αυτόν του Συμβουλίου Κρίσεως κατ' εφαρμογή του Καν. 7 της Κ.Δ.Π. 59/82.
Οι αιτητές επεδίωξαν με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές, την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Υπαστυνόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Μετά την έκδοση της απόφασης Σαμανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 889/2001, ημερ. 10.2.2003, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το είδος των ανατεθειμένων καθηκόντων δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσεως, εγκρίθηκε από τον Υπουργό, κατόπιν εισήγησης του Αρχηγού της Αστυνομίας, τροποποιημένο έντυπο αξιολόγησης με σκοπό τη συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω υπήρξε συμμόρφωση με τη Σαμανίδη για τη βαθμολογία που αποδίδεται για το κριτήριο της αρχαιότητας.
Με το νέο έντυπο και προς συμμόρφωση με την υπόθεση Σαμανίδη έχει τροποποιηθεί το κριτήριο Α/Α 1 ούτως ώστε αντί να λαμβάνεται υπόψη η υπηρεσία σε συγκεκριμένο τμήμα, να λαμβάνονται υπόψη οι ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, σε συνάρτηση με τις παρατηρήσεις τού άμεσα προϊσταμένου που καταγράφονται στα σχετικά έντυπα καθώς και τις απόψεις του Αστυνομικού Διευθυντή. Όσον αφορά τις μονάδες για το κριτήριο της αρχαιότητας, αυτές αυξήθηκαν από 2 σε 12 προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο στη Σαμανίδη.
Ο σχετικός λόγος ακύρωσης, κατά συνέπεια, ότι η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν παράνομη, αυθαίρετη και πεπλανημένη ως προς την αρχαιότητα, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
2. Η όλη διαδικασία προσωπικής συνέντευξης και εξέτασης προβλέπεται από τον Καν. 8(2) της Κ.Δ.Π. 59/82. Οι προσωπικές συνεντεύξεις προβλέπονται από το έντυπο και είναι επιτακτικές για όλους τους υποψηφίους οι οποίοι με βάση τον Καν. 8(2) καλούνται ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και εξετάζονται πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα θέματα και κυπριακά γεγονότα. Η απόδοση των υποψηφίων καταγράφεται στα πρακτικά.
Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο Κρίσεως ενήργησε νόμιμα, μέσα στα πλαίσια των Κανονισμών. Δεν υπάρχει δε υποχρέωση, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, του Συμβουλίου να αιτιολογήσει τη σύστασή του.
3. Οι αιτητές ακόμα ισχυρίζονται ότι δεν λήφθησαν υπόψη όλα τα προσόντα τους και δεν αιτιολογήθηκε η βαθμολογία που δόθηκε γι' αυτά. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Στο επεξηγηματικό μέρος του εντύπου, στο κριτήριο 5 που αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα περιλαμβάνονται, πέραν του απολυτηρίου εξατάξιας σχολής, εξετάσεις-διπλώματα ξένων γλωσσών καθώς και διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα. Επίσης περιλαμβάνει δίπλωμα διετούς φοίτησης στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου για εκμάθηση ξένων γλωσσών. Ορθά, κατά συνέπεια, δεν λήφθηκαν υπόψη βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων ξένων γλωσσών, αφού δεν εμπίπτουν στην έννοια του διπλώματος. Όσον αφορά τη βαθμολογία που δόθηκε, αυτό άπτεται ειδικών γνώσεων και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
4. Οι αιτητές περαιτέρω, ισχυρίζονται, ότι το Συμβούλιο Κρίσεως δεν αιτιολόγησε τη σύστασή του ούτε και έδωσε αιτιολογία ως προς το ποίοι ήσαν προακτέοι.
Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με το Αρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, οι προαγωγές μέχρι και το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου γίνονται από τον Αρχηγό από τον Πίνακα που καταρτίζει το Συμβούλιο Κρίσεως. Η σύσταση, οι αρμοδιότητες, η διαδικασία και οι μέθοδοι ενέργειας του Συμβουλίου Κρίσεως καθορίζονται με Κανονισμούς. Η αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης και ιδιαίτερα από τα έντυπα αξιολόγησης και βαθμολόγησης εκάστου υποψηφίου. Προκύπτει δε από αυτά ότι τα Ε.Μ. υπερέχουν σε αξία έναντι των αιτητών και ως εκ τούτου υπάρχει αιτιολογία τόσο της πράξης της προαγωγής όσο και της σύστασης του Συμβουλίου Κρίσεως στα έντυπα βαθμολόγησης.
5. Εφόσον τα Ε.Μ. υπερέχουν σε αξία, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των αιτητών ότι έπρεπε να επιλεγούν ως αρχαιότεροι, αφού η αρχαιότητά τους λήφθηκε υπόψη και βαθμολογήθηκε ανάλογα. Σύμφωνα με τον Καν. 3 η αρχαιότητα είναι ένας από τους παράγοντες, οι οποίοι επενεργούν στον προσδιορισμό των αξιώσεων των υποψηφίων για προαγωγή, αλλά δεν μπορεί από μόνη της να ρυθμίσει τις προαγωγές.
6. Σχετικά με το ζήτημα της αιτιολόγησης των αποφάσεων του Συμβουλίου Κρίσεως, υιοθετούνται τα όσα ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε στην απόφασή του, στην Ευθυμίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4(B) A.A.Δ. 1156.
7. Ο περαιτέρω ισχυρισμός των αιτητών, ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας είναι αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το Αρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, οι προαγωγές μέχρι το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου γίνονται από τον Αρχηγό και εγκρίνονται από τον Υπουργό, επιλέγοντας από τον κατάλογο των συστηνομένων υιοθετώντας τη σύσταση και τη βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως. Έτσι η απόφαση του Αρχηγού αιτιολογείται από το περιεχόμενο του φακέλου και ειδικότερα τη σύσταση του Συμβουλίου Κρίσεως. Στις παρούσες υποθέσεις τα Ε.Μ. είχαν τελική βαθμολογία ψηλότερη αυτής των αιτητών.
8. Δεν ευσταθεί επίσης, για τους ίδιους λόγους, ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η έγκρισή του Υπουργού είναι αναιτιολόγητη. Ο Υπουργός δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την έγκριση του, γιατί με αυτή εγκρίνει ασκώντας απλώς έλεγχο νομιμότητας ούτως ώστε να καταστεί η απόφαση του Αρχηγού εκτελεστή.
9. Στις Προσφυγές με Αρ. 1204/03 και 1205/03, οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό για κακή σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως γιατί σ' αυτό δεν μετείχε ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τον Καν. 7 ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεως με τον Αρχηγό, δικαιούται να διορίσει ένα από τους Βοηθούς Αρχηγούς της Δύναμης ως Πρόεδρο, πράγμα που έγινε στην περίπτωση αυτή, αφού ο Υπαρχηγός δεν μπορούσε να συμμετάσχει γιατί θα άρχιζε η προαφυπηρετική του άδεια.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σαμανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 889/2001, ημερ. 10.2.2003,
Κυριάκου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 303/04, ημερ. 28.6.2005,
Χριστοφή v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 406/04, ημερ. 28.7.2006,
Δημοκρατία κ.ά. v. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,
Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77,
Ευθυμίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4(Β) Α.Α.Δ. 1156.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Προσφυγές Aρ. 956/03 και 1202/03.
Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Aρ. 1104/03.
Ν. Παπαμιλτιάδους, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Aρ. 1200/03.
Χρ. Ιερείδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Aρ. 989/03.
Αρ. Γεωργίου, για τους Αιτητές στις Προσφυγές Aρ. 1204/03 και 1205/03.
Μ. Στυλιανού, για τους Καθ' ων η Αίτηση σε όλες τις Προσφυγές.
Cur. adv. vult.
KPONIΔHΣ, Δ.: Όλοι οι αιτητές με τις πιο πάνω προσφυγές τους προσβάλλουν τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών (Ε.Μ.) στο βαθμό του Υπαστυνόμου.
Στις 31.3.2003 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, αφού διαβουλεύθηκε με τον Αρχηγό Αστυνομίας, διόρισε, με βάση τον Καν. 5, Επιτροπή Αξιολόγησης, για να προβεί σε αξιολόγηση των υποψηφίων μελών της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για προαγωγή στους βαθμούς του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου, βάσει των Κανονισμών 4 και 6 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης ενεργώντας σύμφωνα με τον Καν. 6, διεξήλθε και μελέτησε τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όλων την υποψηφίων για προαγωγή όσο και τα Ατομικά τους Δελτία και αξιολόγησε όλους με βάση τα προσόντα, όπως αυτά αναφέρονται στους Καν. 3 και 6(2) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989. Η Επιτροπή κατά τη σύνταξη κάθε έκθεσης αξιολόγησης, συμβουλεύετο τον Υπεύθυνο Αξιωματικό, ανάλογα με τον τόπο που υπηρετούσε ο αξιολογούμενος υποψήφιος.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή Αξιολόγησης, προέβηκε σε σύνταξη έκθεσης αξιολόγησης για κάθε υποψήφιο, σε ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός Αστυνομίας και ενέκρινε ο Υπουργός. Οι σχετικές εκθέσεις παραδόθηκαν στους Αστυνομικούς Διευθυντές ή Διοικητές Μονάδων των αξιολογουμένων ανάλογα, οι οποίοι και τις υπέβαλαν στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως κατά τη σύστασή του, αφού ετοίμασαν κατάλογο των υποψηφίων κατ' αλφαβητική σειρά.
Σύμφωνα με τον Καν. 8(1), το Συμβούλιο Κρίσεως συγκαλείται μια φορά το χρόνο κατά το μήνα Μάρτιο. Ο Υπουργός μετά από διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο ίδιος Κανονισμός ανέβαλε τη σύγκληση του Συμβουλίου σε μεταγενέστερο χρόνο.
Στις 18 Ιουνίου, 2003, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, μετά από διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό Αστυνομίας και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Καν. 7, διόρισε το Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο είναι αρμόδιο για να κρίνει όλους τους υποψηφίους για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου.
Το Συμβούλιο Κρίσεως, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 8(2) κάλεσε ενώπιόν του όλους του υποψηφίους για προαγωγή και διενήργησε προσωπικές συνεντεύξεις σε θέματα Αστυνομικής Πρακτικής Εφαρμογής και Γενικών Γνώσεων. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως, αναφορικά με την απόδοση κάθε υποψηφίου, καταγράφηκε στα πρακτικά σε σχετικό ειδικό έντυπο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ίδιου Κανονισμού. Κατά τις συνεντεύξεις παρών ήταν και ο Αστυνομικός Διευθυντής ή Διοικητής Μονάδας του κάθε υποψηφίου ως Παρατηρητής (Καν. 8(3)). Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελέτησε το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων, των Ατομικών Δελτίων, τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, καθώς και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων αξιολόγησε και βαθμολόγησε τους υποψηφίους στο αναφερόμενο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός, με βάση τις πρόνοιες του Καν. 8(4) το οποίο να σημειωθεί ότι, για το έτος 2003 διαφοροποιήθηκε με βάση τις επισημάνσεις και αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και την καθιερωμένη νομολογία που αφορούν τις αρχές που διέπουν την έκδοση διοικητικών πράξεων με άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Κρίσεως, κατάρτισε πίνακα κατ' αλφαβητική σειρά όλων όσων συνέστησε για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου, των οποίων ο αριθμός δεν υπερέβαινε το διπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων και τον υπέβαλε στον Αρχηγό Αστυνομίας, Καν. 8(4), (5) και (6).
Ο Αρχηγός Αστυνομίας, μελέτησε τον κατάλογο των Λοχίων που του υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως που συνιστώνται για προαγωγή σε Υπαστυνόμο και τους κατέταξε σε πίνακα κατά σειρά βαθμολογίας. Αφού έλαβε υπόψη του τον πίνακα αυτό και όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως, καθώς και το περιεχόμενο του Προσωπικού Φακέλου και Ατομικού Δελτίου κάθε υποψηφίου, αξιολόγησε και συνεκτίμησε όλα αυτά στο σύνολό τους με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, πάντοτε μέσα στο πνεύμα του Κανονισμού 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) και προήγαγε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως τους πιο κατάλληλους.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας ακολούθησε τη σειρά βαθμολογίας για την πλήρωση των κενών θέσεων σε Υπαστυνόμο.
Μετά το πέρας της αξιολόγησης αυτής και σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει στον Αρχηγό Αστυνομίας το εδάφιο 1 του Αρθρου 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, προέβηκε σε πράξη και υπέβαλε επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, με Αρ. Φακ. Ε/16/6, ημερομηνίας 30.9.2003 μαζί με όλα τα σχετικά για κάθε υποψήφιο έγγραφα και αποφάσισε να προάξει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και ζήτησε την κατά νόμο έγκρισή του. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, με χειρόγραφο σημείωμά του επί της ίδιας επιστολής, ενέκρινε τις προαγωγές.
Στις Προσφυγές με Αρ. 956/03, 989/03, 1104/03, 1202/03, 1204/03 και 1205/03 οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως είναι παράνομη, πεπλανημένη, αβάσιμη και αυθαίρετη. Επίσης ότι αυτή είναι και αναιτιολόγητη.
Είμαι της άποψης ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.
Μετά την έκδοση της απόφασης Σαμανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 889/2001, ημερ. 10.2.2003 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το είδος των ανατεθειμένων καθηκόντων δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσεως, εγκρίθηκε από τον Υπουργό κατόπιν εισήγησης του Αρχηγού της Αστυνομίας τροποποιημένο έντυπο αξιολόγησης με σκοπό τη συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω υπήρξε συμμόρφωση με τη Σαμανίδη για τη βαθμολογία που αποδίδεται για το κριτήριο της αρχαιότητας.
Με το νέο έντυπο και προς συμμόρφωση με την υπόθεση Σαμανίδη έχει τροποποιηθεί το κριτήριο Α/Α 1 ούτως ώστε αντί να λαμβάνεται υπόψη η υπηρεσία σε συγκεκριμένο τμήμα να λαμβάνονται υπόψη οι ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων σε συνάρτηση με τις παρατηρήσεις του άμεσα προϊσταμένου που καταγράφονται στα σχετικά έντυπα καθώς και τις απόψεις του Αστυνομικού Διευθυντή. Όσον αφορά τις μονάδες για το κριτήριο της αρχαιότητας αυτές αυξήθηκαν από 2 και 12 προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο στη Σαμανίδη.
Ο σχετικός λόγος ακύρωσης, κατά συνέπεια, ότι η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν παράνομη, αυθαίρετη και πεπλανημένη ως προς την αρχαιότητα, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. (Βλέπε Κυριάκου v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 303/04, ημερ. 28.6.2005 και Χριστοφή v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 406/04, ημερ. 28.7.2006).
Περαιτέρω οι αιτητές στις Προσφυγές Aρ. 956/03, 989/03, 1104/03, 1200/03 και 1202/03, ισχυρίζονται ότι αυθαίρετα το Συμβούλιο Κρίσεως διεξήγαγε προφορική εξέταση και προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η όλη διαδικασία προσωπικής συνέντευξης και εξέτασης προβλέπεται από τον Καν. 8(2) της Κ.Δ.Π. 59/82. Οι προσωπικές συνεντεύξεις προβλέπονται από το έντυπο και είναι επιτακτικές για όλους τους υποψηφίους οι οποίοι με βάση τον Καν. 8(2) καλούνται ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και εξετάζονται πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα θέματα και κυπριακά γεγονότα. Η απόδοση των υποψηφίων καταγράφεται στα πρακτικά (Βλέπε: Δημοκρατία κ.ά. v. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325).
Αποφαίνομαι, κατά συνέπεια, ότι το Συμβούλιο Κρίσεως ενήργησε νόμιμα, μέσα στα πλαίσια των Κανονισμών. Δεν υπάρχει δε υποχρέωση, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, του Συμβουλίου να αιτιολογήσει τη σύστασή του.
Οι αιτητές ακόμα ισχυρίζονται ότι δεν λήφθησαν υπόψη όλα τα προσόντα τους και δεν αιτιολογήθηκε η βαθμολογία που δόθηκε γι' αυτά. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Στο επεξηγηματικό μέρος του εντύπου, στο κριτήριο 5 που αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα περιλαμβάνονται, πέραν του απολυτηρίου εξατάξιας σχολής, εξετάσεις-διπλώματα ξένων γλωσσών καθώς και διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα. Επίσης περιλαμβάνει δίπλωμα διετούς φοίτησης στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου για εκμάθηση ξένων γλωσσών. Ορθά, κατά συνέπεια, δεν λήφθηκαν υπόψη βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων ξένων γλωσσών, αφού δεν εμπίπτουν στην έννοια του διπλώματος. Όσον αφορά τη βαθμολογία που δόθηκε θα συμφωνήσω με τη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, ότι αυτό άπτεται ειδικών γνώσεων και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Οι αιτητές περαιτέρω ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο Κρίσεως δεν αιτιολόγησε τη σύσταση του ούτε και έδωσε αιτιολογία ως προς το ποίοι ήσαν προακτέοι.
Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με το Αρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, οι προαγωγές μέχρι και το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου γίνονται από τον Αρχηγό από τον Πίνακα που καταρτίζει το Συμβούλιο Κρίσεως. Η σύσταση, οι αρμοδιότητες, η διαδικασία και οι μέθοδοι ενέργειας του Συμβουλίου Κρίσεως καθορίζονται με Κανονισμούς. Με βάση τον Καν. 8(4) για την κατάρτιση του πίνακα των συστημένων για προαγωγή το Συμβούλιο Κρίσεως λαμβάνει υπόψη «...... το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των προφορικών εξετάσεων, αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας. .....». Έτσι η αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης και ιδιαίτερα από τα έντυπα αξιολόγησης και βαθμολόγησης εκάστου υποψηφίου. Προκύπτει δε από αυτά ότι τα Ε.Μ. υπερέχουν σε αξία έναντι των αιτητών και ως εκ τούτου υπάρχει αιτιολογία τόσο της πράξης της προαγωγής όσο και της σύστασης του Συμβουλίου Κρίσεως στα έντυπα βαθμολόγησης.
Στις Προσφυγές με Αρ. 956/03 και 1202/03 προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Συμβουλίου Κρίσεως είναι αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων.
Το Συμβούλιο Κρίσεως ενεργεί μέσα στα πλαίσια του Καν. 8 με βάση τον οποίο εξετάζει τους υποψηφίους σε συγκεκριμένα θέματα και τους αξιολογεί και βαθμολογεί στο επίδικο έντυπο. Στις υποθέσεις αυτές εφόσον τα Ε.Μ. υπερέχουν σε αξία, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των αιτητών ότι έπρεπε να επιλεγούν ως αρχαιότεροι, αφού η αρχαιότητα τους λήφθηκε υπόψη και βαθμολογήθηκε ανάλογα. Σύμφωνα με τον Καν. 3 η αρχαιότητα είναι ένας από τους παράγοντες οι οποίοι επενεργούν στον προσδιορισμό των αξιώσεων των υποψηφίων για προαγωγή αλλά δεν μπορεί από μόνη της να ρυθμίσει τις προαγωγές (βλέπε Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77).
Σχετικά με το ζήτημα της αιτιολόγησης των αποφάσεων του Συμβουλίου Κρίσεως υιοθετώ τα όσα ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε στην απόφασή του στην Ευθυμίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4(Β) A.A.Δ. 1156:
«Στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. v. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το ειδικό έντυπο που εκδόθηκε αποτελεί διοικητική εφαρμογή των Κανονισμών προς τους οποίους και θεωρήθηκε εναρμονισμένο. Επικροτήθηκε ο τρόπος και ο καταμερισμός της βαθμολογίας και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός πως οτιδήποτε από τα στοιχεία που κάλυψε η συνέντευξη (που ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά της παρούσας υπόθεσης) ήταν «εξωγενές ή έξω από το πλαίσιο των Κανονισμών». Όπως και τον ισχυρισμό πως δεν είχαν καταγραφεί οι εντυπώσεις από τη συνέντευξη. Όπως έκρινε η Ολομέλεια, η καταγραφή στο έντυπο ικανοποιούσε την απαίτηση της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8. Δεν δέχτηκε πως προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις αφού αυτή ήταν ταυτόχρονα και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα. Και καταλήγει ως εξής η απόφαση που εξέδωσε ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε:-
«Το έντυπο ήταν για όλους τους σκοπούς έγκυρο. Το Συμβούλιο συμμορφώθηκε με τους σχετικούς Κανονισμούς και η αξιολόγηση και η βαθμολόγηση κάθε υποψηφίου από το Συμβούλιο δεν είναι αντίθετη με το πλαίσιο που θέτουν οι Κανονισμοί.»
Ακολουθήθηκε και στην προκείμενη περίπτωση ακριβώς όμοια διαδικασία και χρησιμοποιήθηκε το ίδιο έντυπο. Είναι ορθή η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση πως οι ισχυρισμοί των αιτητών ως προς αυτά τα ζητήματα πρέπει να απορριφθούν. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός πως παραβιάστηκε ο Κανονισμός 8(2) επειδή δεν αιτιολογήθηκε η βαθμολόγηση της απόδοσης κατά τις συνεντεύξεις. Το επιχείρημα στηρίχθηκε στην αντίληψη πως ο Κανονισμός 8(2) απαιτεί αιτιολόγηση της υποκειμενικής κρίσης του Συμβουλίου κρίσης, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.»
Ο περαιτέρω ισχυρισμός των αιτητών ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας είναι αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το Αρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου οι προαγωγές μέχρι το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου γίνονται από τον Αρχηγό και εγκρίνονται από τον Υπουργό επιλέγοντας από τον κατάλογο των συστηνομένων υιοθετώντας τη σύσταση και τη βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως. Έτσι η απόφαση του Αρχηγού αιτιολογείται από το περιεχόμενο του φακέλου και ειδικότερα τη σύσταση του Συμβουλίου Κρίσεως. Στις παρούσες υποθέσεις τα Ε.Μ. είχαν τελική βαθμολογία ψηλότερη αυτής των αιτητών.
Δεν ευσταθεί επίσης, για τους ίδιους λόγους, ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η έγκριση του Υπουργού είναι αναιτιολόγητη. Ο Υπουργός δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την έγκριση του γιατί με αυτή εγκρίνει ασκώντας απλώς έλεγχο νομιμότητας ούτως ώστε να καταστεί η απόφαση του Αρχηγού εκτελεστή.
Στις Προσφυγές με Aρ. 1204/03 και 1205/03 οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό για κακή σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως γιατί σ' αυτό δεν μετείχε ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τον Καν. 7 ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεως με τον Αρχηγό, δικαιούται να διορίσει ένα από τους Βοηθούς Αρχηγούς της Δύναμης ως Πρόεδρο, πράγμα που έγινε στην περίπτωση αυτή, αφού ο Υπαρχηγός δεν μπορούσε να συμμετάσχει γιατί θα άρχιζε η προαφυπηρετική του άδεια.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κατέληξα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομότυπη και πρέπει να επικυρωθεί.
Όλες οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα, υπέρ των καθ' ων η αίτηση και υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.