ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 818/2005
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΙΟΥΛΙΑ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΙΣΟΤΙΜΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΒΑΡΩΝ,
Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - - -
Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές
Μ. Καλλιγέρου, για την καθ΄ης η αίτηση.
A Π Ο Φ Α ΣΗ
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών (ο Φορέας) είχε προσλάβει την καθ΄ης η αίτηση από τις 5.1.04 μέχρι 31.12.04 πάνω σε έκτακτη βάση. Η πιο πάνω απασχόληση ανανεώθηκε μέχρι 31.12.06 νοουμένου ότι μέχρι τις 31.5.05 η καθ΄ης η αίτηση δεν θα κρινόταν ως κατάλληλη για να συνεχίσει τις εργασίες της ως έκτακτη. Φαίνεται ότι η απόδοση της καθ΄ης η αίτηση δεν κρίθηκε ως ικανοποιητική και στις 24.5.05 το Διοικητικό Συμβούλιο του Φορέα την πληροφόρησε ότι η απόδοση της αξιολογήθηκε ως κατώτερη της αναμενόμενης και της ζητήθηκε να υποβάλει γραπτώς τις απόψεις της, ως δικαίωμα ακρόασης.
Στις 30.5.05 η καθ΄ης η αίτηση απάντησε γραπτώς ζητώντας να πληροφορηθεί τους λόγους, σύμφωνα με τους οποίους η απόδοση της είχε κριθεί ως κατώτερη της αναμενόμενης. Την ίδια ημέρα, μετά τη λήψη της επιστολής της καθ΄ης η αίτηση, το Διοικητικό Συμβούλιο του Φορέα αποφάσισε να μην την καλέσει (αφού έπρεπε να αποφανθεί μέχρι τις 31.5.05 αν θα συνεχιζόταν η εργοδότηση της) και προχώρησε στον τερματισμό του συμβολαίου της από 31.5.05.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η καθ΄ης η αίτηση καταχώρησε την υπ΄αρ. 818/05 προσφυγή, η οποία έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο γιατί ο Φορέας της αποστέρησε το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο διασφαλίζεται με το άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού δικαίου Νόμου (Αρ. 158(1)(1999).
Ακολούθως η καθ΄ης η αίτηση επέστρεψε στα καθήκοντα της ενώ ο Φορέας καταχώρησε την υπ΄αρ. 94/06 έφεση, αμφισβητώντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Με την παρούσα αίτηση ο Φορέας ζητά την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης του Ανωτάτου μέχρι την εκδίκαση της αναθεωρητικής έφεσης.
Προς υποστήριξη της αίτησης έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Φορέα ότι θα πρέπει να εκδοθεί διάταγμα αναστολής της εφαρμογής και/ή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού η πρωτόδικη απόφαση συγκρούεται με άλλες αποφάσεις αναφορικά με το χαρακτήρα της σύμβασης της καθ΄ης η αίτηση με το Φορέα και (βλ. Ψαράς ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3258 της 27.10.04) αφού η καθ΄ης η αίτηση έχει απολυθεί σύμφωνα με τις αρχές του Ιδιωτικού και όχι του Δημόσιου Δικαίου. Υποβλήθηκε επίσης ότι η επιστροφή της καθ΄ης η αίτηση στα καθήκοντα της «προκαλεί προφανή προβλήματα που θα επιφέρουν ανατροπές ή ανωμαλίες αχρείαστες».
Εκ μέρους της καθ΄ης η αίτηση έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτο συνήγορο της ότι ένα διάταγμα αναστολής εκτέλεσης μιας ακυρωτικής απόφασης είναι ένα μέτρο που εκδίδεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και στην παρούσα περίπτωση η επιστροφή της καθ΄ης η αίτηση στα καθήκοντα της δεν θα επέφερε οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά στο Φορέα.
Η αίτηση βασίζεται μεταξύ άλλων, στους Κανονισμούς 13, 17 και 19 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1992 και στη Δ.35 θθ. 18 και 19 των Θεσμών Πολιτικής δικονομίας. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε διοικητικές υποθέσεις επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες αποδεικνύεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. (Βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδης (Αρ.1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280).
Ο καθορισμός των εξαιρετικών περιπτώσεων έγινε στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Δημοκρατία (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, στην οποία τονίστηκε ότι:
«τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις είναι δύσκολο να προκαθορισθεί και ανεπιθύμητο να προσδιοριστεί εξαντλητικά. Οι περιστάσεις πρέπει να συσχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να καταφαίνονται ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Το εξαιρετικό των περιστάσεων πρέπει να προκύπτει από το συσχετισμό, αφενός, των συνεπειών της άμεσης εφαρμογής της ακυρωτικής απόφασης και των δυσχερειών, αφετέρου, αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Σ΄ αυτά πρέπει να προστεθεί ότι οποτεδήποτε αναστέλλεται πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση, δικαιολογείται η επιτάχυνση της ακρόασης της έφεσης γιατί για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αιωρείται η νομικότητα στη λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας».
Η αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Το ερώτημα αν η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη δεν μπορεί να αιτιολογήσει την έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης της, αφού το θέμα αυτό θα εξεταστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία. Τυχόν έγκριση του διατάγματος αναστολής σε αυτό το στάδιο θα ισοδυναμούσε έμμεσα με επιτυχία της έφεσης.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω ο Φορέας δεν απέδειξε πως η εκτέλεση της απόφασης με την επιστροφή της καθ΄ης η αίτηση στα καθήκοντα της θα επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εργασία του Φορέα. Ο ισχυρισμός ότι θα προκληθούν προφανή προβλήματα που θα επιφέρουν ανατροπές ή αχρείαστες ανωμαλίες είναι γενικός και αόριστος, που δεν μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση ενός διατάγματος αναστολής.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του Φορέα.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
/Χ.Π.