ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 100
9 Φεβρουαρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ Δ. ΜΟΥΖΟΥΡΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1019/2004)
Πολεοδομία και Χωροταξία ― Αίτηση για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση των προνοιών Τοπικού Σχεδίου ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η απόρριψη της αίτησης για παρέκκλιση στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης της αίτησής του για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής πρόβαλε ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο που προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση. Είναι η θέση του, πως ζητήθηκαν μεν οι απόψεις του αλλά δεν ζητήθηκαν περαιτέρω εξηγήσεις και διευκρινίσεις, αφού η Πολεοδομική Αρχή έκρινε ότι ο αιτητής δε διατύπωσε με σαφήνεια τη θέση του.
Κρίνεται ότι έγινε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση. Η Πολεοδομική Αρχή έδωσε την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει τις θέσεις του, οι οποίες τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων. Το τελευταίο δεν έκρινε ότι χρειαζόταν οποιαδήποτε διερεύνηση.
2. Ισχυρίστηκε στη συνέχεια ο αιτητής, ότι η αίτησή του κακώς εξετάστηκε με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.
Κρίσιμο όμως νομοθετικό καθεστώς είναι αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, στην εξεταζόμενη περίπτωση της ακυρωθείσας.
3. Ισχυρίστηκε ακολούθως ο αιτητής, ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.
Στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αναφέρονται τα σημεία στα οποία η προτεινόμενη ανάπτυξη συγκρούεται με τις πρόνοιες του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης. Στον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π. 309/99, αναφέρονται τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να επιτραπεί ανάπτυξη κατά παρέκκλιση του Σχεδίου Ανάπτυξης. Η αίτηση απορρίφθηκε αφού διαπιστώθηκε ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια του εν λόγω Κανονισμού. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
4. Πρόβαλε ακόμα ο αιτητής ότι η σύνθεση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων κατά τη συνεδρία της 17.5.2004 είναι παράνομη. Ανέφερε ότι σ' αυτή συμμετείχαν ο κ. Ανδρέας Χριστοδούλου, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών ως Γραμματέας και ο κ. Γιώργος Κορφιώτης, Νομικός Σύμβουλος του Συμβουλίου, οι οποίοι, κατά τον ισχυρισμό του, δεν αποχώρησαν πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ορθή. Η παρουσία του κ. Χριστοδούλου ήταν νόμιμη με βάση το Άρθρο 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), το οποίο καθιστά νόμιμη την παρουσία προσώπου που είναι αρμόδιος για την τήρηση πρακτικών. Σχετικός είναι και ο Κανονισμός 11, ο οποίος καθορίζει ότι παρέχεται διοικητική υποστήριξη στο Συμβούλιο από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Ο κ. Κορφιώτης, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, παρακάθησε μόνο σε σχέση με το θέμα Α2. Το επίδικο θέμα ήταν το θέμα Β8, στο οποίο δεν προκύπτει ότι παρακάθησε.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Μαλαχτού, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ένας από τους ιδιοκτήτες του τεμαχίου με αρ. 850 (νέος αρ. 1003) Φ/Σχ. LIV.52 στο Δήμο Γερμασόγειας.
Αρχικά οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου εξασφάλισαν άδεια οικοδομής και ανήγειραν ισόγεια κατοικία και ακολούθως εξασφάλισαν άδεια και πρόσθεσαν τρεις ορόφους.
Το 1989 συμφώνησαν με το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας να παραχωρήσουν δωρεάν μέρος του τεμαχίου τους για διαπλάτυνση του δρόμου που οδηγεί στο Δημοτικό Σχολείο Ποταμού Γερμασόγειας «νοουμένου ότι κατά την οικιστική αξιοποίηση του θα ληφθεί υπόψη το παραχωρούμενο μέρος για σκοπούς υπολογισμού του συντελεστή δόμησης και του ποσοστού κάλυψης.»
Το 1997 οι ιδιοκτήτες του εν λόγω τεμαχίου υπέβαλαν αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση καταστημάτων και διαμερισμάτων στον ελεύθερο χώρο αυτού κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού. Η αίτηση απορρίφθηκε και εναντίον της απόρριψης ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή.
Η Υπουργική Επιτροπή απέρριψε, με απόφαση της ημερομηνίας 3.3.2000, την ιεραρχική προσφυγή και κάλεσε την Πολεοδομική Αρχή να γνωστοποιήσει στον αιτητή ότι είναι διατεθειμένη να μελετήσει νέα αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης μόνο όσο αφορά το θέμα υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης, σύμφωνα με τη δέσμευση που ανέλαβε το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας, νοουμένου ότι θα τηρηθούν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(ι) Η αίτηση θα αφορά αποκλειστικά οικιστική ανάπτυξη.
(ιι) Η υφιστάμενη οικοδομή θα επανέλθει στη χρήση που εγκρίθηκε με την αρχική άδεια οικοδομής (7 οικιστικά διαμερίσματα) ώστε το εμβαδόν της γης που απασχολεί να αφαιρεθεί με βάση το συντελεστή δόμησης που ίσχυε όταν εξασφαλίστηκε η άδεια οικοδομής.
(ιιι) Θα τηρούνται οι πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού όσο αφορά τους χώρους στάθμευσης.
Ο αιτητής άσκησε την Προσφυγή Aρ. 823/2000 εναντίον της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής, την οποία απέσυρε στη συνέχεια.
Στις 13.7.2000 ο αιτητής και οι άλλοι ιδιοκτήτες του τεμαχίου υπέβαλαν αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας και παράλληλα αίτηση για χορήγηση της άδειας αυτής κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού με βάση τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99).
Το θέμα τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, το οποίο στη συνεδρία του ημερομηνίας 7.1.2002 αποφάσισε να αναβάλει τη λήψη απόφασης μέχρι η Πολεοδομική Αρχή να ενημερώσει το Συμβούλιο κατά πόσο οι αιτητές αποδέχονται την πιο πάνω απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 3.3.2000 για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση μόνο όσο αφορά τον τρόπο υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης.
Το Υπουργείο Εσωτερικών γνωστοποίησε την απόφαση του Συμβουλίου στην Πολεοδομική Αρχή, ζητώντας κατάλληλη ενημέρωση.
Η Πολεοδομική Αρχή υποστήριξε ότι οι αιτητές δεν αποδέχονταν την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής. Το Υπουργείο Εσωτερικών έθεσε εκ νέου την αίτηση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων. Αποφάσισε το τελευταίο να εισηγηθεί όπως το Υπουργικό Συμβούλιο, με βάση τις εξουσίες που έχει από το Αρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, απορρίψει την αίτηση, δεδομένου ότι αυτή δεν πληροί τις πρόνοιες του Κανονισμού 19(1)(α) - (ιβ), δε θεωρείται έκτακτη και δικαιολογημένη προς το δημόσιο συμφέρον και δεν αποτελεί ειδική περίπτωση.
Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση, υιοθετώντας την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων.
Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε από τον αιτητή με την Προσφυγή Aρ. 667/2002. Έκρινε το Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 26.9.2003, ότι η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 3.3.2000 έπρεπε να είχε τεθεί ευθέως ενώπιον του αιτητή και να είχε ζητηθεί η άποψή του όπως ρητά είχε αποφασισθεί από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων την 7.1.2002.
Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση:
«Στην παρούσα υπόθεση το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. ήταν της άποψης ότι η διερεύνηση της θέσης του αιτητή ήταν ζήτημα το οποίο έπρεπε να διερευνηθεί προ της λήψης της απόφασης. Αποτελούσε, επομένως, ένα ουσιώδες στοιχείο. Κατά συνέπεια έπρεπε να είχε διερευνηθεί δεόντως. Δεν έχει διερευνηθεί. Επομένως η επίδικη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία έχει υιοθετήσει την απόφαση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ., είναι το προϊόν μη δέουσας και ανεπαρκούς έρευνας. Έχει νομολογηθεί ότι: 'παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .'
Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.»
Ακολούθως το Υπουργείο Εσωτερικών κάλεσε την Πολεοδομική Αρχή να ζητήσει τις απόψεις του αιτητή για να τεθεί εκ νέου η αίτηση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων.
Ο αιτητής απάντησε σε επιστολές ημερομηνίας 12.12.2003 και 21.2.2004. Σ' αυτές, όπως ανέφερε και το Υπουργείο Εσωτερικών στο Σημείωμά του προς το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, δε διατυπώνει με σαφήνεια κατά πόσο αποδέχεται την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 3.3.2000 αλλά αναφέρεται σε σειρά γεγονότων που είχαν ληφθεί υπόψη κατά την προηγούμενη εξέταση της αίτησης.
Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αποφάσισε να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση θεωρώντας ότι δεν πληροί τις πρόνοιες του Κανονισμού 19(1). Κάλεσε την Πολεοδομική Αρχή να ενημερώσει τον αιτητή ότι μπορεί να υποβάλει νέα πολεοδομική αίτηση ώστε να επωφεληθεί των νέων αναπτυξιακών δικαιωμάτων του εν λόγω τεμαχίου με βάση το Τροποποιημένο Σχέδιο Λεμεσού.
Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση, υιοθετώντας την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων.
Η απόφαση αυτή είναι που προσβάλλεται με την εξεταζόμενη προσφυγή.
Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο που προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση. Είναι η θέση του πως ζητήθηκαν μεν οι απόψεις του αιτητή αλλά δε ζητήθηκαν περαιτέρω εξηγήσεις και διευκρινίσεις, αφού η Πολεοδομική Αρχή έκρινε ότι ο αιτητής δε διατύπωσε με σαφήνεια κατά πόσο αποδέχεται τις προϋποθέσεις που περιέχονται στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής της 3.3.2000.
Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι η Πολεοδομική Αρχή ζήτησε τις απόψεις του αιτητή, κατά πόσο αποδέχεται την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής.
Διαπίστωσε ότι δε διατυπώνει με σαφήνεια κατά πόσο αποδέχεται τις αναφερθείσες προϋποθέσεις και ότι αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία περιλήφθηκαν στην αίτηση για παρέκκλιση και λήφθηκαν υπόψη από την Πολεοδομική Αρχή κατά την εξέτασή της.
Έχω την άποψη ότι έγινε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση. Η Πολεοδομική Αρχή έδωσε την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει τις θέσεις του, οι οποίες τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων. Το τελευταίο δεν έκρινε ότι χρειαζόταν οποιαδήποτε διερεύνηση.
Ισχυρίστηκε στη συνέχεια ο δικηγόρος του αιτητή ότι η αίτησή του κακώς εξετάστηκε με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Θα έπρεπε, όπως υπέβαλε, να εξεταστεί «με βάση τα δεδομένα της συμφωνίας» που είχε κάνει την 13.10.89 με το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας. Είναι η θέση του ότι οι προϋποθέσεις της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής της 3.3.2000 τέθηκαν παράνομα.
Μελετώντας τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία διαπιστώνω ότι υπάρχει τήρηση της δέσμευσης που ανέλαβε το τότε Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας όσο αφορά το θέμα υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης.
Εν πάση περιπτώσει, κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, στην εξεταζόμενη περίπτωση της ακυρωθείσας.
Ισχυρίστηκε ακολούθως ο δικηγόρος του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.
Στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αναφέρονται τα σημεία στα οποία η προτεινόμενη ανάπτυξη συγκρούεται με τις πρόνοιες του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης. Στον Κανονισμό 19 αναφέρονται τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να επιτραπεί ανάπτυξη κατά παρέκκλιση του Σχεδίου Ανάπτυξης. Η αίτηση απορρίφθηκε αφού διαπιστώθηκε ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια του εν λόγω Κανονισμού. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Πρόβαλε ακόμα ο δικηγόρος του αιτητή ότι η σύνθεση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων κατά τη συνεδρία της 17.5.2004 είναι παράνομη. Ανέφερε ότι σ' αυτή συμμετείχαν ο κ. Ανδρέας Χριστοδούλου, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών ως Γραμματέας και ο κ. Γιώργος Κορφιώτης, Νομικός Σύμβουλος του Συμβουλίου, οι οποίοι, κατά τον ισχυρισμό του, δεν αποχώρησαν πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ορθή. Η παρουσία του κ. Χριστοδούλου ήταν νόμιμη με βάση το Αρθρο 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), το οποίο καθιστά νόμιμη την παρουσία προσώπου που είναι αρμόδιος για την τήρηση πρακτικών. Σχετικός είναι και ο Κανονισμός 11, ο οποίος καθορίζει ότι παρέχεται διοικητική υποστήριξη στο Συμβούλιο από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Ο κ. Κορφιώτης, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, παρακάθησε μόνο σε σχέση με το θέμα Α2. Το επίδικο θέμα ήταν το θέμα Β8, στο οποίο δεν προκύπτει ότι παρακάθησε.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.