ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 511
9 Iουνίου, 2006
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΛΑΣΗΣ ΠΑΡΤΑΣΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1089/2004)
Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Η δεσμευτικότητά του κατά την επανεξέταση ― Παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της, αναδρομικής λόγω επανεξέτασης, προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού, Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Εφόσον πρόκειται περί απόφασης μετά από επανεξέταση λόγω προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γερμανού-Λουκά κ.ά. v. Δημοκρατίας (2003) 4 A.A.Δ. 90), είναι ορθότερο όπως, από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται, εξεταστεί πρώτα ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παραβιάστηκε η αρχή του δεδικασμένου.
Στο νομικό σημείο υπ' αριθμό 4 της αίτησης ακύρωσης εν προκειμένω τίθεται συγκεκριμένα ζήτημα αντίθεσης προς το δικαστικό δεδικασμένο. Κι αν ακόμα όμως ήθελε θεωρηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του εν λόγω νομικού σημείου δεν είναι η πρέπουσα, το δεδικασμένο εμπίπτει στα ζητήματα που δύνανται να εξεταστούν αυτεπάγγελτα.
Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 23/7/04, επιλέγοντας για προαγωγή το ε.μ.. αντί τον αιτητή, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις ανέφερε ότι το ε.μ. υπερέχει του αιτητή σε αξία και σε άλλο μέρος ότι ο αιτητής «υστερεί των επιλεγέντων σε αξία».
Μια προσεκτική μελέτη των όσων αναφέρονται στην ακυρωτική απόφαση που απετέλεσε τη βάση της επίδικης επανεξέτασης καταδεικνύει αβίαστα πως το δικαστήριο, αφού πρώτα σύγκρινε τους δυο διαδίκους με βάση τη γενική βαθμολογία τους αλλά με ιδιαίτερη αναφορά στη βαθμολογία σε συγκεκριμένα επιμέρους στοιχεία, στη συνέχεια, διατύπωσε σαφή και καθαρή κρίση που άπτετο της γενικότερης συνολικής αξίας αυτών διαπιστώνοντας μια «γενικότερη ισοδυναμία». Η ισοδυναμία αυτή διαπιστώνεται εύκολα από μια απλή ανάγνωση των υπηρεσιακών εκθέσεων. Συνεπώς η Ε.Δ.Υ. παραβίασε στην προκείμενη περίπτωση το δικαστικό δεδικασμένο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1590,
Γερμανού - Λουκά κ.ά. v. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 90.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου, για τον αιτητή.
M. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τo ενδιαφερόμενο μέρος Φρόσω Γερμανού-Λουκά.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται από το δικαστήριο η ακύρωση της απόφασης της καθ' ης η αίτηση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ.) με την οποία προάχθηκε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού, Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, αναδρομικά, από τις 15.2.00 η Φρόσω Γερμανού-Λουκά, κατά προτίμηση και/ή αντί του αιτητή. Η απόφαση δημοσιεύτηκε την επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 10/9/04.
Με απόφαση του δικαστηρίου στις Γερμανού-Λουκά κ.ά. v. Δημοκρατίας (2003) 4 A.A.Δ. 90, ακυρώθηκε η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 22/11/00, με την οποία από 15/12/00 είχαν προαχθεί στη μόνιμη θέση Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού, Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, δύο πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής στην παρούσα. Η απόφαση ακυρώθηκε γιατί κρίθηκε ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν τρωτή. Ερχόταν σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων αφού παρά το γεγονός ότι οι ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις αποκαλύπτουν ισοδύναμους υποψηφίους ο Διευθυντής υπερτόνισε αξίες του τότε ε.μ. και τώρα αιτητή. Δηλαδή συστήνοντας τον αιτητή εξειδίκευσε ως ικανότητες και ιδιότητες, που κατά την άποψη του τον διακρίνουν, «την υπευθυνότητα, τα ηγετικά του χαρίσματα και την ικανότητά του να διαχειρίζεται διαδικασίες, προσωπικό και εξοπλισμό κατά τον πιο άρτιο και οργανωμένο τρόπο» ιδιότητες όμως που το δικαστήριο αποφάσισε ότι ήδη αξιολογήθηκαν μέσα στις υπηρεσιακές εκθέσεις.
Ενόψει των πιο πάνω κρίθηκε ότι με τη χρήση του όρου «διακρίνονται» για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για τις ιδιότητες που έγινε αναφορά, προφανώς ο Διευθυντής εννοούσε πως αυτοί υπερέχουν ως προς τις εν λόγω ιδιότητες των ανθυποψηφίων τους, κάτι που στην περίπτωση της αιτήτριας ήταν αντίθετο με το περιεχόμενο των φακέλων. Έτσι η προαγωγή των Βλάση Παρτασίδη και Παντελή Ηλιάδη ακυρώθηκε.
Η συγκεκριμένη απόφαση εξετάστηκε από την Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της ημερ. 25/2/03. Κατά την εν λόγω συνεδρίαση αυτή, γνωρίζοντας την υποχρέωσή της να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την έκδοση της απόφασης που ακυρώθηκε, αποφάσισε, να ειδοποιηθούν γραπτώς τα τότε ε.μ. ότι επανέρχονται στην προτέρα τους θέση. Επίσης αποφάσισε, όπως ζητηθεί από τη Νομική Υπηρεσία να εφεσιβάλει την εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση, καθότι η μελέτη αυτής κατέδειξε λάθη αναφορικά με την αρχαιότητα των υποψηφίων. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, ενώ αρχικά ασκήθηκε έφεση από μέρους της Νομικής Υπηρεσίας κατά της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης (Α.Ε. 3594), στην πορεία αυτή αποσύρθηκε, για το λόγο ότι ο δικηγόρος της εφεσίβλητης Φρόσως Γερμανού-Λουκά (ε.μ. στην παρούσα) αποδέκτηκε ότι τα τότε ε.μ. υπερέχουν σε αρχαιότητα. Ακολούθησε επανεξέταση, με αποτέλεσμα την απόφαση αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Θεωρώ κατάλληλο το στάδιο αυτό για να παραθέσω, περιληπτικά, τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου στη Γερμανού - Λουκά κ.ά. v. Δημοκρατίας (2003) 4(Α) Α.Α.Δ. 90, όσον αφορά τον αιτητή στην παρούσα Παρτασίδη και ε.μ. Φρόσω Γερμανού-Λουκά. Το δικαστήριο είχε διαπιστώσει τα ακόλουθα:
(α) Με βάση την αξιολόγηση των υποψηφίων που αποκαλύπτουν οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν στοιχειοθετείται υπεροχή του Βλάση Παρτασίδη έναντι της αιτήτριας. Διαπιστώνεται η «γενικότερη ισοδυναμία τους».
(β) Στον τομέα της αρχαιότητας, αιτήτρια και ενδιαφερόμενα πρόσωπα είναι ίσοι.
(γ) Αναφορικά με τα προσόντα η αιτήτρια υπερέχει έναντι του Παρτασίδη διότι διέθετε το πλεονέκτημα και είναι ισοδύναμη με τον Ηλιάδη ο οποίος επίσης κατείχε το πλεονέκτημα.
Όπως ήδη ανέφερα ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση στη Γερμανού - Λουκά κ.ά. v. Δημοκρατίας (2003) 4(Α) Α.Α.Δ. 90 (Α.Ε. 3594), η οποία όμως έφεση σε αργότερο στάδιο αποσύρθηκε αφού ο δικηγόρος της εφεσίβλητης (Φρόσως Γερμανού-Λουκα), αποδέκτηκε ότι τα ε.μ. υπερέχουν σε αρχαιότητα.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν ότι η επανεξέταση έπρεπε να είχε γίνει με βάση τα εξής δεδομένα: (α) ότι με βάση τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις ο αιτητής (Παρτασίδης) και το ε.μ. (Γερμανού-Λουκά) είχαν μια «γενικότερη ισοδυναμία», (β) στον τομέα αρχαιότητα υπερείχε ο αιτητής Παρτασίδης και (γ) αναφορικά με τα προσόντα υπερείχε το ε.μ. (Γερμανού-Λουκά) αφού αυτή είχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, μεταπτυχιακό δηλαδή προσόν, σε αντίθεση με τον αιτητή Παρτασίδη που δεν το είχε. Κατά την επανεξέταση ο Διευθυντής σύστησε τον αιτητή Παρτασίδη για τη μια θέση και τον Ηλιάδη Παντελή για την άλλη και όχι το ε.μ. Γερμανού-Λουκά.
Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 23/7/04, καθοδηγούμενη από την ακυρωτική απόφαση στις πιο πάνω συνεκδικασθείσες υποθέσεις, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των δύο θέσεων Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ασχολούμενη δε κατ' αρχάς με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων, έκρινε ότι 34 υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή και του ε.μ., ήταν προάξιμοι και είχαν κατά τεκμήριο την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Εκρινε επίσης, ως προς το προβλεπόμενο πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού προσόντος σε θέμα ή θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ότι το κατείχαν 10 υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένου του ε.μ. Φρόσως Γερμανού-Λουκά, αλλά όχι ο αιτητής.
Στη συνέχεια προσήλθε στη συνεδρία ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων για να προβεί σε νέα αιτιολογημένη σύσταση με βάση τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. Σύστησε για προαγωγή τον αιτητή και ακόμα ένα πρόσωπο το οποίο δεν αφορά η υπό εξέταση προσφυγή. Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία, από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή και όσα ανέφερε σχετικά, έκρινε ότι το ε.μ. (που δε σύστησε ο Διευθυντής) και ακόμα ένα πρόσωπο το οποίο δεν αφορά η υπό εξέταση προσφυγή, υπερείχαν των άλλων υποψηφίων βάσει των νομοθετημένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) και τους επέλεξε για προαγωγή. Ως ημερομηνία δε ισχύος της προαγωγής τους καθόρισε την 15/12/00. Η Ε.Δ.Υ., επιλέγοντας τα πιο πάνω πρόσωπα αντί τον αιτητή, ανέφερε τα εξής:
«Επιλέγοντας τους Ηλιάδη Παντελή και Γερμανού-Λουκά Φρόσω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτοί, έναντι των μη επιλεγέντων, υπερέχουν ή έχουν περίπου την ίδια αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, διαθέτουν υπέρτερα προσόντα, καθώς και το πλεονέκτημα, όπως και ορισμένοι άλλοι υποψήφιοι, και ο Ηλιάδης έχει, επιπλέον, υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.
Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν προηγούνται των επιλεγέντων σε αρχαιότητα. Συγκεκριμένα, οι υποψήφιοι Νικολαΐδης Θεόδωρος, Ιωάννου Μιχαλάκης, Παρτασίδης Βλάσης και Μιχαήλ Νίκη προηγούνται κατά ένα χρόνο και 11 μήνες στην παρούσα τους θέση και οι Σκορδής Παναγιώτης και Αντωνίου Δημοσθένης προηγούνται κατά τέσσερις μήνες στην παρούσα τους θέση. Η Επιτροπή, ωστόσο, έλαβε υπόψη ότι οι μεν Νικολαΐδης και Ιωάννου που, όπως και οι επιλεγέντες, διαθέτουν το πλεονέκτημα, καθώς επίσης και οι Παρτασίδης και Μιχαήλ, που δεν το διαθέτουν, υστερούν των επιλεγέντων σε αξία, ενώ οι Σκορδής και Αντωνίου, οι οποίοι είναι περίπου ίσοι με τους επιλεγέντες σε αξία, δε διαθέτουν το πλεονέκτημα.
Επιπλέον, σ' ό,τι αφορά τον Ηλιάδη, αυτός υπερέχει έναντι των άλλων υποψηφίων, πλην του Παρτασίδη, και για το λόγο ότι έχει υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.
Τέλος, επιλέγοντας αντί του Παρτασίδη, που συστήθηκε από το Διευθυντή, τη Γερμανού-Λουκά Φρόσω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή υπερέχει έναντι του σε αξία και διαθέτει υπέρτερα προσόντα (διαθέτει δίπλωμα επιπέδου Master που αυτός δε διαθέτει), καθώς και το πλεονέκτημα. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Παρτασίδης προηγείται αυτής σε αρχαιότητα έκρινε όμως ότι η αρχαιότητα αυτή δεν μπορεί από μόνη της να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, όπως αναλύεται πιο πάνω.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή διατυπώνει για εξέταση από το δικαστήριο σειρά νομικών σημείων με τα οποία προβάλλονται οι ακόλουθες θέσεις:
(α) Η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή χωρίς να δώσει την προβλεπόμενη από τη νομολογία ειδική αιτιολογία.
(β) Αντιφατική η κρίση της Ε.Δ.Υ. όσον αφορά την αξία αιτητή και ε.μ..
(γ) Παραβιάστηκε η αρχή του δεδικασμένου.
(δ) Αναιτιολόγητα και εσφαλμένα πιστώθηκε στο ε.μ. το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετο προσόν, και
(ε) Αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και εσφαλμένη η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ..
Εφόσον πρόκειται περί απόφασης μετά από επανεξέταση λόγω προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γερμανού-Λουκά κ.ά. v. Δημοκρατίας (2003) 4 A.A.Δ. 90), είναι πιστεύω ορθότερο όπως, από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται, εξεταστεί πρώτα ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παραβιάστηκε η αρχή του δεδικασμένου. Ειδικότερα είναι η θέση του, ότι η ΕΔ.Υ. κατά την επανεξέταση δε συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο που προέκυψε από την προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση, σε ό,τι αφορά την αξία των διαδίκων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.
Από πλευράς του ε.μ. υποστηρίχθηκε ότι ο αιτητής δε δύναται να εγείρει το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, καθότι τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται, ούτε στοιχειοθετείται στα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης, όπως απαιτεί ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 σύμφωνα με τον οποίο:
«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Κατά την άποψή μου ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Αν ανατρέξουμε στο νομικό σημείο υπ' αριθμό 4 της αίτησης ακύρωσης θα διαπιστώσουμε ότι τίθεται στη συγκεκριμένη παράγραφο ζήτημα αντίθεσης προς το δικαστικό δεδικασμένο. Κι αν ακόμα όμως ήθελε θεωρηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του εν λόγω νομικού σημείου δεν είναι η πρέπουσα, το δεδικασμένο σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1590, εμπίπτει στα ζητήματα που δύνανται να εξεταστούν αυτεπάγγελτα. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 1698 της εν λόγω απόφασης:
«Στο ερώτημα αν το δεδικασμένο ανάγεται σε θέμα δημόσιας τάξης η Ελληνική νομολογία έδωσε θετική απάντηση. Η εφαρμογή της απόφασης άπτεται της νομιμότητας, όπως υποδεικνύεται, και τυγχάνει αυτεπάγγελτα εξεταστέα. (Βλ. Σ.Ε. 851/32 - Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας (1932) (Β).
Στο δεδικασμένο, προσδίδεται συνταγματική ισχύς στην Κύπρο, με επακόλουθο την καθολική υποχρέωση όλων των αρχών προς συμμόρφωση ή ακριβέστερα, προς ενεργό συμμόρφωση, όπως ορίζει το Άρθρο 146.5. (Βλ. Pieris v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1054, Chinas v. Minister of Finance a.o. (1988) 3(A) C.L.R. 241).
Στη Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, (απόφαση της Ολομέλειας η οποία δόθηκε από το Νικολάου, Δ.), εξετάστηκε το δεδικασμένο και η υπόσταση του ως θέμα δημόσιας τάξης. Δεν κρίθηκε απαραίτητο να δοθεί οριστική απάντηση στο ερώτημα. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου, όμως, κατατείνει υπέρ της θεώρησης του δεδικασμένου ως θέματος δημόσιας τάξης, το οποίο, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και αυτεπάγγελτα εφόσο τεθεί υπόψη του η ακυρωτική απόφαση. Η απόκλιση της απόφασης στο σημείο αυτό είναι ευκρινώς ορατή. Στην προκείμενη υπόθεση παρίσταται ανάγκη να αποφασίσουμε το ζήτημα. Η δέσμευση την οποία ενέχει απόφαση η οποία εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4 και η υποχρέωση των αρχών για ενεργό συμμόρφωση που επιβάλλει το Άρθρο 146.5, ταυτίζουν την εφαρμογή της με τη διασφάλιση της νομιμότητας στη λειτουργία του κράτους. Συναρτάται, η τήρηση του δεδικασμένου, με τον πυρήνα της δημόσιας τάξης όπως καθιδρύεται στο Σύνταγμα. Η τήρηση του δεδικασμένου συνιστά θέμα δημόσιας τάξης. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα καθιστούσε παραδεχτή την οικοδόμηση επί της παρανομίας και απόκλιση από τα εχέγγυα της δημόσιας τάξης.»
Με βάση τα πιο πάνω προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό περί δεδικασμένου. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 23/7/04, σχετικό απόσπασμα της οποίας παράθεσα ήδη πιο πάνω, επιλέγοντας για προαγωγή το ε.μ. αντί τον αιτητή, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις ανέφερε ότι το ε.μ. υπερέχει του αιτητή σε αξία και σε άλλο μέρος ότι ο αιτητής «υστερεί των επιλεγέντων σε αξία». Έχω ήδη υπογραμμίσει τα σημεία αυτά στο σχετικό απόσπασμα.
Είναι η θέση του αιτητή, ότι η πιο πάνω κρίση της Ε.Δ.Υ. βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τη σαφή κρίση του δικαστηρίου επί της συνολικής αξίας των διαδίκων όπως αυτή παρατίθεται στην εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση της 30/1/03 και αφορά στα τελευταία οκτώ προ του ουσιώδους χρόνου έτη. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η οριακή διαφορά (για τα έτη 1992 και 1993 η Γερμανού-Λουκά κρίθηκε με το βαθμό «Πολύ Ικανοποιητικά» για τη «Διευθυντική Ικανότητα» έναντι της αξιολόγησης «Εξαίρετα» του Βλ. Παρτασίδη, ενώ για το έτος 1995, υπερέχει στο στοιχείο αυτό του εν λόγω ενδιαφερόμενου προσώπου) δεν αλλοιώνει τη γενικότερη ισοδυναμία τους. Επίσης βαθμολογούνται και οι δυο ως εξαίρετοι υπάλληλοι στο στοιχείο «Υπευθυνότητα», τουλάχιστο για τα τελευταία οκτώ έτη (1992-1999).»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.)
Από τη στιγμή που με την ακυρωτική απόφαση, συνεχίζει η εισήγηση του αιτητή, κρίθηκε ότι ο ίδιος και το ε.μ. τελούσαν σε γενικότερη ισοδυναμία σε σχέση με το σύνολο της βαθμολογίας τους στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, η Ε.Δ.Υ. δεσμευόταν από αυτή την κρίση κατά την επανεξέταση.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ' ων η αίτηση και του ε.μ., αντικρούουν τον εν λόγω ισχυρισμό υποστηρίζοντας, ότι η σύγκριση που έγινε στη συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε αποκλειστικά τη βαθμολογία των δύο διαδίκων στα επιμέρους στοιχεία της υπευθυνότητας και της διοικητικής/διευθυντικής ικανότητας που εξειδικεύονται σ' αυτήν και όχι τη γενική τους εικόνα με βάση τις ετήσιες εκθέσεις τους.
Εξέτασα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις, αλλά τελικά κατάληξα να διαφωνήσω με τον εν λόγω ισχυρισμό των καθ' ων και ε.μ.. Μια προσεκτική μελέτη των όσων αναφέρονται στην ακυρωτική απόφαση καταδεικνύει αβίαστα πως το δικαστήριο, αφού πρώτα σύγκρινε τους δυο διαδίκους με βάση τη γενική βαθμολογία τους αλλά με ιδιαίτερη αναφορά στη βαθμολογία στα προαναφερθέντα επιμέρους στοιχεία, στη συνέχεια, διατύπωσε σαφή και καθαρή κρίση που άπτετο της γενικότερης συνολικής αξίας αυτών διαπιστώνοντας μια «γενικότερη ισοδυναμία». Η ισοδυναμία αυτή διαπιστώνεται εύκολα από μια απλή ανάγνωση των υπηρεσιακών εκθέσεων. Συνεπώς η Ε.Δ.Υ. παραβίασε στην προκείμενη περίπτωση το δικαστικό δεδικασμένο.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου στο λόγο ακύρωσης που εξετάστηκε, δεν θα εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.