ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                        (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 896/2004 και 908/2004)

 

19 Δεκεμβρίου, 2006

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

                        (Υπόθεση Αρ. 896/2004)

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης  η Αίτηση.

 

 

                        (Υπόθεση Αρ. 908/2004)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Αίτηση.

 

 

Θ. Ιωαννίδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 896/2004.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 908/2004.

Μ. Κυπριανού (κα), για την Καθ' ης η Αίτηση και στις δύο Προσφυγές.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι δύο προσφυγές έχουν κοινό νομικό και πραγματικό υπόβαθρο γιατί στρέφονται και οι δύο εναντίον της ίδιας διοικητικής απόφασης.  Γι' αυτούς τους λόγους εκδόθηκε, με τη συμφωνία των μερών, διάταγμα για συνεκδίκαση τους.

 

Ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας με επιστολές του, ημερ. 8.3.2004 και 30.4.2004, προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ζήτησε την πλήρωση τριών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου στην Ελεγκτική Υπηρεσία.

 

Επειδή, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας οι επίδικες θέσεις είναι θέσεις προαγωγής η ΕΔΥ σε συνεδρία της, στις 24.3.2004, αποφάσισε να επιληφθεί της πλήρωσης των θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία και στη συνεδρία να παραστεί και η Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας.

 

Στη συνεδρία της ΕΔΥ, την 1.7.2004 η Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ).  Ακολούθως η ΕΔΥ έκρινε ως καταλληλότερο υποψήφιο τον Ιωάννου Γιάγκο, Ε/Μ με το εξής σκεπτικό:-

 

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Ιωάννου, έλαβε υπόψη ότι αυτός, σ' ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων πέντε ετών, υπερέχει και/ή δεν υστερεί των μη επιλεγέντων.  Από πλευράς αρχαιότητας, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο επιλεγείς υστερεί έναντι των Προκοπίου, Κουρτελλάρη και Ηρακλέους.  Ωστόσο, έλαβε υπόψη ότι ο Ιωάννου, συγκρινόμενος με τον Προκοπίου, υπερτερεί αυτού ουσιαστικά σε αξία, συγκρινόμενος δε με τον Ηρακλέους, ο οποίος προηγείται σε αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας γέννησης, ο Ιωάννου προηγείται, έστω και οριακά, σε αξία.  Συγκρίνοντας τον Ιωάννου με τον Κουρτελλάρη, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι, διότι ο ένας υπερέχει οριακά σε αρχαιότητα και ο άλλος οριακά σε αξία.  Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 2004 (Ν. 87(Ι)/2004), έκρινε, αφού έλαβε υπόψη και τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, ως καταλληλότερο για προαγωγή τον Ιωάννου Γιάγκο.»

 

Σημειώνω ότι η προσφυγή με αριθμό 896/04 αφορά το Ε/Μ Ιωάννου Γιάγκο, ενώ η προσφυγή με αριθμό 908/2004 αφορά τόσο τον Ιωάννου Γιάγκο όσο και δύο άλλα πρόσωπα εναντίον των οποίων απεσύρθη η προσφυγή στις 10.1.2005.

 

Πρώτος και κύριος λόγος ακύρωσης που προβάλλουν και οι δύο αιτητές είναι ο ισχυρισμός ότι ο περί παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμος αρ. 87(1)/2004 με βάση τον οποίο προήχθηκε το Ε/Μ είναι αντισυνταγματικός, ιδιαίτερα το άρθρο 3(1) γιατί παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος.  Υποστηρίζουν οι αιτητές ότι ο νόμος αυτός εισάγει αδικαιολόγητη και δυσμενή διάκριση σε βάρος υποψηφίων για προαγωγή που δεν είναι παθόντες και έτσι τους στερεί την προαγωγή που θα εδικαιούντο αν δεν υπήρχε ο νόμος αυτός.  Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ο νόμος δεν παρέχει ίση μεταχείριση ή ίσες ευκαιρίες στους πολίτες της Δημοκρατίας να διεκδικήσουν θέσεις στο Δημόσιο ή να τύχουν προαγωγής σε δημόσια θέση αλλά δημιουργεί προνομιακή και άνιση μεταχείριση υπέρ των «παθόντων» και σε βάρος των υπολοίπων υποψηφίων.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ' ης η αίτηση προβάλλει την θέση ότι ο νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός ούτε προσβάλλει την αρχή της ισότητας που διασφαλίζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.  Ισχυρίζεται ότι ο νόμος αυτός διαφοροποιείται από τον προηγούμενο νόμο περί παθόντων (Νόμος 100(1)/98) που κρίθηκε αντισυνταγματικός στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένη Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534.  Εκφράζεται η άποψη πως οι πρόνοιες του επίδικου νόμου είναι διαφορετικές από αυτές του νόμου 100(1)/98 που κρίθηκε αντισυνταγματικός στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας.

 

Το θέμα της συνταγματικότητας του επίδικου νόμου έχει λυθεί τελεσίδικα από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ομόφωνη απόφαση Χαράλαμπος Κιττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 56/06, ημερ. 8.12.2006.  Σ' αυτή έχει κριθεί ότι ο επίμαχος νόμος είναι εξ ολοκλήρου αντισυνταγματικός ευθυγραμμιζόμενη με την απόφαση στην Κωνσταντίνου (πιο πάνω).  Αναφέρονται στη Χαράλαμπος Κιττής (πιο πάνω) τα εξής:-

 

«Έχουμε τη γνώμη πως ενδεχομένως να μην έχει γίνει πλήρως αντιληπτή η δικαστική σκέψη της Δημοκρατίας ν. Κωνσταντίνου, όπως αυτή διατυπώνεται και στις δύο αποφάσεις που δόθηκαν με την ίδια κατάληξη.  Ο Ν. 100(1)/98 κρίθηκε αντισυνταγματικός όχι για την πρόνοια του αναφορικά με την ποσόστωση, αλλά για το σύνολο των διατάξεων του που δημιουργούσαν τη διάκριση, αναφορικά με την εφαρμογή από το διοικητικό όργανο των αξιολογικών κριτηρίων για την πρόσληψη ή προαγωγή υποψηφίων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μεταξύ των υποψηφίων που ανήκαν στην τάξη που δημιουργούσε ο Νόμος και των υπολοίπων υποψηφίων.  Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος 1/90 ειδικά, αλλά και όλοι οι νόμοι που προβλέπουν για την αξιολόγηση των υποψηφίων για τις κενές θέσεις, πρώτου διορισμού ή προαγωγής, στο δημόσιο τομέα διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνάδουν με το άρθρο 28 του Συντάγματος.  Δίδεται δηλαδή ισότιμη ευκαιρία σε όλους τους πολίτες να διεκδικήσουν τις θέσεις, στη βάση των αξιολογικών κριτηρίων που προβλέπει ο νόμος.  Οποιαδήποτε πρόνοια του νόμου που εκθεμελιώνει ή μεταβάλλει αυτή τη βάση αναπόφευκτα θα προσκρούσει στο άρθρο 28 του Συντάγματος.  Οι λόγοι εκτίθενται στο σκεπτικό των δύο αποφάσεων στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, στην οποία και παραπέμπουμε.

 

........................................................................................................................................................................................................................................ ............................................................................

 

Βεβαίως, η αντισυνταγματικότητα του Νόμου συντελείται, όπως έχουμε ήδη πει, από την εισαγωγή του κριτηρίου της τάξης που δημιούργησε ο Νόμος μαζί με την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να επιλέγει πρόσωπο που ανήκει σ' αυτή την τάξη, εφόσον κριθεί «περίπου ισοδύναμος» με τους υπόλοιπους υποψήφιους.  Αν δεν υπήρχε το νομοθέτημα το διοικητικό όργανο θα επέλεγε, σύμφωνα με τα αξιολογικά κριτήρια, τον καταλληλότερο υποψήφιο.  Με την εισαγωγή όμως από το επίμαχο νομοθέτημα αυτού του στοιχείου ανατρέπεται η ισότητα των υποψηφίων έναντι του Νόμου, γι' αυτό και είναι αντίθετος με το άρθρο 28 του Συντάγματος.  Δημιουργείται δε φανερή αδικία γιατί αυτοί που ανήκουν στην τάξη που καθορίζει ο Νόμος έχουν αφενός το δικαίωμα να προαχθούν, εφόσον κριθούν στη βάση των αξιολογικών κριτηρίων υπέρτεροι των άλλων υποψηφίων, ταυτόχρονα όμως διατηρείται γι' αυτούς το δικαίωμα, εφόσον κριθούν περίπου ισοδύναμοι με τους υπόλοιπους υποψηφίους, να δικαιούνται στην προαγωγή.  Κάτι βεβαίως που μπορεί να γίνει ακόμη και στις ψηλότερες βαθμίδες της δημόσιας υπηρεσίας ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα.  Επαναλαμβάνουμε εδώ αυτό που ειπώθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, και στο οποίο ο δικαστής Αρτεμίδης έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, ότι δηλαδή αυτή η ευνοϊκή μεταχείριση που προβλέπει ο Νόμος γίνεται εις βάρος των συγκεκριμένων υπόλοιπων υποψηφίων, οι οποίοι ουσιαστικά επωμίζονται την εκπλήρωση της ευθύνης που έχει το σύνολο της πολιτείας απέναντι στην τάξη που ο Νόμος θέλει να ευνοήσει.»

 

Ενόψει της πιο πάνω κήρυξης του επίμαχου νόμου ως αντισυνταγματικού και επειδή η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στις διατάξεις του, κρίνω ότι επιβάλλεται η ακύρωση της. 

 

Και οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

 

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο