ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
STAVRINOU ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 1195
Θεοδωρίδης ν. Κεντρ. Τράπεζας Κύπρου (1989) 3 ΑΑΔ 1457
Lanitis E.C. Estates Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 ΑΑΔ 3252
Δημητριάδη Aνθή Δημήτρη και Άλλοι ν. Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 ΑΑΔ 85
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2006) 4 ΑΑΔ 188
28 Φεβρουαρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
1. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
2. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
3. ΣΕΜΕΛΗ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ,
Αιτήτριες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 974/2004)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Ακίνητη ιδιοκτησία ― Η προστασία του δικαιώματος στο Άρθρο 23 του Συντάγματος ― Κατά πόσο η κήρυξη ακίνητης ιδιοκτησίας ως διατηρητέας συνιστά «στέρηση» υπό την έννοια της συνταγματικής διάταξης.
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Διάταγμα διατήρησης ― Ένσταση του ιδιοκτήτη κατά του διατάγματος ― Η απόρριψη της ένστασης ήταν το προϊόν ενδελεχούς μελέτης και επαρκώς αιτιολογημένη στην κριθείσα περίπτωση.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Τεχνική κρίση της διοίκησης ― Είναι αναθεωρητικώς ανέλεγκτη εκτός των περιπτώσεων πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Διάταγμα διατήρησης ― Κατά πόσο η έκδοσή του από τον Υπουργό Εσωτερικών αντίκειται στο Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος.
Οι αιτήτριες προσέφυγαν κατά της επικύρωσης του διατάγματος διατήρησης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους, μετά από απόρριψη της ένστασης που είχαν υποβάλει κατά της έκδοσής του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι αιτήτριες, σαν πρώτο λόγο ακύρωσης, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το διάταγμα διατήρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας του ακινήτου, με συνέπεια τη στέρηση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους κατά παράβαση του Άρθρου 23.3 και 4 του Συντάγματος.
Η κήρυξη ακίνητης ιδιοκτησίας ως διατηρητέας δεν στερεί από τον ιδιοκτήτη το δικαίωμα αξιοποίησής της ή πώλησής της. Αν, επιβληθέντες σε ιδιοκτησία περιορισμοί, έχουν ως συνέπεια τη στέρηση της από τον ιδιοκτήτη, μέσα στην έννοια της πιο πάνω συνταγματικής πρόνοιας, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση, οι αιτήτριες συνεχίζουν να είναι ιδιοκτήτες του ακινήτου, να το κατέχουν, να το απολαμβάνουν και να δικαιούνται να το διαθέτουν.
Οι αιτήτριες ισχυρίζονται πως με το επίδικο διάταγμα μειώνεται σημαντικά η αξία του ακινήτου. Τούτο όμως, σύμφωνα με τη νομολογία δεν συνιστά «στέρηση».
2. Οι αιτήτριες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας ή χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Η διοίκηση προέβη σε ενδελεχή μελέτη και έρευνα, προτού καταλήξει στην απόρριψη της ένστασης των αιτητριών και στην επικύρωση του διατάγματος διατήρησης. Η αιτιολογία στην οποία στηριζόταν το επίδικο Διάταγμα περιέχεται σ' αυτό αλλά και υποστηρίζεται και συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Οι λόγοι που προβάλλουν οι αιτήτριες στην ένστασή τους έχουν εξεταστεί και σταθμιστεί δεόντως από τους καθ' ων η αίτηση.
3. Παραπονούνται οι αιτήτριες ότι οι λόγοι αυτοί δεν έτυχαν της δέουσας εξέτασης και εκτίμησης αφού απορρίφθηκαν. Αμφισβητούν έτσι την κρίση των καθ' ων η αίτηση ως προς την ορθότητά της. Αυτοί όμως οι λόγοι της ένστασης που προβάλλουν οι αιτήτριες συνιστούν θέματα τεχνικής φύσεως τα οποία δεν ελέγχονται από το Δικαστήριο, σύμφωνα με πάγια νομολογία.
Η τεχνική κρίση της διοίκησης ελέγχεται μόνο σε περιπτώσεις πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην εξεταζόμενη υπόθεση.
4. Τέλος, οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι ήταν αντισυνταγματική η έκδοση του επίδικου διατάγματος από τον Υπουργό Εσωτερικών, αφού με βάση το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το ζήτημα αυτό έχει λυθεί από τη νομολογία από παλιά.
Το Άρθρο 38 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 εξουσιοδοτεί ρητά τον Υπουργό Εσωτερικών να εκδίδει διατάγματα διατήρησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Lanitis E.C. Estates Ltd. κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3252,
Holy Sea of Kitium v. Republic, 1 R.S.C.C. 28,
Μanglis a.o. v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 351,
Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,
Stavrinou ν. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195,
Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1457.
Προσφυγή.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τις Αιτήτριες.
Ρ. Πετρίδου, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
KPONIΔHΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτήτριες ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στις Αιτήτριες με επιστολή ημερομηνίας 4.8.2004 και η οποία λήφθηκε στις 11.8.2004 και με την οποία απέρριψαν την ένστασή τους εναντίον του διατάγματος διατήρησης (Κ.Δ.Π. 135/02) αναφορικά με την οικοδομή στο τεμάχιο με αρ. 429 και 430, Φ/Σχ. XL/64.3.IV, στη Λάρνακα (Σκάλα/Β.), είναι άκυρη και/ή παράνομη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.»
Οι αιτήτριες είναι ιδιοκτήτριες της οικοδομής που βρίσκεται στα τεμάχια με αρ. 429 και 430, Φ/Σχ. XL/64.3.IV στη Λάρνακα (Σκάλα/Β.) η οποία κηρύχθηκε μαζί με άλλες οικοδομές διατηρητέα με σχετικό Διάταγμα Διατήρησης που εκδόθηκε από τον καθ' ου η αίτηση Υπουργό Εσωτερικών και το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 15.3.2002 (Κ.Δ.Π. 135/2002).
Εναντίον του διατάγματος αυτού οι αιτήτριες υπέβαλαν ένσταση μέσω των δικηγόρων τους στις 13.5.2002. Στην ένσταση των δικηγόρων τους αναφέρονται οι ακόλουθοι λόγοι:-
«1. Η εν λόγω οικοδομή ανηγέρθη κατά ή περί το έτος 1910.
2. Η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία της αστικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
3. Η θέση στην οποία ευρίσκεται η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να υπαχθεί σε ομάδα οικοδομών και περιοχών που αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου του ιστορικού κέντρου της Λάρνακας.
4. Η εν λόγω οικοδομή σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ή και αντιπροσωπευτικά ή και εκλεκτά δείγματα της αστικής αρχιτεκτονικής.
5. Το εν λόγω ακίνητο διατηρείται, συντηρείται και επιδιορθώνεται από τους πελάτες μας και δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε φθορά.
6. Τέλος, η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οικοδομή ειδικού αρχιτεκτονικού ή ιστορικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος.»
Αναφορικά με την ένσταση ζητήθηκαν εκθέσεις από το Διευθυντή Πολεοδομίας και το Δήμο Λάρνακας.
Ο Διευθυντής Πολεοδομίας στην έκθεση του ημερομηνίας 4.9.2002 εισηγήθηκε την απόρριψη της ένστασης εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους επιβαλλόταν η διατήρηση της οικοδομής στην αυθεντική της μορφή. Την ίδια άποψη, για απόρριψη της ένστασης, εξέφρασε και ο Δήμος Λάρνακας με επιστολή του ημερ. 3.12.2002.
Κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Εσωτερικών, το Υπουργείο ετοίμασε σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο με την οποία εισηγείτο την απόρριψη της ένστασης και επικύρωση του εκδοθέντος με την Κ.Δ.Π. 135/2002 διατάγματος. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του ημερ. 15.6.2004, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτό από το Αρθρο 38 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων του 1972 έως 2002, επικύρωσε το υπό αναφορά διάταγμα διατήρησης της οικοδομής των αιτητριών. Σχετικά δε δημοσιεύτηκε Γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 16.7.2004 (Κ.Δ.Π. 653/2004). Το δε Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του, ημερ. 4.8.2004, πληροφόρησε τις αιτήτριες για την απόρριψη της ένστασης τους.
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Οι αιτητές, σαν πρώτο λόγο ακύρωσης, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το διάταγμα διατήρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας του ακινήτου, με συνέπεια τη στέρηση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους κατά παράβαση του Άρθρου 23.3 και 4 του Συντάγματος.
Η κήρυξη ακίνητης ιδιοκτησίας ως διατηρητέας με βάση το Αρθρο 38(1) του Νόμου δεν στερεί από τον ιδιοκτήτη το δικαίωμα αξιοποίησης της ή πώλησης της. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το διάταγμα αφορούν την υποχρέωση των ιδιοκτητών να εξασφαλίσουν την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών για οποιεσδήποτε οικοδομικές εργασίες ως και τον έλεγχο στο δικαίωμα κατεδάφισης ή αλλοίωσης του χαρακτήρα της οικοδομής και της περιοχής. (Βλέπε: Lanitis E.C. Estates Ltd. κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3252). Αν, επιβληθέντες σε ιδιοκτησία περιορισμοί, έχουν ως συνέπεια τη στέρηση της από τον ιδιοκτήτη, μέσα στην έννοια της πιο πάνω συνταγματικής πρόνοιας, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. (Βλέπε: Holy Sea of Kitium v. Republic, 1 R.S.C.C. 28 και Manglis a.o. v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 351 και στο Σύγγραμμα Κυριακόπουλου «Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο», Τόμος Γ, σελίδες 366 και 368). Έχει νομολογηθεί ότι περιορισμοί της Πολεοδομίας (Πολεοδομικές ζώνες) δεν συνιστούν στέρηση ιδιοκτησίας όπως έχει προσδιορισθεί και από την Ελληνική νομολογία. Όπως και στην παρούσα υπόθεση, οι αιτήτριες συνεχίζουν να είναι ιδιοκτήτες του ακινήτου, να το κατέχουν, να το απολαμβάνουν και να δικαιούνται να το διαθέτουν.
Οι αιτήτριες ισχυρίζονται πως με το επίδικο διάταγμα μειώνεται σημαντικά η αξία του ακινήτου. Τούτο όμως, σύμφωνα με τη νομολογία δεν συνιστά «στέρηση». Τούτο αποφασίσθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Lanitis E.C. Estates Ltd κ.ά. (πιο πάνω). Στη σελίδα 3262 αναφέρονται και τα εξής:-
«Η βάση του παραπόνου όλων των αιτητών είναι, πως με τις προσβαλλόμενες πολεοδομικές ζώνες μειώνεται σημαντικά η αξία της περιουσίας τους, γιατί μελλοντική αξιοποίησή της, δεν θα αποφέρει το εισόδημα που θα απέφερε, αν δεν επιβαλλόντουσαν οι περιορισμοί των κρινόμενων πολεοδομικών ζωνών. Ως μοναδικό δηλαδή κριτήριο προβάλλεται η δυνατότητα να ανεγερθούν σε όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα οι μεγαλύτερες κατά το δυνατό οικοδομές. Δεν είναι έργο μας να εκφράσουμε γνώμη πάνω σε αυτό το ζήτημα. Περιοριζόμαστε να επισημάνουμε πως το κριτήριο αυτό είναι εσφαλμένο, γιατί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν έχει ως επακόλουθο και το απεριόριστο δικαίωμα ανάπτυξής της. Simonis a.o. v. The Improvement Board of Latsia (1984) 3(A) C.L.R. 109. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, συνταγματική σαφής διάταξη (Αρθρο 23.3) προνοεί, πως για οποιονδήποτε όρο, δέσμευση ή περιορισμό που επιβάλλεται με αποτέλεσμα να μειωθεί ουσιωδώς η οικονομική αξία μιας ιδιοκτησίας, καταβάλλεται το συντομότερο δίκαιη αποζημίωση που καθορίζεται από τα Πολιτικά Δικαστήρια.»
(Βλέπε επίσης: Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85.)
Με γνώμονα τη νομολογία, η επικύρωση του επίδικου διατάγματος αφ' εαυτού δεν συνιστά αντισυνταγματική στέρηση ιδιοκτησίας και συνεπώς ο ισχυρισμός των αιτητών περί του αντιθέτου κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Οι αιτήτριες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας ή χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Οι εισηγήσεις αυτές των αιτητών δεν με βρίσκουν σύμφωνο.
Έχουν κατατεθεί ενώπιόν μου 9 ογκώδεις φάκελοι. Από το περιεχόμενο τους καθώς και τα γεγονότα όπως εκτίθενται και από τους διαδίκους στα δικόγραφα της προσφυγής, καταδεικνύουν ότι η διοίκηση προέβη σε ενδελεχή μελέτη και έρευνα προτού καταλήξει στην απόρριψη της ένστασης των αιτητών και στην επικύρωση του διατάγματος διατήρησης. Σαν αποτέλεσμα της ενδελεχούς έρευνας της Πολεοδομίας και του Δήμου Λάρνακας, ο Υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε, δυνάμει του Αρθρου 38(1) το επίδικο διάταγμα, που αφορούσε την οικοδομή των αιτητριών, στο οποίο καταγράφονται και οι λόγοι που επέβαλλαν την έκδοση του. Κατά συνέπεια η αιτιολογία στην οποία στηριζόταν το Διάταγμα περιέχεται σ' αυτό αλλά και υποστηρίζεται και συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Οι λόγοι που προβάλλουν οι αιτήτριες στην ένστασή τους έχουν εξεταστεί και σταθμιστεί δεόντως από τους καθ' ων η αίτηση. Παραπονούνται οι αιτήτριες ότι οι λόγοι αυτοί δεν έτυχαν της δέουσας εξέτασης και εκτίμησης αφού απορρίφθηκαν. Αμφισβητούν έτσι την κρίση των καθ'ων η αίτηση ως προς την ορθότητα της. Αυτοί όμως οι λόγοι της ένστασης που προβάλλουν οι αιτήτριες συνιστούν θέματα τεχνικής φύσεως τα οποία δεν ελέγχονται από το Δικαστήριο, σύμφωνα με πάγια νομολογία. (Βλέπε: Stavrinou v. Republic (1986) 3(B) C.L.R. 1195).
Η τεχνική κρίση της διοίκησης ελέγχεται μόνο σε περιπτώσεις πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας. Ενόψει όμως των όσων έχουν αναφερθεί προηγουμένως, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην εξεταζόμενη υπόθεση.
Τέλος, οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι ήταν αντισυνταγματική η έκδοση του επίδικου διατάγματος από τον Υπουργό Εσωτερικών αφού με βάση το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το ζήτημα αυτό έχει λυθεί από τη νομολογία από παλιά. Στη Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1457, αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 1472:-
«Η Βουλή επομένως μπορεί να εξουσιοδοτεί την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων για την εφαρμογή Νόμου που η ίδια ψηφίζει σε οποιοδήποτε όργανο της Δημοκρατίας το οποίο ασκεί εκτελεστική εξουσία. Η εντύπωσή μας είναι πως η παράγραφος (ζ) του Αρθρου 54, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ένας νόμος εξουσιοδοτεί μεν την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων αλλά δεν αναφέρεται σ' αυτόν το όργανο που θα τα εκδώσει. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει τότε την εξουσία εκδόσεώς τους, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου. Όταν όμως η Βουλή ορίσει στο νόμο το όργανο που θα εκδώσει τα κανονιστικά και εκτελεστικά διατάγματα, τότε το όργανο αυτό κατ' εξουσιοδότηση του Νομοθετικού Σώματος δικαιούται και οφείλει να τα εκδώσει.»
Το Αρθρο 38 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 εξουσιοδοτεί ρητά τον Υπουργό Εσωτερικών να εκδίδει διατάγματα διατήρησης. Έτσι και ο λόγος αυτός που προβάλλουν οι αιτήτριες είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Κατά συνέπεια η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα που θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.