ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 4 ΑΑΔ 58
27 Ιανουαρίου, 2006
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΣ ΟΞΥΝΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ου η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 398/2004)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα του αναφέρεσθαι ― Άρθρο 29 του Συντάγματος ― Περιστάσεις της παράλειψης απόφασης και απάντησης επί ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών στην κριθείσα περίπτωση, η οποία κρίθηκε δεκτική προσβολής με προσφυγή.
Κτηματομεσίτες ― Ιεραρχική προσφυγή εναντίον απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, σύμφωνα με το Άρθρο 16Α των περί Κτηματομεσιτών Νόμων του 1987 έως 1994 (Ν.42(Ι)/94) ― Παράλειψη του Υπουργού Εσωτερικών να αποφασίσει επί της προσφυγής ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της παράλειψης του καθ' ου η αίτηση Υπουργού, να αποφασίσει επί της ιεραρχικής προσφυγής του κατ' αποφάσεως του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη παράλειψη, αποφάσισε ότι:
1. Στην παρούσα περίπτωση, ο καθ' ου η αίτηση, καθώς προκύπτει από τα γεγονότα, άρχισε την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή - (κάλεσε τον αιτητή να υποστηρίξει τις θέσεις του) - παρέλειψε, όμως, να αποφασίσει επ' αυτής και να απαντήσει στον αιτητή. Η παράλειψή του αυτή συνιστά παραβίαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος και οπωσδήποτε είναι δεκτική προσβολής δι' αιτήσεως ακυρώσεως.
2. Από το περιεχόμενο της επιστολής προς το συνήγορο του αιτητή, προκύπτει ότι η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, ημερομηνίας 23/2/2001, ούτε εξετάστηκε, ούτε αποφασίστηκε, ενώ είναι σαφές ότι ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών και διατυπώθηκαν λόγοι, γιατί η απόφαση αυτή δεν είναι ορθή.
3. Ενόψει της παράλειψης του καθ' ου η αίτηση να εξετάσει κατά πόσο η απόφαση του Συμβουλίου ήταν δικαιολογημένη, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα και η παράλειψη πρέπει να αρθεί.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Προσφυγή.
Θ. Ραφτοπούλου, για τον Ευαγγέλου, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του καθ' ου η αίτηση, να εξετάσει και/ή να αποφασίσει την ιεραρχική προσφυγή ημερ. 23/2/2001 που υπέβαλε ο αιτητής κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών ημερ. 29/1/2001, με την οποία, το Συμβούλιο ουσιαστικά απέρριψε την αίτηση του αιτητή για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα.»
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών, (το «Συμβούλιο»), αρμόδιο για την εξέταση αιτήσεων για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών, με βάση τους περί Κτηματομεσιτών Νόμους του 1987 μέχρι 1994, (Ν. 42(Ι)/94), (οι «Νόμοι»)*, εξέτασε, στις 23/1/2001, αίτηση για εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, με επιστολή του, ημερομηνίας 29/1/2001, πληροφόρησε τον αιτητή ότι το Συμβούλιο αποφάσισε ότι αυτός πληροί τα απαιτούμενα στο εδάφιο (1) του Άρθρου 6 των Νόμων προσόντα, εκτός εκείνων της παραγράφου (ε) - επαρκείς γνώσεις στην κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία, αναγκαίες για την ορθή και υπεύθυνη άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη - και τον κάλεσε να παρακαθίσει σε εξετάσεις, που θα διενεργούσε το Συμβούλιο.
Ο αιτητής υπέβαλε, στις 23/2/2001, μέσω του συνηγόρου του, ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης του Συμβουλίου να τον καλέσει σε εξετάσεις. Βάσισε την ιεραρχική προσφυγή του στους πιο κάτω λόγους:-
«(α) Ο πελάτης μας, όπως καθαρά προκύπτει από την Αίτηση, αλλά και τα επισυναπτόμενα σε αυτή έγγραφα, πληρεί τα απαιτούμενα από το Νόμο προσόντα.
(β) Το Συμβούλιο κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση αυθαίρετα και/ή χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε διερεύνηση. Ενώ από τα ενώπιον του στοιχεία (βλέπε την Αίτηση) προκύπτει καθαρά ότι ο πελάτης μας ικανοποιεί το απαιτούμενο προσόν στο Άρθρο 6(1)(ε), το Συμβούλιο χωρίς να έχει ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία που ανατρέπουν ή έστω να δημιουργούν αμφιβολία για τη δήλωση του πελάτη μας στην Αίτηση, αποφάσισε ότι ο πελάτης μας δεν πληρεί το εν λόγω προσόν.
(γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση εκτός από αυθαίρετη είναι και αντιφατική. Ενώ το Συμβούλιο έκρινε (και ορθά έπραξε) ότι ο πελάτης μας ικανοποιούσε το προσόν στην παράγραφο (στ) του Άρθρου 6(1) γεγονός που κανονικά δημιουργεί τεκμήριο ότι έχει επαρκείς γνώσεις για την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία, από την άλλη χωρίς να έχει ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία που να ανατρέπουν αυτό το τεκμήριο, αποφάσισε ότι δεν πληρεί το προσόν στο Άρθρο 6(1)(ε).
(δ) Είναι γεγονός ότι το Συμβούλιο έχει τη διακριτική εξουσία με βάση το Άρθρο 6(3) του Νόμου, να ζητά από ενδιαφερόμενους αιτητές να παρακαθίσουν σε εξετάσεις για σκοπούς του Άρθρου 6(1)(ε). Όμως, η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται μέσα στα πλαίσια των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Έχουμε τη γνώμη ότι στην προκείμενη περίπτωση και εν όψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, το Συμβούλιο ενήργησε εκτός των πλαισίων των αρχών αυτών.»
Ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, είχε συνάντηση μαζί του, στις 15/7/2002, για να υποστηρίξει ο αιτητής τους λόγους αυτής.
Σύμφωνα με επιστολή του συνηγόρου του αιτητή, κατά την εν λόγω συνάντηση, ο Υπουργός Εσωτερικών ζήτησε να προσκομίσει ο αιτητής πρόσθετα στοιχεία, με τα οποία να καταδεικνύεται ότι την περίοδο 1990 - 1994 αυτός εκτελούσε κτηματομεσιτική εργασία.
Ο αιτητής, με επιστολή, μέσω του συνηγόρου του, ημερομηνίας 7/8/2002, διαβίβασε στον Υπουργό τα στοιχεία, τα οποία έκρινε αναγκαία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του και, ειδικότερα, εκείνο της απαιτούμενης από το εδάφιο 1(στ) του Άρθρου 6 των Νόμων δεκαετούς πείρας στην κτηματομεσιτική εργασία.
Ο αιτητής, παρά τις επανειλημμένες επιστολές που αυτός απέστειλε, μέσω του συνηγόρου του - (29/1/2003, 7/7/2003, 14/8/2003, 15/9/2003, 16/10/2003 και 14/11/2003) - πήρε απάντηση μόλις στις 22/1/2004, το ακριβές κείμενο της οποίας έχει ως εξής:-
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 14 Νοεμβρίου, 2003, σχετικά με την αίτηση που υπέβαλε ο πελάτης σας κ. Γιάννος Όξυνος για να εγγραφεί ως κτηματομεσίτης και να σας πληροφορήσω ότι ύστερα από διερεύνηση και μελέτη του όλου θέματος, διαπιστώθηκε ότι το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών, κάλεσε τον πελάτη σας να παρακαθήσει σε γραπτές εξετάσεις για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο πελάτης σας πληροί τον όρο που απαιτείται από το Άρθρο 6(1)(ε) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου. Οι υπόλοιπες προϋποθέσεις και απαιτήσεις του Νόμου πληρούνται από τον κ. Όξυνο. Αναφέρεται σχετικά ότι η διαπίστωση των επαρκών γνώσεων των υποψηφίων περί την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία από το συμβούλιο Εγγραφής, γίνεται πάντοτε ύστερα από γραπτές εξετάσεις που διοργανώνει το Συμβούλιο.
Ως εκ τούτου, παρακαλείσθε όπως ενημερώσετε τον πελάτη σας σχετικά και απευθυνθεί στη Γραμματέα του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, για τα περαιτέρω. Απολογούμαι για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έγκαιρη απάντηση της επιστολής σας.»
Με την προσφυγή, προσβάλλεται η παράλειψη του καθ' ου η αίτηση να αποφασίσει επί της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, ημερομηνίας 23/2/2001, η οποία στρέφεται εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου, ημερομηνίας 29/1/2001. Προβάλλονται, βασικά, δύο λόγοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον αιτητή, τεκμηριώνουν λόγους ακυρότητας.
Με τον πρώτο λόγο, υποστηρίζεται ότι ο καθ' ου η αίτηση εσφαλμένα εφάρμοσε τους Νόμους. Εισηγείται, ο αιτητής, ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16Α των Νόμων, ο καθ' ου η αίτηση είναι υποχρεωμένος να εξετάζει και να αποφασίζει επί κάθε ιεραρχικής προσφυγής που στρέφεται εναντίον απόφασης του Συμβουλίου.
Το Άρθρο 16Α των Νόμων προβλέπει:-
«16Α.(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ αποφάσεως του Συμβουλίου εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της ημέρας της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως δι' εγγράφου προσφυγής, εν η εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, εις τον Υπουργόν, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος και, αφού ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ' ων στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως αποφάσεως επί της προσφυγής.
(3) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρισιν προσφυγής, η απόφασις του Συμβουλίου δεν καθίσταται εκτελεστή.»
Υποστηρίζει ο αιτητής ότι ο καθ' ου η αίτηση, με την απόφαση που έλαβε, αρνήθηκε, ουσιαστικά, και/ή παρέλειψε να αποφασίσει, όπως είχε υποχρέωση, την ιεραρχική προσφυγή του. Κατά την άποψή του, η απόφαση, που του κοινοποιήθηκε και με την οποία αποφασίστηκε όπως αυτός παρακαθίσει σε εξετάσεις, είναι εσφαλμένη, αφού τέτοια απόφαση, με βάση το Άρθρο 6(3) των Νόμων, μπορεί να ληφθεί μόνο από το Συμβούλιο και όχι από τον καθ' ου η αίτηση, ο οποίος το μόνο το οποίο δικαιούται να πράξει είναι να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή. Και αν ακόμη, εισηγείται, θεωρηθεί ότι εξετάστηκε η ιεραρχική προσφυγή του και απορρίφθηκε, η απόφαση είναι και πάλιν αυθαίρετη, αφού δεν υπήρξε οποιαδήποτε διερεύνηση. Τα στοιχεία, τα οποία υπέβαλε, δεν αξιολογήθηκαν από τον Υπουργό. Η αιτιολογία που δόθηκε - ότι είναι πάγια τακτική του Συμβουλίου να ζητά από τους αιτητές όπως παρακαθίσουν σε εξετάσεις - δεν ευσταθεί. Η διακριτική εξουσία του Συμβουλίου να ζητά από αιτητές να παρακαθίσουν σε εξετάσεις για τους σκοπούς του Άρθρου 6(1)(ε) των Νόμων θα πρέπει να ασκείται στα πλαίσια των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και όχι κατά πάγια τακτική και χωρίς να εκτιμούνται τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης. Ούτε η πάγια τακτική μπορεί να αποτελέσει τη βάση για νομιμότητα απόφασης στα πλαίσια εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής, όπως η παρούσα.
Ο συνήγορος του καθ' ου η αίτηση, με την ένστασή του, εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις: Η πρώτη έχει ως έρεισμα το γεγονός ότι ο αιτητής, εκτός από την παρούσα προσφυγή, καταχώρισε και την Προσφυγή 397/2004, με την οποία προσέβαλλε την απόφαση του καθ' ου η αίτηση, ημερομηνίας 23/2/2001. Η προδικαστική αυτή ένσταση είναι χωρίς περιεχόμενο, αφού, κατά το στάδιο των αγορεύσεων, η πιο πάνω προσφυγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, ο καθ' ου η αίτηση υποστηρίζει ότι η παράλειψη, η οποία προσβάλλεται, δεν εμπίπτει στην έννοια της παράλειψης της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 146 του Συντάγματος και, κατά συνέπεια, δεν είναι δεκτική προσβολής με αίτηση ακύρωσης. Η απόφαση, υπέβαλε, του Συμβουλίου, ημερομηνίας 29/1/2001, δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη.
Η προδικαστική αυτή ένσταση του καθ' ου η αίτηση δεν έχει έρεισμα. Με την παρούσα προσφυγή, δεν προσβάλλεται η απόφαση του Συμβουλίου αλλά η παράλειψη του καθ' ου η αίτηση να εξετάσει και να αποφασίσει την ιεραρχική προσφυγή που ο αιτητής υπέβαλε εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου.
Στην παρούσα περίπτωση, ο καθ' ου η αίτηση, καθώς προκύπτει από τα γεγονότα, άρχισε την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής - (κάλεσε τον αιτητή να υποστηρίξει τις θέσεις του) - παρέλειψε, όμως, να αποφασίσει επ' αυτής και να απαντήσει στον αιτητή. Η παράλειψή του αυτή συνιστά παραβίαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος και οπωσδήποτε είναι δεκτική προσβολής δι' αιτήσεως ακυρώσεως.
Από το περιεχόμενο της επιστολής προς το συνήγορο του αιτητή, η οποία έχει ήδη παρατεθεί, προκύπτει ότι η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, ημερομηνίας 23/2/2001, ούτε εξετάστηκε, ούτε αποφασίστηκε και είναι σαφές ότι ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου και διατυπώθηκαν λόγοι, γιατί η απόφαση του αυτή δεν είναι ορθή.
Ενόψει της παράλειψης του καθ' ου η αίτηση να εξετάσει κατά πόσο η απόφαση του Συμβουλίου ήταν δικαιολογημένη, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα και η παράλειψη πρέπει να αρθεί.
Διαταγή ως ανωτέρω.