ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 928 /2005)
20 Νοεμβρίου, 2006
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΣΙΝΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Κενεβέζος, για τον Καθ ΄ου η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι απόφοιτος του ΑΤΙ στον κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής. Στις 16/7/04 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του στο μητρώο μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ), Κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου.
Το ΕΤΕΚ κατά τον καταρτισμό του Μητρώου των Μελών του, υποβοηθείται από επιτροπές που συστάθηκαν δυνάμει των άρθρων 14 και 18 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου Ν. 224/90 όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «ο Νόμος»). Η Επιτροπή Εγγραφής Μελών του Επιμελητηρίου, που λειτουργεί δυνάμει της ΚΔΠ 133/97, σε συνεδρία της, που πραγματοποιήθηκε στις 17/05/05, επιλήφθηκε της αίτησης του αιτητή και εισηγήθηκε στο ΕΤΕΚ την απόρριψη της για τους πιο κάτω λόγους:
«Το δίπλωμα του αιτητή τυγχάνει μεν αναγνώρισης από το EC σε επίπεδο Ceng, από το 1979 μέχρι και το 2008, με την προϋπόθεση ότι απαιτείται Πρόσθετη Εκπαίδευση (Further Learning / Matching Section), από το έτος εισαγωγής 1999 και μετά.
Το έτος έναρξης του προγράμματος σπουδών που παρακολούθησε ο αιτητής είναι το 2001. Απαιτείται η παρακολούθηση matching section.»
Η Διοικούσα Επιτροπή σε συνεδρία της ημερ. 26/05/05, αποφάσισε τη μη αναγνώριση του πτυχίου του αιτητή για εγγραφή στον κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής για σκοπούς του Νόμου, βάσει των προνοιών του άρθρου 7(1)(α) και ακολούθως απέρριψε την αίτηση για εγγραφή. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 1/6/05 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Προβάλλεται προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, επειδή δε διαθέτει πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν αναγνωρισμένο από το ΕΤΕΚ. Η ένσταση δεν ευσταθεί. Το ΕΤΕΚ θεωρεί ως δεδομένο ότι το δίπλωμα του αιτητή δεν συμπεριλαμβάνεται στα αναγνωρισμένα ακαδημαϊκά προσόντα για τους σκοπούς του νόμου. Αυτό όμως είναι το ζητούμενο, αφού ο αιτητής αντιτάσσει ότι το δίπλωμά του αναγνωρίστηκε με την ΚΔΠ 250/00 καθώς και από το Engineering Council του Ην. Βασιλείου. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει δυο πτυχές, τη μη αναγνώριση του πτυχίου του αιτητή ως προαπαιτούμενου προσόντος βάσει του άρθρου 7(1)(α) που αναγόταν στη διακριτική ευχέρεια του ΕΤΕΚ και στη συνακόλουθη απόρριψη της εγγραφής του στο Μητρώο.
Θα εξετάσω κατά προτεραιότητα το λόγο ακύρωσης που αφορά στη σύνθεση της Διοικούσας Επιτροπής και της Επιτροπής Εγγραφής Μελών. Από την τακτική συνεδρία ημερ. 26/05/05 της Διοικούσας Επιτροπής απουσίαζε ο Α΄ Αντιπρόεδρος Κώστας Ιωάννου ενώ στην επίδικη συνεδρία της Επιτροπής Εγγραφής ήταν παρόντα τα τρία από τα πέντε μέλη χωρίς να αναφέρεται η δικαιολογία της απουσίας τους. Το άρθρο 13(7) του Νόμου, ορίζει ότι πέντε παρόντα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής αποτελούν απαρτία, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών της. Ο λόγος απουσίας των μελών δεν απαιτείται να καταγράφεται. Εκείνο που χρειάζεται να καταγραφεί στο πρακτικό είναι η απουσία των μελών και το κατά πόσο κλήθηκαν στη συνεδρία. (Δημητριάδου ν. Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Πάφου, Υπόθ. αρ. 893/04, ημερ. 12/04/06). Οι λόγοι απουσίας συνήθως αφορούν μόνο τους απόντες.. Ο ισχυρισμός ότι δεν αποδεικνύεται νομότυπη κλήση των μελών δεν ευσταθεί. Η πρόσκληση που έχει σταλεί (παράρτημα στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του ΕΤΕΚ) συνιστά επαρκή απόδειξη της έγκαιρης πρόσκλησης των μελών της Επιτροπής στην τακτική (επίδικη) συνεδρία.
Ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση και ότι η Διοίκηση επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά. Ο αιτητής αναφέρει ότι μετά την αποφοίτηση του από το ΑΤΙ απευθύνθηκε μαζί με άλλους απόφοιτους στο ΕΤΕΚ ζητώντας επίσημη πληροφόρηση κατά πόσο ο τίτλος Bachelor of Engineering in Civil Engineering του πανεπιστημίου Surrey του Ην. Βασιλείου είναι αναγνωρισμένος τίτλος. Επισυνάφθηκε ως Παραρτημα Χ1 στην απαντητική αγόρευση του αιτητή η απάντηση από το πρόεδρο του ΕΤΕΚ (η οποία όμως, φαίνεται πως δεν είχε σταλεί στον ίδιο τον αιτητή αλλά σε άλλο πρόσωπο). Το πιο κάτω απόσπασμα είναι από την προαναφερόμενη απάντηση του ΕΤΕΚ.
«Από προκαταρκτική έρευνα που διενεργήθηκε από το Επιμελητήριο διαπιστώθηκε ότι το δίπλωμα "Bachelor of Engineering (Horours) in Civil Engineering" του University of Surrey του Ηνωμένου Βασιλείου, με UCAS Code:H200 και Course Ref 004664 με έτος εισαγωγής στο δεύτερο έτος σπουδών το 2003, περιλαμβάνεται στον κατάλογο διαπιστευμένων προγραμμάτων σπουδών του Engineering Council και του Institute of Civil Engineers του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ο εν λόγω τίτλος σπουδών έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 08/09/2000 με την Κ.Δ.Π. 250/2000, με την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω τίτλος σπουδών έχει αποκτηθεί μετά από τουλάχιστον δύο έτη φοίτησης πανεπιστημιακού επιπέδου και επιτυχή παρακολούθηση του βασικού κύκλου σπουδών στην «Πολιτική Μηχανική».»
Η Κ.Δ.Π. 250/2000 στην οποία παρέπεμπε το ΕΤΕΚ και ίσχυε από 8.9.00 περιέχει τα εξής:
ΚΛΑΔΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
|
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΟΛΗ/ΧΩΡΑ |
ΤΙΤΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ |
ΘΕΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ |
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ περιλαμβανομένης της ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ |
UNIVERSITY OF SURREY - U.K. |
B.Eng. (Honours) (1st, 2nd, 3rd Class Honours) |
Civil Engineering (accredited by the Engineering Council program of studies) (επιτυχής απόκτηση του διπλώματος μετά από τουλάχιστον δύο έτη φοίτησης πανεπιστημιακού επιπέδου και επιτυχής παρακολούθηση του βασικού κύκλου σπουδών του «Πολιτικού Μηχανικού»)
|
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι βασίστηκε σε αυτή την πληροφόρηση, ότι δηλαδή, το συγκεκριμένο δίπλωμα θα ετύγχανε αναγνώρισης για σκοπούς έγγραφής και ότι η Διοίκηση θα λειτουργούσε με συνέπεια, γι' αυτό και υπέστη σοβαρή οικονομική δαπάνη για να το αποχτήσει.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν απαντούν σε αυτούς τους ισχυρισμούς ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη στα επισυνημμένα της ένστασης ότι, κατά την εξέταση της αίτησης, τους απασχόλησε η κανονιστική ρύθμιση της αναγνώρισης του πτυχίου του αιτητή ή οι παραστάσεις και η πληροφόρηση που είχαν δώσει στο παρελθόν σχετικά με αυτό ακριβώς το θέμα. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν την τροποποίηση του άρθρου 7(1) του Νόμου από τον Ν. 221(Ι)/2002, η αναγνώριση των πτυχίων και διπλωμάτων για τους σκοπούς εγγραφής στο Ε.Τ.Ε.Κ. γινόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο, κατόπιν εισήγησης του Ε.Τ.Ε.Κ., προέβαινε στη δημοσίευση γνωστοποιήσεων κανονιστικής μορφής στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας σχετικά με την αναγνώριση διάφορων προσόντων. Έτσι εκδόθηκε και η ΚΔΠ 250/00 με την οποία το δίπλωμα του αιτητή τύγχανε αναγνώρισης αφού πληρούσε τις προϋποθέσεις της διετούς τουλάχιστον φοίτησης πανεπιστημιακού επιπέδου και της παρακολούθησης του βασικού κύκλου σπουδών.
Ωστοσο το ΕΤΕΚ, κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης, εφάρμοσε το άρθρο 7* ως είχε τροποποιηθεί.
Το ΕΤΕΚ δηλαδή δεν λειτουργούσε πλέον στα πλαίσια της δέσμιας αρμοδιότητας που καθοριζόταν από το περιεχόμενο των κανονισμών που εξέδιδε το Υπουργικό, αλλά ασκούσε διακριτική ευχέρεια για αναγνώριση ενός πτυχίου κάθε φορά που υποβαλλόταν μια αίτηση για εγγραφή. Αυτό ωστόσο, δεν αναιρούσε τη δέσμευση του ΕΤΕΚ από την ΚΔΠ 250/00 η οποία ουδέποτε καταργήθηκε. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αντιφατικά προς τον κανονισμό, αποφάσισε να μην αναγνωρίσει το δίπλωμα του αιτητή χωρίς να αιτιολογεί τη στάση αυτή. Το γεγονός ότι ο αιτητής δεν είχε υποβληθεί στην απαιτούμενη (από το έτος εισαγωγής (1999) και μετέπειτα) πρόσθετη εκπαίδευση που επικαλέστηκε το ΕΤΕΚ ως λόγο για τη μη αναγνώριση του διπλώματος του αιτητή (μολονότι τούτο αναγνωριζόταν από την Εθνική Αρχή Εγγραφής Επαγγελματιών Μηχανικών στο Ην. Βασίλειο (Engineering Council)), δεν αιτιολογεί δεόντως την αντιφατική απόφαση της Διοίκησης. Αυτό γιατί, η Διοίκηση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει αυτή την προϋπόθεση όταν εξέδωσε την ΚΔΠ 250/00 αλλά δεν την έθεσε ως όρο στους Κανονισμούς, με αποτέλεσμα ο αιτητής να βασισθεί στην κανονιστική ρύθμιση. Ο αιτητής έκτοτε και μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ενεργήσει στη βάση των στοιχείων και των πληροφοριών που έπαιρνε από τη Διοίκηση.
Η αρχή της καλής πίστης ή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης (όπως χαρακτηρίζεται σε ελληνικά συγγράμματα) που πρέπει να διαπνέει το διοικητικό έργο, έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας και αποτελεί στοιχείο της χρηστότητας στη συμπεριφορά των διοικητικών οργάνων. (Βλ. Tasmi Trading v. Republic (1988) 3 C.L.R. 782, 60, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ, 36, Α. Σελεάρη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 602, βλ. επίσης Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Τ. Τάχου, 4η έκδοση, σελ. 300). Οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, αναλύονται στο σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη εκ., του Π.Δ. Δαγτόγλου κάτω από το κεφάλαιο «Όρια και Έλεγχος της Διακριτικής Ευχέρειας», στο οποίο περιλαμβάνεται και η κατάχρηση εξουσίας. Στις παραγ. 387, 388 και 389 - σε σχέση με τις πιο πάνω αρχές αναφέρεται:
«387. Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι΄ αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.
388. Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως, διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος δεν επιδέχεται βέβαια ως κανόνα συμβατικές ή ημι-συμβατικές δεσμεύσεις της διοικήσεως, όπως εκείνες στις οποίες αρχικώς αναφερόταν η αρχή της καλής πίστεως. ο βασικός τρόπος ενέργειας της διοικήσεως παραμένει λοιπόν κατ΄ ανάγκη μονομερής. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς μεταβαλλόμενους και διεθνώς επηρεαζόμενους όρους της οικονομικής κυρίως ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοικήσεως να μεταβάλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο.
389. Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. ........»
Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι το ΕΤΕΚ με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία λήφθηκε με αρκετή καθυστέρηση, (η αίτηση υποβλήθηκε στις 16/7/04 και η απόφαση λήφθηκε στις 26/05/05), έδρασε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* «7.-(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (1Α) και (1Γ), κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου και να είναι μέλος του Επιμελητηρίου αν-
(α) Κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού:»