ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 709/04 και 710/04)
26 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 709/2004)
ΗΒΗ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 710/2004)
ΗΒΗ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Τσούντας, για την Αιτήτρια και στις δύο Προσφυγές.
Μ. Κυπριανού (κα), για την Καθ' ης η Αίτηση και στις δύο Προσφυγές.
Α. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για το Ε/Μ 1 στην Προσφυγή 709/04.
Χρ. Μαυρονικόλα (κα), για το Ε/Μ 2 στην Προσφυγή 710/04.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι δύο αυτές προσφυγές είναι πανομοιότυπες τόσο στο αιτητικό όσο και στα γεγονότα. Η ίδια αιτήτρια και στις δύο προσφυγές προσβάλλει την ίδια διοικητική απόφαση. Η μία προσφυγή προσβάλλει την προαγωγή δύο ενδιαφερομένων μερών (Ε/Μ) και στην άλλη πανομοιότυπη προσβάλλει την προαγωγή δύο άλλων ενδιαφερομένων μερών (Ε/Μ).
Κατόπιν σχετικού αιτήματος διέταξα τη συνεκδίκαση τους με τη σύμφωνη γνώμη των δικηγόρων των διαδίκων.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με έγγραφο του με αρ. 15.21.02 και ημερ. 26.1.2004, διαβίβασε έγκριση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση είκοσι επτά (27) θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Προδημοτικής Εκπαίδευσης.
Στις 28.1.2004 η Επιτροπή αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων, που είναι προαγωγής, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ως ημερομηνία συνδρομής προσόντων ορίστηκε η 24.2.2004. Η προκήρυξη δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3809, ημερ. 6.2.2004, ως γνωστοποίηση αρ. 693. Για τις εν λόγω θέσεις υποβλήθηκαν συνολικά ενενήντα πέντε (95) αιτήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (αρ. 2) του 2004, κατάλογος όλων των αιτητριών με τις αιτήσεις τους, αντίγραφο της προκήρυξης των θέσεων στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και οι φάκελοι των υπηρεσιακών εκθέσεων των αιτητών διαβιβάστηκαν στον κ. Μυτιληναίο Ανδρέα, Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης, ο οποίος, σύμφωνα με την Εκπαιδευτική Νομοθεσία ορίστηκε Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με νέο έγγραφο του με αρ. φακ. 15.21.02 και ημερ. 24.3.2004, διαβίβασε έγκριση για πλήρωση μιας (1) συνεπακόλουθης θέσης Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Προδημοτικής Εκπαίδευσης, επιπρόσθετα προς τις πιο πάνω αναφερόμενες είκοσι επτά (27 θέσεις. Η Επιτροπή αφού ενημερώθηκε για το προαναφερόμενο έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού αποφάσισε και πληροφόρησε τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι θα πρέπει στην έκθεση και τον κατάλογο που θα καταρτιστεί και αναρτηθεί να συμπεριλάβει τριπλάσιο αριθμό υποψηφίων για τις είκοσι οκτώ πλέον θέσεις που είναι κενές.
Ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής κ. Μυτιληναίος, με έγγραφο του με αρ. φακ. 15.21.21.14 και ημερ. 29.3.2004, διαβίβασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κατάλογο των υποψηφίων τους οποίους σύστηνε η Συμβουλευτική Επιτροπή για προαγωγή στην αναφερόμενη θέση. Το έγγραφο, η έκθεση και ο κατάλογος της Συμβουλευτικής Επιτροπής περιλαμβάνονται στα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 22.4.2004.
Η Επιτροπή στις 22.4.2004, με βάση το εδάφιο (8) του άρθρου 35Β των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (αρ. 2) του 2004, εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (7) του ιδίου άρθρου εκ μέρους ενδιαφερομένων για αναθεώρηση του καταλόγου των προτεινομένων που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Για τον κατάλογο προτεινομένων υποβλήθηκαν συνολικά πέντε ενστάσεις. Η Επιτροπή εξέτασε τις εν λόγω ενστάσεις και πήρε τις αποφάσεις που αναφέρονται στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερ. 22.4.2004. Η αιτήτρια δεν υπέβαλε ένσταση εναντίον της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του καταλόγου των προτεινομένων.
Στη συνέχεια, στην ίδια συνεδρία της ημερ. 22.4.2004, η Επιτροπή προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, και διαπίστωσε ότι εβδομήντα δύο από τις προτεινόμενες υποψήφιες πληρούσαν τις πρόνοιες του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Με βάση τη διαπίστωση αυτή η Επιτροπή κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων στον οποίο περιέλαβε τις 72 υποψήφιες που πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.
Ακολούθως, στην ίδια συνεδρία της ημερ. 22.4.2004, η Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Β(9) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως (αρ. 2) του 2004, να καλέσει τις υποψήφιες που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο σε προσωπική συνέντευξη στις 17.5.2004, 18.5.2004, 19.5.2004, 20.5.2004 και 21.5.2004.
Κατά την ίδια πιο πάνω συνεδρία της ημερ. 22.4.2004, η Επιτροπή καθόρισε τα κριτήρια για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη. Τα κριτήρια αυτά καταχωρήθηκαν στα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 22.4.2004.
Οι προσωπικές συνεντεύξεις έγιναν τελικά στις 17.5.2004, 18.5.2004, 19.5.2004 και 20.5.2004. Στις 20.5.2004, μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων, η Επιτροπή πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η Επιτροπή με επιστολές της ημερ. 16.6.2004 πρόσφερε προαγωγή από 1.6.2004 στις 24 επιλεγείσες και από 1.9.2004 στις υπόλοιπες 4 επιλεγείσες οι οποίες με επιστολές τους προς την Επιτροπή αποδέχθηκαν την προαγωγή που τους προσφέρθηκε.
Η σχετική γνωστοποίηση της προαγωγής των πιο πάνω αναφερομένων 28 προαχθεισών δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3901 ημερ. 17.9.2004.
Ο δικηγόρος του Ε/Μ στην προσφυγή αρ. 709/04 προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή στρέφεται κατά ανύπαρκτης απόφασης αφού αυτή κατατέθηκε στις 13.7.2004 ενώ η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.9.2004.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Είναι γεγονός ότι στο νόμο (άρθρο 35(4) του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/69 όπως τροποποιήθηκε) αναφέρεται, όπως και στον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο αρ. 1/90, ότι οι προαγωγές και οι διορισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η επιταγή για δημοσίευση των προαγωγών δεν σημαίνει ότι η πράξη ή απόφαση πριν από τη δημοσίευση ήταν ατελέσφορη ή ατελής. Εδώ η δημοσίευση της προαγωγής δεν ενέχει την έννοια απαραίτητου όρου για τελείωση της απόφασης και έναρξης επέλευσης των συνεπειών της. Δηλαδή να καταστεί εκτελεστή διοικητική απόφαση. Η θέση αυτή προκύπτει από τον ίδιο το νόμο που προνοεί όπως η απόφαση προαγωγής κοινοποιείται στον προαχθέντα με κάθε λεπτομέρεια όσον αφορά τους όρους υπηρεσίας, μισθός κ.λπ., και ο τελευταίος αποδεχθεί αυτή. Η διαδικασία αυτή έγινε τον Ιούνιο του 2004 και ήδη το Ε/Μ από 1.6.2004 είχε ήδη προαχθεί και αναλάβει τα καθήκοντα του στη θέση.
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν προέβη σε δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα η έκθεση της να είναι αναιτιολόγητη.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Όσον αφορά την αιτιολογία της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προβάλει κάτι τέτοιο εφόσον και η ίδια συμπεριλαμβάνετο στον κατάλογο. (Βλέπε Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 559/93, ημερ. 17.2.1995, Δημοκρατίας ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370 και Κλεόπα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές αρ. 660/00, 835/00 και 846/00, ημερ. 24.9.2002).
Αλλά, πέραν των πιο πάνω, από το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής προκύπτει επαρκής αιτιολογία στην οποία εντοπίζονται όλα τα κριτήρια και στοιχεία που έλαβε υπόψη για τον καταρτισμό του καταλόγου στον οποίο, όπως ήδη ανέφερα, περιλαμβανόταν και η αιτήτρια.
Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. (Βλέπε: Δημοκρατίας ν. Παντζαρή-Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168, Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδης κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316).
Στις παρούσες υποθέσεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν τόσο οι προσωπικοί όσο και οι εμπιστευτικοί φάκελοι όλων των υποψηφίων και λήφθηκαν υπόψη όπως και όλα τα ουσιώδη στοιχεία μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας. Το μόνο στοιχείο που η αιτήτρια προβάλλει είναι το κατ' ισχυρισμό γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την επιστολή της ΕΕΥ (Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας) που βρισκόταν στον προσωπικό της φάκελο με την οποία της αναγνώρισε αναδρομικά προϋπηρεσία 1 χρόνου, 8 μηνών και 25 ημερών. Το γεγονός αυτό θα αύξανε τις μονάδες της αιτήτριας με συνέπεια να κατατάσσετο στον Πίνακα με μικρότερο αριθμό. Η αιτήτρια έτσι ισχυρίζεται πλάνη περί τα πράγματα. Όπως όμως αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας στη Γαλανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43:-
«Η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δεν συνεπάγεται ακυρότητα αυτομάτως. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση.»
Στην παρούσα υπόθεση, έστω και αν δεν προσμετρήθηκαν στις μονάδες αρχαιότητας της αιτήτριας ο χρόνος υπηρεσίας που της είχαν αναγνωριστεί με την επιστολή της Ε.Ε.Υ. ημερομηνίας 23.5.2003, το γεγονός αυτό δεν έχει επιδράσει στο τελικό αποτέλεσμα. Η αιτήτρια στον πίνακα της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατείχε την 44η θέση. Εάν προσμετρούσαν και οι πιο πάνω μονάδες στις μονάδες αρχαιότητας της αυτή θα είχε την 35η θέση. Και εφόσον είναι δεκτό και από την αιτήτρια ότι οι προαγωγές γίνονται κατά σειρά του καταλόγου η αιτήτρια ούτως ή άλλως δεν θα προήγετο αφού προήχθησαν μόνο μέχρι τον αριθμό 28 του καταλόγου. Σημειώνω ακόμα ότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα ένσταση ως είχε προς τούτο δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(7) του Νόμου, σχετικά με τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ΕΕΥ αυτεπάγγελτα δεν δικαιούται αν τροποποιήσει τον κατάλογο (Βλέπε: Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 2243). Ο δε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός που δεν ασκεί εμπρόθεσμα το δικαίωμα της ένστασης, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(7) του Νόμου κωλύεται να αμφισβητήσει στο στάδιο της προσφυγής την αριθμητική αποτίμηση σε μονάδες των κριτηρίων της αξίας ή των προσόντων ή της αρχαιότητας του ιδίου ή άλλου υποψηφίου του καταλόγου, στην οποία έχει προβεί η Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4) του Νόμου. (Βλέπε: Μεταξάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 4055).
Με την πιο πάνω κατάληξη απαντάται και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης για έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της ΕΕΥ με τον ισχυρισμό ότι δεν άσκησε διακριτική ευχέρεια υπέρ της αιτήτριας και να την πιστώσει με μονάδες αρχαιότητας. Σύμφωνα με τη Σιακαλλή (πιο πάνω) η ΕΕΥ δεν εδικαιούτο αυτεπάγγελτα να προβεί σε αλλαγές στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς να υποβληθεί ένσταση εκ μέρους της αιτήτριας.
Με άλλο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια διατείνεται ότι η σύσταση του εκπροσώπου του Υπουργείου Παιδείας ήταν αναιτιολόγητη και μη αντικειμενική.
Τονίζω από την αρχή ότι δεν επρόκειτο, αυστηρά ομιλούντες, για σύσταση, αλλά για βαθμολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΕΥ, με βάση αντικειμενικά κριτήρια τα οποία φαίνονται στον κατάλογο με το σύνολο των μονάδων που συγκέντρωσε η κάθε υποψήφια, σύμφωνα με το εδάφιο 9 του άρθρου 35Β του Νόμου που έχει ως εξής:-
«(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή καλεί τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπική συνέντευξη:
Εννοείται ότι κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές.»
Κατά συνέπεια δεν πρόκειται για σύσταση αλλά κρίση του εκπροσώπου του Υπουργείου για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΕΥ. Εν πάση δε περιπτώσει η αιτιολογία φαίνεται στον ίδιο τον κατάλογο όπου αναλυτικά αναγράφεται η βαθμολογία της κάθε υποψήφιας.
Περαιτέρω η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η αξιολόγηση της ΕΕΥ των προφορικών συνεντεύξεων είναι αναιτιολόγητη και μη αντικειμενική.
Δεν συμφωνώ με τις θέσεις αυτές της αιτήτριας. Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής προκύπτει επαρκής και αναλυτική αιτιολογία η οποία βασίστηκε σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία ορθά εφαρμόστηκαν για όλους τους υποψηφίους. Ο ισχυρισμός της μη αντικειμενικής αξιολόγησης που ισοδυναμεί με ισχυρισμό για μεροληψία δεν έχει αποδειχθεί. Και το βάρος απόδειξης πίπτει, σύμφωνα με τη νομολογία, στους ώμους της αιτήτριας.
Άλλος λόγος ακυρότητας που προτείνει η αιτήτρια είναι ο ισχυρισμός ότι η ΕΕΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Από τα πρακτικά των συνεδριών της Επιτροπής προκύπτουν τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για την επιλογή των Ε/Μ. Η ΕΕΥ βαθμολόγησε τις υποψήφιες συνολικά αθροίζοντας τις μονάδες που δόθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και τις μονάδες της συνέντευξης. Στις μονάδες της Συμβουλευτικής Επιτροπής περιλαμβάνονται αυτές που δόθηκαν για την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα κάθε υποψήφιας. Κατά συνέπεια δεν συμμερίζομαι την άποψη της αιτήτριας. Ο λόγος αυτός ως ανεδαφικός επίσης απορρίπτεται.
Τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια είναι ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της ΕΕΥ είναι αναιτιολόγητη. Ήδη έχουν λεχθεί, πιο πάνω, όσα θα ήταν αρκετά για να απαντήσουν στον ισχυρισμό αυτό. Η ΕΕΥ αφού έλαβε υπόψη τις μονάδες της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τις μονάδες της συνέντευξης ενώπιον της κατάρτισε τον κατάλογο που με βάση αυτό κατέληξε στην απόφαση της. Η ΕΕΥ ενήργησε μέσα στα πλαίσια του νόμου αιτιολογώντας επαρκώς την απόφαση της.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ της καθ' ης η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών, τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ