ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
K. and M. (Transport) Ltd. και άλλοι ν. Aναθεωρητικής Aρχής Aδειών (1995) 3 ΑΑΔ 225
Σεργίδου Λουκία A. ν. Δήμου Λευκωσίας και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 189
Lumiere Television Ltd ν. Pαδιοτηλεοπτικών Yπηρεσιών Aντέννα P.T. Λίμιτεδ και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 242
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χρυσοστόμου και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 391
Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ και Άλλη v.Γεώργιου Ψαλτά (2001) 3 ΑΑΔ 834
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 47/2005
23 Oκτωβρίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MAMDOUL KAMEL ALY HASSAN
Αιτητής,
- ν. -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,
Καθής η αίτηση
...................................
Α. Αριστείδου(κα), για τον αιτητή.
Α. Μιλτιάδους-Ομήρου (κα), Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθής η αίτηση
Γ. Σεραφείμ για το ενδιαφερόμενο μέρος κ. Σάββα Γερμανό.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (στο εξής «η Αναθεωρητική Αρχή») ημερ.15.10.2004 που κοινοποιήθηκε με επιστολή που παραλήφθηκε στις 9.11.2004 με την οποία η Αναθεωρητική Αρχή, αποδέχτηκε την ιεραρχική προσφυγή των Σάββα Γερμανού και Νικήτα Θεμιστοκλέους (στο εξής «τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα» ή ε.μ.) και ακύρωσε την απόφαση της Αρχής Αδειών με την οποία είχε χορηγηθεί στον αιτητή άδεια οδικής χρήσεως αστικού ταξί στην περιοχή της Λεμεσού.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αρχή Αδειών, γνωστοποίησε με ανακοίνωση της τη χορήγηση νέων αδειών οδικής χρήσης αστικών ταξί για όλες τις αστικές περιοχές της Κύπρου. Στην ανακοίνωση αναφερόταν ότι θα ληφθούν υπόψη και αιτήσεις που είχαν υποβληθεί προηγουμένως μεταξύ 1.1.1998 και 31.3.1998. Στις 11.10.2001 ο αιτητής υπέβαλε την αίτηση του και στις 24.10.2001 όλα τα σχετικά έγγραφά του. Στις 28.2.2002 ετοιμάστηκε έκθεση από τον Ανώτερο Ελεγκτή Μεταφορών Λεμεσού με όλα τα στοιχεία του αιτητή. Στις 1.6.02 ο αιτητής παρακάθησε σε προφορική εξέταση ενώπιον της Αρχής Αδειών στην ελληνική γλώσσα. Οι εντυπώσεις που καταγράφηκαν είναι οι εξής:
«Συνέβαλε πάρα πολύ στη συνέντευξη. Απάντησε έξυπνα και εύστοχα σε όλες τις ερωτήσεις που του/της υποβλήθηκαν. Μιλούσε εύκολα και έδωσε την εντύπωση ότι έχει απόλυτη γνώση σε ότι αφορά το επάγγελμα του οδηγού αστικού ταξί .»
Η Αρχή Αδειών, ζήτησε, στη συνέχεια τις απόψεις του Τμήματος Οδικών Μεταφορών σχετικά με το αποτέλεσμα έρευνας που έγινε αναφορικά με την αξία πώλησης των αδειών οδικής χρήσεως ανά αστική περιοχή καθώς και για τις θέσεις των εκπροσώπων των αυτοκινητιστικών οργανώσεων σχετικά με την ανάγκη χορήγησης νέων αδειών και σε συνεδρία της στις 8.7.2002 αφού έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά έγγραφα, καθόρισε τα αριθμητικά πλαίσια των νέων αδειών που θεώρησε ότι έπρεπε να χορηγηθούν για κάθε μια αστική τροχαία περιοχή.
Στις 8.10.2002 η Αρχή Αδειών, εξέτασε τους διοικητικούς φακέλους όλων των υποψηφίων για την Αστική Τροχαία Περιοχή Λεμεσού και ενέκρινε τους αιτητές με αύξοντα αριθμό 1-48, (συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή που είχε τον αρ. 23), γεγονός που του κοινοποίησε με διπλοσυστημένη επιστολή ημερ. 2.12.02.
Στις 30.12.02 υποβλήθηκαν 2 ιεραρχικές προσφυγές με αρ.482/2002 και 520/2002 εναντίον της πιο πάνω απόφασης από τους κκ Νικήτα Θεμιστοκλέους και Σάββα Γερμανό, από τη Λεμεσό. Η Αναθεωρητική Αρχή έκανε αποδεκτές τις ιεραρχικές προσφυγές σημειώνοντας ότι οι προσφεύγοντες είχαν έννομο συμφέρον στην καταχώριση των ιεραρχικών προσφυγών «καθότι η χορηγηθείσα άδεια θίγει τα συμφέροντα τούτων οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ιδιοκτήτες άδειας οδικής χρήσεως αστικού ταξί». Έτσι, αφού εξέτασε εξ υπαρχής την αίτηση του αιτητή και αφού έλαβε υπόψη τους λόγους που υποστήριξαν την ιεραρχική προσφυγή των προσφευγόντων, τα πρακτικά και την απόφαση της Αρχής Αδειών, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τις έρευνες που αφορούν τις επιβατικές ανάγκες της Αστικής Τροχαίας Περιοχής Λεμεσού, τις εισηγήσεις του Τμήματος Οδικών Μεταφορών και ό,τι άλλο κατατέθηκε ενώπιον της κατά την ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής στις 15.10.2003, αποφάσισε να ακυρώσει την απόφαση της Αρχής Αδειών. Η αιτιολογία της απόφασης εμπεριέχεται στο πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά της κρίσιμης συνεδρίας της Αναθεωρητικής Αρχής ημερ. 15.10.2003.
«... παρά το γεγονός ότι ασκούσε το επάγγελμα του οδηγού ταξί ως κύριο επάγγελμα και παρά το γεγονός ότι πληροί τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος για χορήγηση άδειας οδικής χρήσης αστικού ταξί εν τούτοις επειδή αποξενώθηκε άδεια οδικής χρήσεως αστικού ταξί της αστικής τροχαίας περιοχής Λεμεσού στις 29.10.2003 δηλαδή ένα χρόνο μετά που η Αρχή Αδειών ενέκρινε την αίτηση γι αυτό στηριζόμενος σε λόγους υγείας και επειδή δεν έχουμε αποδεχθεί την αιτιολογία που προέβαλε και επειδή φαίνεται από τη συμπεριφορά του αποκόμισε μεγάλο όφελος δεν είμαστε διατεθειμένη να επιβραβεύσουμε την πράξη του.»
Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η συγκεκριμένη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Προβάλλονται από τον αιτητή διάφοροι λόγοι που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του οδηγούν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ των οποίων και ο ισχυρισμός περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος των προσφευγόντων για καταχώρηση ιεραρχικής προσφυγής. Λέγει συναφώς ότι το συμπέρασμα της Αρχής ότι οι προσφεύγοντες είχαν έννομο συμφέρον στην καταχώριση των ιεραρχικών προσφυγών «καθότι η χορηγηθείσα άδεια θίγει τα συμφέροντα τούτων οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ιδιοκτήτες άδειας οδικής χρήσεως αστικού ταξί» ήταν αόριστο καθώς δεν στηρίχθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία που τεκμηρίωναν την αιτιώδη σχέση μεταξύ του εννόμου συμφέροντός των προσφευγόντων και της βλάβης την οποία οι ίδιοι οι προσφεύγοντες είχαν υποστεί από την έκδοση άδειας στον αιτητή, τη στιγμή μάλιστα που μετά από σχετική έρευνα διαφάνηκε η ύπαρξη αναγκών για έκδοση περισσότερων αδειών οδικής χρήσης αστικού ταξί. Επομένως κατά τον αιτητή λανθασμένα και αναιτιολόγητα έγινε αποδεκτή η εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής των ενδιαφερόμενων προσώπων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.
Το ίδιο ζήτημα με απασχόλησε πρόσφατα στις υποθέσεις Δημήτρης Σάββα ν. Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, υποθ. αρ. 17/05 ημερ. 16/6/06 και Υποθ.Αρ 1065/2004 Λιασής Μιλτιάδους ν. Aναθεωρητικής Αρχής Αδειών ημερ.25.9.2006. Παρόλο που για σκοπούς συντομίας θα μπορούσα απλώς να υιοθετήσω το σκεπτικό της δεύτερης πιο πάνω υπόθεσης, προτιμώ να επαναλάβω, με τις αναγκαίες βέβαια αναπροσαρμογές, τα όσα ανάφερα στην εν λόγω υπόθεση που ουσιαστικά είναι τα ακόλουθα:
Tο δικαίωμα καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής παρέχεται από το νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 4 Α (1) του Ν. 9/82, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 84/84, «πάσα απόφασις της αρχής αδειών εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να προσβληθή δι' εγγράφου προσφυγής υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον εντός είκοσι ημερών από της ημέρας της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως».
Το ζήτημα που εγείρεται στο σημείο αυτό είναι κατά πόσο η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ορθά αποφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης της Αρχής Αδειών με την οποία είχε χορηγηθεί στον αιτητή άδεια αστικού ταξί στηΛεμεσό.
Το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 4 Α (1) Ν.9/82, μπορεί να παραλληλιστεί με εκείνο το οποίο απαιτείται για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της προσφυγής είναι η ύπαρξη στον αιτητή εννόμου συμφέροντος το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, ενεστώς και συγκεκριμένο. Συμφέρον έχει «ο εκ της προσβαλλόμενης πράξεως υλικής και ηθικής μόνο ζημιούμενος». (βλ. Τσάτσος - «Αίτησις Ακυρώσεως»", Τρίτη Έκδοση, σελ. 32.33). Με την ακύρωση της πράξης πρέπει ο αιτητής να έχει κάποια ωφέλεια, διαφορετικά η προσφυγή είναι χωρίς αντικείμενο και ως εκ τούτου απαράδεκτη.
Η παράγραφος 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος διαλαμβάνει ότι προσφυγή δύναται να ασκηθεί «υπό παντός προσώπου του οποίου προσεβλήθη δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον». Επομένως η βλάβη ή η ζημιά την οποία επικαλείται ένας αιτητής (εδώ ο Σάββας Γερμανός όσον αφορά την Αναθεωρητική Αρχή), πρέπει να είναι άμεση συνέπεια της προσβαλλόμενης απόφασης δηλαδή της χορήγησης άδειας για αστικό ταξί στον αιτητή στην παρούσα προσφυγή.
Ο επηρεασμός οικονομικού συμφέροντος του προσφεύγοντος από την έκδοση διοικητικής απόφασης, δεν καθιστά αφεαυτού παραδεκτή την προσφυγή. Στην υπόθεση Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189, όπου έγινε ευρεία ανάλυση του θέματος του εννόμου συμφέροντος και του επηρεασμού του, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:- (σελ. 193)
«Για να δικαιούται να ασκήσει διοικητική προσφυγή ο αιτητής θα πρέπει να έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης. Το συμφέρον δεν είναι ταυτόσημο με δικαίωμα.
Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν (Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498).»
Σχετικά με το θέμα αυτό του εννόμου συμφέροντος υπάρχει αρκετή νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Κ and M (Transport)Ltd κ.α ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατία (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, Lumiere T.V. Ltd. v. Αντέννα P. T. Λτδ. κα (1998) 3 Α.Α.Δ. 242, Δημοκρατία ν. Χρυσοστόμου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 391, Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ ν. Ψαλτά, (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 834 και Ν. Α. Theophanous (Matic) Lawndries Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 93).
Εξέτασα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, συμφωνώ με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι η καταχώριση ιεραρχικής προσφυγής στην παρούσα περίπτωση, δε θεμελιώνεται στο δυσμενή επηρεασμό ιδίου συμφέροντος του ενδιαφερομένου (κ. Γερμανού), όπως ο όρος «έννομο συμφέρον» έχει, κατ' επανάληψη, αναλυθεί σε δικαστικές αποφάσεις. Ο κ. Γερμανός δεν έχει αποδείξει ειδική και συγκεκριμένη βλάβη που επέρχεται ευθέως και αμέσως από την απόφαση της Αρχής Αδειών για χορήγηση νέας άδειας ταξί στον προσφεύγοντα. Το γεγονός ότι το ε.μ. ανήκει στην επαγγελματική τάξη των οδηγών ταξί, δεν του δίνει αυτομάτως και έννομο συμφέρον. Η κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής ότι «ο προσφεύγων είχε έννομο συμφέρον για να καταχωρήσει την παρούσα προσφυγή καθότι η χορηγηθείσα άδεια θίγει τα συμφέροντα τούτου του οποίου στην συγκεκριμένη περίπτωση εχορηγήθη από την Αρχή Αδειών άδεια οδικής χρήσεως αστικού ταξί» χωρίς να εξηγείται πώς αυτός επηρεάζεται, δεν είναι αιτιολογημένη.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της καθής η αίτηση και του ε.μ. ότι ο τελευταίος είχε έννομο συμφέρον για το λόγο ότι ο ίδιος ως ιδιοκτήτης ταξί εμπίπτει σε ένα «διακριτό κύκλο συμφερόντων» με συνέπεια τη μείωση της δικής του πελατείας αφού δεν υπήρχαν ανάγκες για περαιτέρω άδειες ταξί στην αστική τροχαία περιοχή Λεμεσού, σημειώνω ότι ο ισχυρισμός αυτός δε φαίνεται να ευσταθεί. Τόσο η Αρχή Αδειών όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών έκριναν ότι υπήρχαν τέτοιες ανάγκες. Στη σελ. 7 της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Είναι φανερό ότι μέσα από τα πιο πάνω τεκμήρια και εισηγήσεις του Τ.Ο.Μ. φαίνεται ότι υφίστανται ανάγκες για χορήγηση νέων αδειών οδικής χρήσεως αστικών ταξί για την αστική τροχαία περιοχή Λεμεσού».
Στην προκείμενη περίπτωση εφόσον η παραχωρηθείσα από την Αρχή Αδειών άδεια στον αιτητή ήταν για ικανοποίηση των περαιτέρω αναγκών της εν λόγω αστικής περιοχής και εφόσον το ε.μ. δεν υπέβαλε αίτηση για έκδοση νέας άδειας ταξί και δεν συμμετείχε στη διαδικασία εκείνη κατά την οποία ο προσφεύγων είχε κριθεί ότι πληρούσε τα κριτήρια για τη χορήγηση της συγκεκριμένης άδειας, δε βλέπω πώς θα επηρεάζετο η δική του πελατεία. Κατά συνέπεια, η εισήγηση της πλευράς του αιτητή για τη μη ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του ε.μ. για την καταχώρηση ιεραρχικής προσφυγής, γίνεται αποδεκτή.
Με βάση τα πιο πάνω, θεωρώ ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής εκ μέρους του ε.μ. και η περί του αντιθέτου εσφαλμένη κρίση της Αναθεωρητικής Αρχής, συνιστούν σφάλμα που επηρεάζει την απόφασή της με τρόπο που την καθιστά υποκείμενη σε ακύρωση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή, τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4 (β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς