ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 625
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 76/2004 και 124/2004)
17 Ιουλίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 76/2004)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 124/2004)
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 76/2004.
Α. Ευσταθίου (κα), για την Αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 124/2004.
Λ. Ουστά (κα), για την Καθ' ης η Αίτηση και στις δύο Προσφυγές.
Μ. Σπανού (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Ελισσαίου.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Σισμάνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με διάταγμα του Δικαστηρίου, κατόπιν συναίνεσης των διαδίκων, οι δύο προσφυγές συνεκδικάζονται λόγω του γεγονότος ότι προσβάλλουν την ίδια διοικητική απόφαση και επίσης γιατί προβάλλουν κοινούς λόγους ακύρωσης.
Και οι δύο προσφυγές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε/Μ) Μαρίλια Παντζιαρή-Ελισσαίου και Ερνεστίνα Σισμάνη στην θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου κατόπιν επανεξέτασης.
Το ιστορικό της υπόθεσης αρχίζει από το 1993. Με απόφαση της ΕΔΥ, ημερ. 28.6.1993, διορίστηκαν στην επίδικη θέση η Λεωνίδου Δέσπω και το Ε/Μ στις παρούσες προσφυγές Σισμάνη Ερνεστίνα. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του, ημερ. 8.2.1995, ακύρωσε τους διορισμούς κατόπιν δύο προσφυγών που καταχώρησαν η Ευανθία Παντελή (αιτήτρια στην προσφυγή 124/04), και η Ελισσαίου (Ε/Μ στις προσφυγές αυτές). Οι λόγοι για την πιο πάνω ακύρωση ήταν αφενός μεν η παράλειψη διενέργειας έρευνας όσον αφορά τα προσόντα της Λεωνίδου Δέσπως και αφετέρου η παράλειψη της ΕΔΥ να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.
Η ΕΔΥ μετά την ακυρωτική απόφαση προέβη σε επανεξέταση και με απόφαση της, ημερ. 17.4.1995, διόρισε αναδρομικά από 1.9.1993 τα ίδια πρόσωπα ως και προηγουμένως, δηλαδή τις Λεωνίδου Δέσπω και Σισμάνη Ερνεστίνα. Η Μαρίλια Παντζιαρή-Ελισσαίου (Ε/Μ στην προσφυγή 124/04) καταχώρησε την προσφυγή 573/96. Στις 8.8.1997 το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ακύρωσε εκ δευτέρου τους διορισμούς για δύο λόγους, αφενός ότι η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων έπρεπε να γίνει σε πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και αφετέρου ότι η ΕΔΥ παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 33(6) του Ν. 1/90 αφού δεν είχε ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων και αιτιολογημένη έκθεση, λόγω του ότι τελούσε υπό πλάνη ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί (Βλέπε: Μαρίλια Παντζιαρή-Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 573/96, ημερ. 8.8.1997).
Η ΕΔΥ προχώρησε ακολούθως σε δεύτερη επανεξέταση και με απόφαση της, ημερ. 16.1.1998, διόρισε αναδρομικά από 1.9.1993 τις Ευανθία Παντελή (αιτήτρια στην προσφυγή 124/04) και Ερνεστίνα Σισμάνη (Ε/Μ στις παρούσες προσφυγές). Εναντίον των πιο πάνω διορισμών καταχωρήθηκαν οι προσφυγές 500/98 και 576/98 εκ μέρους των Δέσπω Λεωνίδου και Μαρίλιας Παντζιαρή-Ελισσαίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του, ημερ. 6.9.2000, ακύρωσε τους διορισμούς αφενός διότι η ΕΔΥ δεν διεξήγαγε επαρκή έρευνα με συνέπεια να υποπέσει σε ενδεχόμενη πλάνη ως προς το επίπεδο και το περιεχόμενο του μεταπτυχιακού της Ευανθίας Παντελή και αφετέρου οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των υποψηφίων που έλαβε η ΕΔΥ υπόψη δεν ήταν ενιαίο μέτρο κρίσεως. (Βλέπε: Δέσπω Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 500/98 και 576/98, ημερ. 6.9.2000).
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές καταχωρήθηκαν δύο εφέσεις εκ μέρους της Δημοκρατίας και της Ευανθίας Παντελή. Οι εφέσεις όμως αυτές απερρίφθησαν. (Βλέπε: Δημοκρατία κ.ά. ν. Μαρίλιας Παντζιαρή-Ελισσαίου, Α.Ε. 3124 και 3130, ημερ. 13.2.2003).
Η ΕΔΥ προχώρησε ακολούθως στην τρίτη κατά σειρά επανεξέταση. Στις 19.3.2003 αποφάσισε κατ' αρχή, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, να προβεί σε έρευνα, μέσω του Υπουργείου Παιδείας της Γαλλίας ως προς τα επίπεδα των πανεπιστημιακών διπλωμάτων ή τίτλων Licence και Maitrice. Από τα αποτελέσματα της έρευνας της ΕΔΥ η τελευταία κατέληξε, στις 8.10.2003, ότι η Ευανθία Παντελή κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Έτσι κάλεσε όλους τους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένης της Ευανθίας Παντελή, σε προφορική εξέταση. Κατά την ίδια συνεδρία αποφάσισε επίσης ότι η Ευανθία Παντελή (αιτήτρια) κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας ενώ δεν το κατείχαν τα δύο Ε/Μ.
Η ΕΔΥ σε συνεδρία της, στις 5.12.2003, δέχθηκε τους 12 υποψηφίους σε προφορική εξέταση. Αξιολόγησε τους δύο αιτητές στις δύο εκδικαζόμενες προσφυγές ως «Πολύ Καλή» ενώ τα Ε/Μ ως «Εξαίρετα». Τελικά δε, στην ίδια συνεδρία επέλεξε τα Ε/Μ ως τα καταλληλότερα.
Εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ καταχωρήθηκαν οι δύο αυτές προσφυγές που συνεκδικάζονται. Κοινοί νομικοί λόγοι ακύρωσης είναι οι εξής:-
(α) Ότι η επανεξέταση έπρεπε να αρχίσει από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής,
(β) ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, και
(γ) ότι η ΕΔΥ δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ως προς τα προσόντα του Ε/Μ Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή.
Στην προσφυγή 124/2004 η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης κακή σύνθεση της ΕΔΥ αφού ο Πρόεδρος της ως δικηγόρος μέχρι πρόσφατα, υποστήριζε τα συμφέροντα του Ε/Μ Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή.
Στην δε προσφυγή 76/2004 ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παραγνωρίστηκε το πρόσθετο προσόν του χωρίς καμιά αιτιολογία ως επίσης ότι καταχρηστικά η ΕΔΥ άφησε στον κατάλογο και τους 12 υποψηφίους αντί τους συστηθέντες 8.
Στην προσφυγή 124/2004 προβάλλεται, όπως ανέφερα, ο σημαντικότερος λόγος ακυρότητας, αυτός της αμεροληψίας και κατά συνέπεια της κακής σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου δηλαδή της ΕΔΥ.
Είναι δεδομένο ότι Πρόεδρος της ΕΔΥ, ενός πενταμελούς οργάνου, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, ήταν ο κ. Μάρκος Σπανός.
Ο Πρόεδρος της ΕΔΥ μέχρι τον διορισμό του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Πρόεδρο της ΕΔΥ, το καλοκαίρι του 2003, ασκούσε τη δικηγορία ως ο κύριος συνεταίρος στο Δικηγορικό του γραφείο Μάρκος Π. Σπανός και Σία. Το δικηγορικό γραφείο του ανέλαβε από το 1993 την υπόθεση του Ε/Μ Ελισσαίου-Παντζιαρή. Η Μαρίλια Ελισσαίου-Παντζιαρή σε τρεις διαδοχικές προσφυγές της (προσφυγές 802/93, 573/96 και 576/98) ως αιτήτρια πέτυχε τις ακυρώσεις των τριών διαδοχικών αποφάσεων της ΕΔΥ. Και στις τρεις πιο πάνω προσφυγές της δικηγόροι της ήταν το δικηγορικό γραφείο μάρκου Σπανού και Σία. Το ίδιο δικηγορικό γραφείο υπεράσπισε επίσης τις εφέσεις που καταχώρησαν τόσο η Δημοκρατία όσο και το τότε Ε/Μ στην απόφαση στην προσφυγή 576/98. Οι εφέσεις αυτές είναι οι 2124 και 3130 και απόφαση σ' αυτές εκδόθηκε στις 13.2.2003 (Βλέπε πιο πάνω). Και στις εφέσεις αυτές το δικηγορικό γραφείο Μάρκου Σπανού και Σία εκπροσωπούσε την Μαρίλια Ελισσαίου-Παντζιαρή. Οι εφέσεις αυτές απορρίφθηκαν και έτσι επιβεβαιώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που δικαίωσε την τότε αιτήτρια Ελισσαίου-Παντζιαρή. Επακολούθησε μετά την απόρριψη των εφέσεων επανεξέταση από την ΕΔΥ υπό την προεδρία πλέον του κ. Μάρκου Σπανού με τελικό αποτέλεσμα τον διορισμό της Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή και της Ερνεστίνας Σισμάνη.
Είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας στην προσφυγή 124/2004 ότι η συμμετοχή του κ. Μ. Σπανού στην όλη διαδικασία έκδοσης της επίδικης απόφασης συνιστά παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και της αμεροληψίας και ότι η παράβαση αυτή οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης απόφασης. Εισηγείται ότι η ιδιάζουσα σχέση που υπήρχε μεταξύ του Προέδρου της ΕΔΥ και του Ε/Μ Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή έπρεπε να είχε αποτελέσει λόγο εξαίρεσης του από τη σύνθεση της ΕΔΥ αφού η συμμετοχή του ήταν εκ των πραγμάτων ικανή να θέσει σε αμφισβήτηση την αμεροληψία του ιδίου και κατ' επέκταση του διορίζοντος οργάνου.
Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα. (Βλέπε: Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437, Yiannoulla Louca and Another v. The Republic (1989) 3 Α.Α.Δ. 672).
Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, στις σελίδες 772-773 αναφέρονται τα εξής:-
«Η αρχή αυτή διατυπώθηκε από το Συμβούλιο της Επικράτειας της Ελλάδας στην υπόθεση 1187/1950 (Τόμος 1950(α) σελ. 991) και υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Kallouris v. The Republic of Cyprus (1964) C.L.R. 313. To Συμβούλιο της Επικράτειας διατύπωσε την αρχή αυτή ως ακολούθως:
«Τα όργανα, των οποίων απαιτείται κατά νόμον η σύμπραξις δια την παραγωγήν διοικητικής τινος πράξεως, δέον όπως παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως. Ο κανών ούτος δεν αποτελεί το περιεχόμενον ηθικού μόνον αιτήματος της Πολιτείας δικαίου, αλλά συνιστά και νομικήν επιταγήν, ής η παράβασις επάγει ακυρότητα, όταν δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέσις προς τα πρόσωπα, εις ά αφορά η κρινόμενη υπόθεσις, ή συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργούσι τεκμήρια επηρεασμού του οργάνου, κλονίζοντα την πεποίθησιν του διοικουμένου επί του αδιάβλητον της κρίσεως αυτού.»»
Και πιο κάτω στη σελίδα 774 αναφέρονται τα εξής, μετά από εκτενή παράθεση κειμένου από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, στη σελίδα 111:-
«Η δημιουργία τεκμηρίου επηρεασμού της αμερόληπτης κρίσης όταν μέλη του συλλογικού οργάνου της Διοίκησης συνδέονται δια δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης με τα πρόσωπα που τους αφορά η κρινόμενη υπόθεση, γίνεται επομένως φανερή από την προαναφερθείσα νομολογία. Η ύπαρξη του τεκμηρίου αυτού υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα νομολογία.
Πέραν τούτου, όμως, η νομολογιακή αυτή επιταγή, νομοθετήθηκε με το άρθρο 69(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990-96, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«2. Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει να-
(α).............................................................................................................................................
(β) μη αναλαμβάνει, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, την επίλυση ζητήματος και να μη συμπράττει στην έκδοση πράξεων αν ο ίδιος ή πρόσωπο με το οποίο έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού έχει πρόδηλο συμφέρον.......»
Σύμφωνα δε με τη νομολογία η εξέταση τέτοιου θέματος μπορεί να γίνει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. (Βλέπε: Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 616 και Τζιονή ν. Δημοκρατία (2003) 3 Α.Α.Δ. 609.
Στην υπόθεση Σολωμού (πιο πάνω) ο Γενικός Διευθυντής ως προϊστάμενος σύστησε για προαγωγή το σύζυγο της ιδιαιτέρας γραμματέας του. Τόσο ο πρωτόδικος Δικαστής όσο και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεώρησε τη σχέση του Γενικού Διευθυντή και της ιδιαιτέρας γραμματέως του ως «ιδιάζουσα» όπως η νομολογία και ο σχετικός νόμος προνοεί.
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχω κληθεί να αποφασίσω κατά πόσον συνάγεται έλλειψη αμεροληψίας γιατί κανένα τέτοιο στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του Προέδρου της ΕΔΥ, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητο της, επειδή διόρισε το Ε/Μ στην επίδικη θέση με την οποία επί σειρά ετών και σε σειρά προσφυγών που έχουν άμεση σχέση με την επίδικη θέση τον συνέδεε σχέση δικηγόρου-πελάτη. Είμαι της γνώμης ότι η σχέση αυτή είναι ιδιάζουσα όπως διαγράφεται στη νομολογία. Στην απόφαση της Ολομέλειας Σολωμού (πιο πάνω) στη σελίδα 775 προσδιορίζεται η ιδιάζουσα σχέση ως εξής:-
«Ιδιάζουσα είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. (Βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, Έκδοση 1998, σελ. 774 και 471). Κατά τη γνώμη μας, παρόλο που η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν είναι δεσμός, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδιάζουσα σχέση» έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Πέραν τούτου, είναι κατάδηλο ότι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγος της και ο Γενικός Διευθυντής υπό τις περιστάσεις είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Επομένως, συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος γιατί τεκμαίρεται διά νόμου η μεροληπτική ενέργεια του Γενικού Διευθυντή και δεν χρειάζεται υπό τις περιστάσεις να εξετασθεί αν η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι.»
(Βλέπε επίσης: Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554)
Καταλήγω, κατά συνέπεια, ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης, με συνέπεια και οι δύο προσφυγές που συνεκδικάζονται να γίνουν αποδεκτές. Λόγω της κατάληξης μου αυτής δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ με οποιοδήποτε άλλο λόγω ακύρωσης που προβάλλονται είτε στη μία προσφυγή είτε στην άλλη.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ