ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 424/2005)
7 Αυγούστου, 2006
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 28, ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΡΤΖΟΣ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΣΑΧΩΡΙΤΗΣ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ/Ή
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.7.1992. Έχουν ως δραστηριότητα την εκμετάλλευση αίθουσας δεξιώσεων με την ονομασία «ΜΕΛΑΝΟΣ», στη Χλώρακα, στην Πάφο.
Το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Πάφου, ασκώντας τις εξουσίες του, με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους 1990 μέχρι (Αρ. 2) 2000 (Ν. 246/90 - Ν.88(Ι)/2000) και τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους του 2000 (Ν.95(Ι)/2000), διενήργησε επίσκεψη ελέγχου στο υποστατικό των αιτητών, η οποία άρχισε στις 20.10.2002 και ολοκληρώθηκε στις 26.5.2003. Κατά την επίσκεψη ζητήθηκαν τα βιβλία και αρχεία τα οποία οι αιτητές όφειλαν να τηρούν για την περίοδο 1.1.1996 μέχρι 30.9.2002, για να εξεταστούν σε σχέση με τα υποβληθέντα στοιχεία στις φορολογικές τους δηλώσεις για την ίδια περίοδο.
Οι αιτητές δεν τηρούσαν τα αναγκαία βιβλία και αρχεία για την εν λόγω περίοδο αφού διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
(α) Οι αιτητές δεν καταχωρούσαν στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης όλες τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούσαν με αποτέλεσμα να μην δηλώνουν όλο το ποσό του φόρου εκροών. Αυτό εξακριβώθηκε από στοιχεία που παραλήφθηκαν, σε απροειδοποίητη επίσκεψη, από τα υποστατικά των αιτητών.
(β) Οι αιτητές υποδήλωναν την αξία των εκδηλώσεων που καταχωρούσαν στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης τους με αποτέλεσμα να δηλώνουν μικρότερα ποσά φόρου εκροών από αυτά που αναλογούσαν στις πραγματοποιηθείσες εκδηλώσεις.
(γ) Από ένα δείγμα 36 προσκλήσεων για εκδηλώσεις στην αίθουσα της επιχείρησης, για τη χρονική περίοδο 1997-2002, που είχαν στην κατοχή τους οι λειτουργοί της Υπηρεσίας ΦΠΑ, μόνο οι 20 εκδηλώσεις δηλώθηκαν στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης.
(δ) Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι οι αιτητές δεν κατέγραφαν στα τιμολόγια πωλήσεως που εξέδιδαν την πλήρη περιγραφή των παραδόσεων αγαθών ή και παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιούσαν, με σκοπό την υποδήλωση των εισπράξεών τους. Συγκεκριμένα, ενώ από τα στοιχεία που βρέθηκαν στην επιχείρηση (π.χ. τιμολόγια αγοράς τροφίμων), οι αιτητές αναλάμβαναν την πλήρη διοργάνωση των εκδηλώσεων μέσα στα πλαίσια δραστηριότητας επισιτισμού, στα τιμολόγια πωλήσεως κατέγραφαν ότι παραχωρούσαν την αίθουσα υπό μορφή ενοικίου. Υποδήλωναν, κατ΄ αυτό τον τρόπο, την αντιπαροχή για τις εν λόγω εκδηλώσεις.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι λειτουργοί ΦΠΑ έκριναν ότι οι αιτητές δεν απέδωσαν ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών ο οποίος αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και/ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησαν κατά τις φορολογικές περιόδους από 1.1.1996 μέχρι 30.9.2002. Κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα αφού προέβηκαν στις ακόλουθες ενέργειες: Διαπίστωσαν ότι το ποσοστό των καταχωρημένων εκδηλώσεων στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης ήταν το 64% των εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με στοιχεία της περιόδου 1.1.2002 - 30.9.2002. Ο μέσος όρος είσπραξης ανά εκδήλωση ήταν £1.206 για την περίοδο 1.1.1996 - 30.6.2000, κατά την οποία οι αιτητές ως επί το πλείστον παραχωρούσαν δικαίωμα χρήσης της αίθουσας, και £3.826 για την περίοδο 1.7.2000 - 30.9.2002, κατά την οποία οι αιτητές επεξέτειναν τις υπηρεσίες τους με την πλήρη διοργάνωση των εκδηλώσεων (φαγητό, σερβίρισμα, κλπ). Με βάση τα πιο πάνω, οι ανασυγκροτημένες εισπράξεις από τις εκδηλώσεις, για την περίοδο από 1.1.1996 - 30.9.2002, ήταν £682.724. Επίσης, ανασυγκροτήθηκαν οι εισπράξεις από τις πωλήσεις αναψυκτικών για την ίδια περίοδο οι οποίες ανέρχονταν σε £45.637. (Βλ. Παράρτημα Β στην Ένσταση).
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, η Έφορος ΦΠΑ έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες υπέβαλαν οι αιτητές, κατά τις φορολογικές περιόδους από 1.1.1996 μέχρι 30.9.2002, ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως εκ τούτου, η Έφορος ΦΠΑ προέβη σε βεβαίωση φόρου εκροών με βάση το άρθρο 34(Ι) του Ν.246/90 και με βάση το άρθρο 49 του Ν.95(Ι)/2000, χρησιμοποιώντας, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την κρίση της και, στη συνέχεια, ειδοποίησε τους αιτητές, με επιστολή της ημερομηνίας 10.6.2003. Σύμφωνα με την επιστολή, οι αιτητές όφειλαν να καταβάλουν στην Έφορο ΦΠΑ ποσό ύψους £29.417,28.
Με επιστολή του λογιστή τους, ημερομηνίας 23.6.2003, οι αιτητές αμφισβήτησαν την ορθότητα των στοιχείων που αναφέρονταν στην επιστολή βεβαίωσης φόρου της 10.6.2003, χωρίς όμως να παρουσιάσουν οποιαδήποτε νέα στοιχεία. Ο προϊστάμενος του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Πάφου απέρριψε την αμφισβήτηση και γνωστοποίησε την απόφασή του στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 1.8.2003. (Βλ. Παράρτημα Δ στην Ένσταση).
Στις 22.8.2003 οι αιτητές καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την υπ΄ αρ. 785/2003 προσφυγή, με αίτημα την ακύρωση της βεβαίωσης φόρου της 10.6.2003. Η προσφυγή πέτυχε. Με απόφασή του, ημερομηνίας 13.12.2004, το Δικαστήριο ακύρωσε τη βεβαίωση φόρου της 10.6.2003 με το σκεπτικό ότι αυτή έγινε, όχι από τον Έφορο ΦΠΑ, αλλά από το λειτουργό Κ. Τσαγκαρίδη, του οποίου η εξουσιοδότηση αφορούσε την περίοδο εφαρμογής του Νόμου 246/1990, και όχι του Νόμου 95(Ι)/2000 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. (Βλ. Παράρτημα Ε στην Ένσταση).
Ακολούθως, έχοντας υπόψη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 785/2003, η Έφορος ΦΠΑ επανεξέτασε την υπόθεση και, εφόσον το πραγματικό υπόβαθρο των λόγων που καθιστούσαν τις φορολογικές δηλώσεις των αιτητών, από 1.1.1996 μέχρι 30.9.2002, ελλιπείς και ή περιέχουσες σφάλματα, παρέμενε το ίδιο, προέβη σε βεβαίωση φόρου εκροών με βάση το άρθρο 34(1) του Ν. 246/1990 και με βάση το άρθρο 49 του Νόμου 95(Ι)/2000, χρησιμοποιώντας, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την κρίση της, και, στη συνέχεια, με επιστολή της - βεβαίωση φόρου - ημερομηνίας 1.2.2005, ειδοποίησε τους αιτητές ότι όφειλαν να καταβάλουν ποσό ύψους £29.417,28, ως ΦΠΑ.
Με επιστολή του δικηγόρου τους προς τον Υπουργό Οικονομικών, ημερομηνίας 21.2.2005, οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση κατά της βεβαίωσης φόρου της 1.2.2005. (Βλ. Παράρτημα Χ στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των αιτητών).
Εκκρεμούσης της απάντησης του Υπουργού Οικονομικών, την οποία, όπως φαίνεται, δεν έχουν πάρει μέχρι σήμερα, οι αιτητές καταχώρησαν, στις 15.4.2005, την παρούσα νέα προσφυγή με την οποία ζητούν:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία στάληκε στους αιτητές με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση 1 ημερ. 1.2.2005 και με την οποίαν επέβαλε εκ νέου, έπειτα από την ακυρωτική απόφαση που πέτυχαν οι αιτητές στην προσφυγή 785/03, ακριβώς το ίδιο ποσόν των £29.417,28 ως βεβαίωση φόρου για τις φορολογικές περιόδους από 1/1/1996 μέχρι 30/9/2002 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία στάληκε στους αιτητές με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση 1 ημερ. 1.2.2005 και με την οποίαν κάλεσαν τους αιτητές, παρά την ακυρωτική απόφαση που πέτυχαν στην προσφυγή 785/03, να καταβάλουν το ποσό των £45.211,16 το οποίο περιλαμβάνει φόρο, πρόσθετη χρηματική επιβάρυνση, πρόσθετο φόρο και τόκο, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η Έφορος ΦΠΑ, επανεξετάζουσα την υπόθεση των αιτητών σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην Προσφυγή 785/2003, παραβίασε τις αρχές της επανεξέτασης επειδή, ως το μόνο αρμόδιο τώρα όργανο να επιληφθεί της υπόθεσης, αντί να ξεκινήσει την έρευνα η ίδια εξ αρχής, υιοθέτησε τα "υπάρχοντα ως «ερευνήθηκαν» και διαμορφώθηκαν από αναρμόδιο λειτουργό".
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Η Έφορος ΦΠΑ, όπως προκύπτει από την επίδικη βεβαίωση φόρου της 1.2.2005 (Παράρτημα ΣΤ στην Ένσταση), στήριξε την απόφασή της στο ίδιο πραγματικό υπόβαθρο, ήτοι το ημερολόγιο του 2002 των αιτητών, τα βιβλία ανάλυσης εσόδων και εξόδων των αιτητών, τιμολόγια αγορών και πωλήσεων των αιτητών κλπ, στοιχεία που είχαν εξασφαλιστεί ύστερα από απροειδοποίητη επίσκεψη ελέγχου στο υποστατικό των αιτητών, σε 36 προσκλητήρια, που εξασφαλίστηκαν από διάφορα τυπογραφεία της Πάφου κλπ, καθώς και στους ίδιους αναγκαίους συνειρμούς και υπολογισμούς στους οποίους στηρίχθηκαν τα συμπεράσματα που οδήγησαν στην απόφαση της Εφόρου ΦΠΑ της 10.6.2003 - αντικείμενο της Προσφυγής 785/2005. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν (πλην των 36 προσκλητηρίων και των τιμολογίων αγορών και πωλήσεων, που επισυνάπτονται ως μέρος του Παραρτήματος Α στην Ένσταση) μέρος του Τεκμηρίου 1 ενώπιόν μου. Δεν βλέπω γιατί η Έφορος ΦΠΑ, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά δεδομένα, να μην μπορούσε να καταλήξει στην ίδια, ουσιαστικά, απόφαση με εκείνη της 10.6.2003, επειδή η τελευταία δεν λήφθηκε νομότυπα, ελλείψει, δηλαδή, της αναγκαίας εκχώρησης εξουσίας στον λειτουργό Κ. Τσαγκαρίδη, σύμφωνα με το Ν.95(Ι)/2000.
Όσον αφορά το παράπονο των αιτητών ότι η ένσταση του δικηγόρου τους προς τον Υπουργό Οικονομικών της 21.2.2005 παραγνωρίστηκε, τόσο από την ένσταση της Εφόρου ΦΠΑ στην παρούσα προσφυγή, όσο και από τον Υπουργό Οικονομικών, παρατηρώ ότι ορθά αυτή παραγνωρίστηκε από την ένσταση του Εφόρου ΦΠΑ, εφόσον αυτή αφορά ενέργεια του δικηγόρου των αιτητών μεταγενέστερη, κατά 20 μέρες, της επίδικης απόφασης της 1.2.2005. Όσον αφορά δε τον Υπουργό Οικονομικών, παρατηρώ ότι η παράλειψή του να επιληφθεί της ένστασης του δικηγόρου των αιτητών της 21.2.2005 και απαντήσει, δεν είναι αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι κατά παραβίαση, και πάλι, των αρχών της επανεξέτασης, αλλά, κυρίως, κατά παραβίαση της αρχής της ακρόασης του διοικουμένου, η Έφορος ΦΠΑ αγνόησε, κατά την επανεξέταση, την αμφισβήτηση κατά της βεβαίωσης φόρου της 10.6.2003, την οποία είχε υποβάλει ο λογιστής των αιτητών προς την Έφορο ΦΠΑ με την επιστολή του της 23.6.2003. (Βλ. Παράρτημα Δ στην Ένσταση).
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Στην επίδικη βεβαίωση φόρου της 1.2.2005 (Παράρτημα ΣΤ στην Ένσταση), η Έφορος ΦΠΑ αναφέρει ότι οι διαπιστώσεις της στηρίχθηκαν στα "στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου και τις εξηγήσεις που έχουν δοθεί από εσάς και το λογιστή σας.". Είναι πρόδηλο ότι η αναφορά στις εξηγήσεις που δόθηκαν από το λογιστή των αιτητών παραπέμπει στην επιστολή του της 23.6.2003 (Παράρτημα Δ στην Ένσταση). Δεν υπήρξε, επομένως, παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης των αιτητών. Ούτε η Έφορος ΦΠΑ "ενδεχομένως να έπρεπε να ζητήσει η ίδια περαιτέρω διευκρινίσεις από τους αιτητές..........αφού δεν είχε ποτέ η ίδια ερευνήσει ή έστω ακούσει τους αιτητές.", όπως εισηγείται ο δικηγόρος τους, εφόσον η απόφασή της είχε στηριχθεί, αποκλειστικά, σε στοιχεία που προϋπήρχαν της επιστολής του λογιστή των αιτητών της 23.6.2003. Δε στηρίχθηκε, με άλλα λόγια, η Έφορος ΦΠΑ σε οποιαδήποτε νέα ή πρόσθετα στοιχεία ώστε να προκύπτει ζήτημα ότι θα έπρεπε να ακούσει και τους αιτητές σε σχέση με τα νέα αυτά στοιχεία.
Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση της Εφόρου ΦΠΑ της 1.2.2005 να επιβάλει εκ νέου, στους αιτητές, ως βεβαιωθέντα φόρο, το ποσό των £29.417,28 "δεν είναι αποτέλεσμα πλήρους έρευνας ή έστω ορθής άσκησης της διακριτικής της εξουσίας"· και τούτο, διότι από τη σύγκριση των δύο αποφάσεων, ήτοι εκείνης της 10.6.2003 και εκείνης της 1.2.2005, προκύπτει ότι η Έφορος ΦΠΑ "κατά την επανεξέταση δεν προέβη σε ίδια έρευνα και ούτε άσκησε τη δική της διακριτική εξουσία αλλά απλώς επανέλαβε ή προσυπέγραψε όσα και ο τότε αναρμόδια ενεργήσας υπάλληλος διαπίστωσε προσωπικά αλλά παράνομα (χωρίς δική του αρμοδιότητα)".
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Από το κείμενο της βεβαίωσης φόρου της 1.2.2005 (Παράρτημα ΣΤ στην Ένσταση) προκύπτει, αναντίλεκτα, ότι η Έφορος ΦΠΑ ερεύνησε την υπόθεση των αιτητών εξ υπαρχής και άσκησε την κρίση της, έστω κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και ο λειτουργός Κ. Τσαγκαρίδης, και, αφού έλαβε υπόψη και την ένσταση του λογιστή των αιτητών της 23.6.2003, κατέληξε στη βεβαίωση του ποσού των £29.417,28 ως οφειλόμενου από τους αιτητές ΦΠΑ. Στη βάση των δεδομένων που είχε ενώπιόν της η απόφαση της Εφόρου ΦΠΑ ήταν εύλογα επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει η σχετική νομοθεσία. (Βλ., μεταξύ άλλων, KOKOS ATHANASIOU MOTORS LTD ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ