ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 926
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 820/2005)
1 Νοεμβρίου, 2006
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α.Κ. Ευαγγέλου, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 25.5.2005 και με την οποία μειώθηκε η κυβερνητική του σύνταξη κατά Λ.Κ.405.12 το μήνα από 15.4.2005, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο αιτητής είχε προσληφθεί στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία στις 10.10.1966 ως καθηγητής μαθηματικών και αφυπηρέτησε πρόωρα στις 31.8.2001 αφού μέχρι τότε είχε συμπληρώσει 419 μήνες υπηρεσίας γεγονός που του παρείχε το δικαίωμα απόκτησης του ανωτάτου ορίου κυβερνητικής σύνταξης. Στο μεταξύ από τις 6.10.1980, οπότε άρχισε η εφαρμογή του αναλογικού σχεδίου κοινωνικών ασφαλίσεων με βάση τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 1980 (Ν. 41/80 ως έχει τροποποιηθεί), ο αιτητής άρχισε να καταβάλλει εισφορές 3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του. Ο εργοδότης (Κυπριακή Δημοκρατία) κατέβαλλε για τον αιτητή 9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών μέχρι το 1992 και 9,4% (ο δε αιτητής 3,2%) από το 1993 και συνέχεια (βλ. Ν. 98(1)/92) μέχρι το Φεβρουάριο του 2000 με αποτέλεσμα να καταβληθεί στο Ταμείο το συνολικό ποσό των Λ.Κ.6.694,45.
Ο ίδιος ο αιτητής στις 1.3.2000 (ημερομηνία που συμπλήρωσε 400 μήνες υπηρεσίας) έπαυσε να θεωρείται ότι υπάγεται στο σχέδιο συντάξεως και έτσι από 1.3.2000 μέχρι της αφυπηρέτησης του κατέβαλλε 6.3% στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντί 3.2% που κατέβαλλε προηγουμένως.
Το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων άρχισε να καταβάλλει στον αιτητή σύνταξη γήρατος από 15.4.2005 που συμπλήρωσε ηλικία 63 ετών και με επιστολή ημερ. 11.3.2005 πληροφόρησε το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας ότι ο αιτητής για την περίοδο από 6.10.1980 μέχρι 29.2.2000 δικαιούται συμπληρωματική σύνταξη που κερδίθηκε με κυβερνητικές εισφορές, Λ.Κ.405.12 το μήνα.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω στις 25.5.2005 το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας απέστειλε στον αιτητή την επιστολή που προσβάλλει με την προσφυγή του, το ουσιαστικό μέρος της οποίας, αυτούσιο, έχει ως ακολούθως:
«Σας πληροφορώ ότι από τον Μάϊο/05 η Κυβερνητική σας σύνταξη θα μειωθεί σύμφωνα με το άρθρο 88 του Νόμου αρ. 41/80 επειδή αρχίσετε να παίρνετε αναλογική σύνταξη από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο η Κυβερνητική σύνταξη που κερδήθηκε για την περίοδο μετά τις 6/10/1980 που τέθηκε σε εφαρμογή το αναλογικό σχέδιο συμψηφίζεται με την αναλογική σύνταξη που παίρνετε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την ίδια περίοδο. Με βάση το συμψηφισμό αυτό θα γίνεται αποκοπή ποσού £405,12 σεντ το μήνα από 15/4/2005 που άρχισε η σύνταξη σας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επίσης ποσό £216,06 σεντ που οφείλετε για την περίοδο 15/4-30/4/05 που δεν έγινε οποιαδήποτε αποκοπή θα εξοφληθεί από τη σύνταξη σας σε 2 μηνιαίες αποκοπές προς 108,03 η κάθε μια.
Με την εξόφληση του χρέους σας που όπως αναφέρεται πιο πάνω ανέρχεται σε £216,06 σεντ, θα αποκόπτεται από τη σύνταξη σας μόνο το ποσό £405,12 σεντ το οποίο θα αυξάνεται με τις εκάστοτε αυξήσεις των συντάξεων.
Επίσης σας πληροφορώ ότι η σύνταξη που παίρνετε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων φορολογείται σύμφωνα με τον περί φορολογίας του εισοδήματος Νόμο.»
Όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, με την προσφυγή προσβάλλεται μόνο το μέρος της εν λόγω επιστολής που αναφέρεται στην αποκοπή των Λ.Κ.405.12 το μήνα από 15.4.2005 και συνέχεια.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ:
Με την γραπτή αγόρευση του αιτητή προβάλλονται τα ακόλουθα:
(α) Ότι σε αντίθεση με την προ του 1960 κατάσταση, από την ημέρα της ανεξαρτησίας της Κύπρου και μετά, η σύνταξη αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου, το οποίο δικαίωμα δεν μπορεί να επηρεαστεί ανεξάρτητα ακόμα και από το λόγο τερματισμού της υπηρεσίας του. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Azinas v. Cyprus, Application No. 56679/2000 (2002), ημερ. 20.6.2002, την ίδια υπόθεση σε διευρυμένη σύνθεση (Grand Chamber) ημερ. 28/4/04 και Νικολαϊδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7.
(β) Ότι το άρθρο 88(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν 41/80, ως έχει τροποποιηθεί) είναι αντίθετο με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος που αντιστοιχεί με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος, και
(γ) Ότι η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη με τον περί Συντάξεων Νόμο Ν. 97(1)/97.
Από πλευράς των καθ΄ ων η αίτηση προβάλλεται η θέση ότι το επίμαχο άρθρο 88 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τις πρόνοιες των άρθρων 4, 5 και 6 του ιδίου νόμου, ούτως ώστε το ποσό που κερδίζει ο μισθωτός (εδώ ο αιτητής) πάνω στην αναλογική του σύνταξη από το επιπρόσθετο ποσό του 3% που καταβάλλει ο εργοδότης, ορθά και νόμιμα αφαιρείται από την επαγγελματική του σύνταξη όταν ξεκινήσει να καταβάλλεται η αναλογική του σύνταξη. Εφόσον δε η αναλογική σύνταξη αποκτήθηκε από τον αιτητή χωρίς δική του εισφορά και εφόσον η ένταξή του στο αναλογικό σχέδιο έγινε υπό το φως σαφούς νομοθετικής πρόβλεψης ότι η επαγγελματική του σύνταξη θα μειωθεί κατ΄ αναλογία του ποσού που κέρδισε στην αναλογική του σύνταξη από την υπερπληρωμή του εργοδότη, τότε δεν τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 23 ή των άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος.
Είναι φανερό από τους αντίστοιχους νομικούς ισχυρισμούς ότι για να επιτραπεί η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να κηρυχθεί το άρθρο 88 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου ως αντισυνταγματικό είτε διότι τούτο προσκρούει στο άρθρο 23, είτε στις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος όπως είναι η θέση του αιτητή.
Ενόψει του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων το εν λόγω άρθρο του Νόμου 41/80 τεκμαίρεται συνταγματικό εκτός αν αυτός που το αμφισβητεί, (εδώ ο αιτητής) αποδείξει το αντίθετο και μάλιστα στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Αttorney General v. Imbrahim (1964) C.L.R. 195, σελ. 232, The Board for Registration of Archtitects and Civil Engineers v. Kyriakides (1996) 3 C.L.R. 650 sel. 654-655, Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245 σελ. 258, Republic v. Nishan Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294, Antoniades a.o v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641, Savvas Raftis & Co. Ltde. V. Municipality of Paphos (1982) 2 C.L.R. 1, σελ. 6, Alecos Constantinides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 798, σελ. 807, Aloupas v. National Bank of Greece (1983) 1 C.L.R. 55, Nicos Mylonas v. Republic a.o. (1984) 3 C.L.R. 1094 σελ. 1103, Papanicopoulos v. Morphou Co-operative Credit Society (1986) 1 C.L.R. 288, Papanicopoulos v. Morphou Co-operative Credit Society (1986) 1 C.L.R. 288, Meropi Michael Loizou v. Sewage Board of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122 σελ. 127 και πιο πρόσφατα Δημήτρης Πιτσιλλίδης κ.α. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υποθ. αρ. 79/02 κ.α. ημερ. 19/1/04 σελ. 15-16).
Μελετώντας τα όσα παρατέθηκαν εκ μέρους του αιτητή, τόσο στις γραπτές του αγορεύσεις όσο και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δεν έχω πεισθεί ότι το άρθρο 88 του Ν 41/80 (ως έχει τροποποιηθεί) αντιβαίνει προς τις διατάξεις είτε του άρθρου 24 είτε του 28 του Συντάγματος. Το άρθρο 24 αναφέρεται στην υποχρέωση ενός προσώπου να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων αυτού και «ότι ουδεμία τοιαύτη συνεισφορά δια καταβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς οιασδήποτε φύσεως επιβάλλεται, ειμή διά νόμου ή κατ΄ εξουσιοδότησιν νόμου». Γίνεται περαιτέρω πρόνοια ότι «ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως» επιβάλλεται αναδρομικά με εξαίρεση τους εισαγωγικούς δασμούς και υπό τον όρο που εκεί προβλέπεται, καθώς επίσης ότι «ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά, εξαιρέσει των τελωνειακών δασμών, δύναται να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως».
Με βάση τα γεγονότα της δικής μας περίπτωσης, οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν επιβάλει στον αιτητή οποιοδήποτε φόρο, τέλος ή εισφορά και μάλιστα με τρόπο που να παραβιάζει το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Αναφορικά με το άρθρο 28 του Συντάγματος και πάλι δεν έχω ικανοποιηθεί ότι το άρθρο 88 του Ν 41/80 περιέχει πρόνοιες που συγκρούονται με αυτό, αφού δεν έχει αποδειχθεί ότι πρόσωπα που είναι στην ίδια ή ουσιαστικά την ίδια με τον αιτητή θέση, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης.
Όσον αφορά τώρα τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997 (Ν.97(1)/97) ούτε αυτός ευσταθεί αφού ο νόμος 97(1)/97 στο άρθρο 45(1) περιέχει πρόνοιες που ουσιαστικά ενσωματώνουν αυτές του άρθρου 88(1) του Ν. 41/80.
Μετά τα πιο πάνω, αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο το άρθρο 88 του Ν 41/80 (ως έχει τροποποιηθεί) παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει σε ένα πρόσωπο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ακίνητης και κινητής, θέμα που σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή δεν έχει τύχει εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ήδη ανάφερα πιο πάνω ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με αναφορά και σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ εισηγήθηκε ότι το δικαίωμα σύνταξης ισοδυναμεί με περιουσιακό δικαίωμα του αιτητή που δεν μπορεί να επηρεασθεί εκτός αν ο επηρεασμός δικαιολογείται με βάση τους λόγους που επιτρέπει η παράγραφος 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος.
Μελέτησα τις υποθέσεις στις οποίες ουσιαστικά βασίστηκε η πλευρά του αιτητή και έχω τελικά καταλήξει να δεχθώ τη θέση του ότι το δικαίωμα σύνταξης ισοδυναμεί με δικαίωμα ιδιοκτησίας που καλύπτεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος. ΄Αλλωστε και οι καθ΄ ων η αίτηση στην αγόρευση τους αναφέρουν ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα». Αυτό όμως που θα πρέπει να αποφασιστεί είναι αν η αποκοπή του ποσού της αναλογικής σύνταξης από την επαγγελματική, έχει ως συνέπεια την αποστέρηση του δικαιώματος σύνταξης ή μέρους αυτής. Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η αποστέρηση μέρους της σύνταξης δικαιολογείται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 23.3 του Συντάγματος.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή είναι ότι υπάρχει αποστέρηση μέρους της σύνταξης. Αντίθετα η πλευρά των καθών η αίτηση προβάλλει τον ισχυρισμό ότι «με την έναρξη της καταβολής της αναλογικής σύνταξης στην πράξη τα εισοδήματα του αιτητή αυξάνονται και δε μειώνονται», Δεν εξηγεί όμως τη θέση αυτή.
Αναφορικά με το συσχετισμό μεταξύ αναλογικής και επαγγελματικής σύνταξης βοηθητικά είναι τα όσα αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια (απόφαση πλειοψηφίας) στην υπόθεση Λαούτας ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 40, στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, διευκρινίζοντας όμως ότι εκεί δεν εξετάστηκε θέμα παραβίασης του άρθρου 23 του Συντάγματος. Στη σελ. 46 διαβάζουμε τα ακόλουθα :
«Στη Θαλασσινού ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1650, εξετάσαμε το συσχετισμό μεταξύ αναλογικής και επαγγελματικής σύνταξης και τις συνέπειες που ενέχει η παροχή της πρώτης στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δημοσίων υπαλλήλων τα οποία προβλέπονται από τον περί Συντάξεως Νόμο (Κεφ. 311- Ν 97(Ι)/97). Το ακόλουθο απόσπασμα χαρακτηρίζει την αλληλουχία μεταξύ των δύο συντάξεων:
'Η νομοθετική πρόνοια για την παροχή αναλογικής σύνταξης, πρόσθετης προς την καθιερωμένη σύνταξη κοινωνικών ασφαλίσεων, έγινε για τη συνταξιοδοτική κάλυψη των εργαζομένων που δεν καλύπτονται από επαγγελματικό σχέδιο σύνταξης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι τυγχάνουν σύνταξης. Ο συμψηφισμός της κυβερνητικής με την αναλογική σύνταξη, αποβλέπει στον αποκλεισμό παροχής και δεύτερης επαγγελματικής σύνταξης στους δημοσίους υπαλλήλους. Με το συμψηφισμό μειώνεται μόνο φαινομενικά η κυβερνητική σύνταξη ό,τι συντελείται, είναι ο αποκλεισμός παροχής και των δύο συντάξεων στους δημοσίους υπαλλήλους.'
Με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν 61/90, στον περί Συντάξεων Νόμο και ειδικά με την προσθήκη του άρθρου 32 έγινε πρόνοια για επιλογές που παρέχονται σε δημόσιους υπαλλήλους, για συμμετοχή στο αναλογικό σχέδιο. Μια από τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν στη Θαλασσινού (ανωτέρω), ήταν ότι το άρθρο 32 προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος λόγω της ευχέρειας η οποία παρέχεται σε κυβερνητικούς υπαλλήλους οι οποίοι συμπληρώνουν τα συντάξιμα έτη υπηρεσίας να μετέχουν, με δική τους επιλογή, και στο αναλογικό σύστημα συνταξιοδότησης. Η εισήγηση απορρίφθηκε ως ανυπόστατη σε συμφωνία με τα αποφασισθέντα σε δύο προγενέστερες επίσης πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ζεμπύλα ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1657 και Αθανασιάδη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 833.»
Στην υπόθεση Λαούτας (πιο πάνω) ο ισχυρισμός του αιτητή ήταν ότι η αποκοπή του ποσού της αναλογικής σύνταξης που επίσης είχε γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 88(1) του Ν 41/80, καθιστούσε το άρθρο αυτό αντισυνταγματικό αφού οι πρόνοιες του συγκρούονταν με το άρθρο 158.3 του Συντάγματος το οποίο αποκλείει την μεταβολή των όρων υπηρεσίας Δικαστή «μετά το διορισμό αυτού». Αποφασίστηκε ότι δεν υπήρχε αντισυνταγματικότητα αφού με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης δεν σημειώθηκε καμιά δυσμενής μεταβολή στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του αιτητή είτε με το άρθρο 45(1) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(Ι)/97) ή το άρθρο 88(1) του Ν. 41/80 οι πρόνοιες του οποίου άρθρου ενσωματώθηκαν στο πρώτο.
Θεωρώ επίσης σκόπιμο να παραθέσω το εξής απόσπασμα από τη σελ 51 της απόφασης στην προαναφερθείσα υπόθεση Λαούτας από το οποίο προκύπτει ότι η μείωση του ποσού της σύνταξης που γίνεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 88(1) του Ν 41/80 ή του άρθρου 45(1) του Ν 97(Ι)/97 που ενσωμάτωσαν αυτές του άρθρου 88(1), είναι καθαρά πλασματική. Διαβάζουμε εκεί τα εξής:
«Η μείωση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των δικαστών που επέφερε ο Ν 41/80 και ρητά ενσωμάτωσε ο Ν 97(Ι)/97 είναι καθαρά πλασματική, όχι πραγματική. Απολαμβάνουν οι δικαστές τα ίδια ωφελήματα όπως και προηγουμένως, με μόνη διαφορά ότι αυτά δεν προέρχονται στην ολότητά τους από το ίδιο ταμείο. Ο ίδιος ο περί Συντάξεων Νόμος διασφαλίζει τα ωφελήματα των δικαστών συναρτώντας την αποκοπή μέρους της σύνταξης τους με αντίστοιχη παροχή αναλογικής σύνταξης. Άλλη προσέγγιση του θέματος θα απέληγε στην παροχή και δεύτερης σύνταξης στον αιτητή και κατ΄ επέκταση και στους άλλους δικαστές που ευρίσκονται στην ίδια θέση με τον αιτητή, την οποία δεν δικαιούνται και για την οποία δεν γινόταν καμιά πρόνοια στον περί Συντάξεων Νόμο κατά το χρόνο του διορισμού τους στη δικαστική υπηρεσία ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο.»
Για σκοπούς απόφασης του θέματος που εξετάζουμε είναι ανάγκη να δούμε τον τρόπο που, σύμφωνα με το νόμο, υπολογίζεται η σύνταξη και πώς επηρεάζει αυτή το άρθρο 88(1) του Ν. 41/80. Παίρνουμε το εξής παράδειγμα: ένας δημόσιος υπάλληλος όταν κλείσει το 60ο έτος της ηλικίας του αρχίζει να παίρνει την ούτω καλούμενη επαγγελματική σύνταξη, που για σκοπούς του παραδείγματος μας καθορίζουμε σε £1.000. Μόλις κλείσει το 63ο έτος θα παίρνει τώρα και σύνταξη από τις κοινωνικές ασφαλίσεις η οποία, και πάλιν για σκοπούς παραδείγματος καθορίζεται σε £700 δηλαδή σύνολο £1.700. Όμως οι £700 διαχωρίζονται σε £300 βασική σύνταξη δηλαδή ποσό που κερδήθηκε από τον υπάλληλο με βάση τις μονάδες που του αναλογούν εφόσον ο ίδιος κατέβαλλε εισφορές πριν τις 6/10/80 που άρχισε το αναλογικό σύστημα και £400 σύνταξη που του λογίσθηκε για την περίοδο μετά τις 6/10/80 με βάση τις εισφορές του εργοδότη (Κυπριακή Δημοκρατία). Ο υπάλληλος μετά τις 6/10/80 απλώς συνέχισε να καταβάλλει την μειωμένη εισφορά που κατέβαλλε και πριν την 6/10/80. Το άρθρο 88(1) του Ν. 41/80 (όπως και το άρθρο 45(1) του Ν. 97(1)/97) αφαιρεί από την επαγγελματική σύνταξη του υπαλλήλου τις £400 οπότε έχουμε £1.000 - £400 = £600 + £700 σύνολο £1.300. Παίρνει δηλαδή ο υπάλληλος £1300 αντί £1700 που σύμφωνα με το Ν. 41/80 και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν πλήρωνε εισφορές, εδικαιούτο να παίρνει ως μηνιαία σύνταξη. Σημειώνω εδώ ότι τα γεγονότα του παραδείγματος όσον αφορά τα ποσά πλησιάζουν πολύ τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Με το πιο πάνω παράδειγμα βλέπουμε ότι ο τρόπος που λειτουργεί το άρθρο 88(1) του Ν. 41/80 (και το άρθρο 45 του Ν. 97(1)/97), είναι τέτοιος που μειώνει σε κάποιο βαθμό (στο παράδειγμα μας κατά £400) τη μηνιαία σύνταξη του υπαλλήλου. Στην περίπτωση μας η μείωση είναι κατά £405.12 το μήνα. Είναι όμως η μείωση αυτή αντίθετη με το άρθρο 23 του Συντάγματος; Δεν είναι μείωση από οποιαδήποτε κινητή περιουσία που είχε ήδη ο υπάλληλος. Του την παρέχει ο ίδιος ο νόμος, δηλαδή ο Ν. 41/80 στο ένα του μέρος και σε άλλο μέρος, του την αποστερεί. Προφανώς γιαυτό και στην προαναφερθείσα υπόθεση Λαούτας, λέχθηκε ότι η μείωση είναι πλασματική και όχι πραγματική. Παρόλο που δεν μπόρεσα να βρώ τη λογικότητα στην ύπαρξη αυτής της πρόνοιας του Ν. 41/80, δηλαδή από τη μια να προβλέπει ότι δικαιούται αναλογική σύνταξη ο υπάλληλος με βάση τις εισφορές του εργοδότη (Κυπριακή Δημοκρατία) και μάλιστα να του υπολογίζει ποιά είναι αυτή η μηνιαία σύνταξη και από την άλλη να του την αφαιρεί από την επαγγελματική σύνταξη, εντούτοις δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο τρόπος λειτουργίας του άρθρου 88(1) είναι τέτοιος που να οδηγεί σε αντισυνταγματικότητα. Ήδη ανάφερα ότι ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Θα μπορούσε ο νομοθετης να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα με άλλες μαθηματικές πράξεις χωρίς αναφορά στην επαγγελματική σύνταξη και χωρίς την ανάγκη να πληροφορεί ένα υπάλληλο (εδώ τον αιτητή) ότι δικαιούται ένα άλφα ποσό ως μηνιαία αναλογική σύνταξη και ταυτόχρονα να του αφαιρεί αυτό το ποσό από την επαγγελματική σύνταξη. Με τα ενώπιον μου όμως γεγονότα και παρόλο που θεωρώ κάπως παράλογη και άδικη την πρόνοια, (ιδιαίτερα στην έκταση που η αποκοπή θα συνεχίζει και μετά την είσπραξη από τη Δημοκρατία του ποσού εισφορών που είχε καταβάλει για τον αιτητή), εντούτοις δεν μπορώ να καταλήξω ότι το εν λόγω άρθρο είναι αντισυνταγματικό. Το παράλογο είναι ο χαρακτηρισμός του εν λόγω ποσού ως «σύνταξη» του υπαλλήλου, αλλά στην πράξη να καρπούται αυτή τη σύνταξη η κυβέρνηση.
Ενόψει όλων των πιο πάνω και εφαρμόζοντας τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Λαούτας, κατ' αναλογία στη δική μας περίπτωση, φαίνεται ότι ο αιτητής δεν αποστερείται οποιασδήποτε κινητής περιουσίας άλλης από αυτή που ο ίδιος νόμος του δίνει στο ένα μέρος και του την αφαιρεί σε άλλο μέρος, προφανώς ενόψει της όλης φιλοσοφίας και συμφωνιών που προηγήθηκαν της ψήφισης της περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων νομοθεσίας. Μπορεί στην υπόθεση Λαούτας, να μη συζητήθηκε ρητά το θέμα σε συσχετισμό με το άρθρο 23 του Συντάγματος. Η διαπίστωση όμως του δικαστηρίου ότι η αφαίρεση του ποσού της αναλογικής σύνταξης από την επαγγελματική είναι πλασματική και όχι πραγματική, οδηγεί σε κατάληξη ότι ο αιτητής στη δική μας περίπτωση δεν αποστερήθηκε οποιασδήποτε κινητής περιουσίας στην οποία έχει δικαίωμα ανεξάρτητα από το Ν. 41/80. Έτσι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Αυτό που με προβλημάτισε είναι το θέμα των εξόδων. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Στη δική μας περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη το κάπως καινοφανές του σημείου που εξετάστηκε και των όσων ανάφερα σχετικά με την αδικία που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 88 έχω καταλήξει στην απόφαση να μη καταδικάσω τον αιτητή στην καταβολή εξόδων.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς