ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 745/2004)
12 Ιουλίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Α. Βασιλειάδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 16 Μαρτίου 2004, είναι η τέταρτη την οποία η Ε.Δ.Υ. έλαβε για την πλήρωση δύο θέσεων Ανώτερου Εκτελεστικού Μηχανικού (Τακτ. Προϋπ.), Τμήμα Δημοσίων Έργων. Οι πρώτες τρεις ακυρώθηκαν λόγω, κάθε φορά, πλημμέλειας στη σύσταση του Διευθυντή. Ασχολήθηκα με την τρίτη απόφαση στην προσφυγή αρ. 100/2002 όπου συνόψισα την μέχρι τότε πορεία ως εξής:
«Κατά την πρώτη διαδικασία ο Διευθυντής του οικείου τμήματος σύστησε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί και στον επιτυχή τρόπο εκτέλεσής τους. Επί πλέον ανέφερε πολλά εγκωμιαστικά σχόλια με αναφορά σε εξειδικεύσεις στις οποίες προέβη για τις ιδιότητες και τις ικανότητες που τους διέκριναν. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 10 Αυγούστου 1998, με την οποία τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προάχθηκαν στη θέση από την 1 Σεπτεμβρίου 1998, προσεβλήθη από τους παρόντες αιτητές με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές 1129/98 κ.α. Στις 10 Φεβρουαρίου 2000 ο Καλλής, Δ. εξέδωσε ακυρωτική απόφαση. Επεσήμανε ότι δεν είναι νομολογιακά παραδεκτή η απόδοση σημασίας στα καθήκοντα που ανατίθενται σε υπαλλήλους ως στοιχείο διάκρισης μεταξύ τους, και επίσης επεσήμανε ότι η πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν παρέχει στο Διευθυντή δυνατότητα ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, όπως αυτή προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Υπέδειξε σχετικά, ότι τα όσα ο Διευθυντής είχε αναφέρει υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων συγκαταλέγονταν, ανεξάρτητα από την χρησιμοποιηθείσα φρασεολογία, στα βαθμολογημένα στοιχεία (α) επαγγελματικής κατάρτισης, (β) απόδοσης, (γ) υπηρεσιακού ενδιαφέροντος, (δ) υπευθυνότητας και (ε) πρωτοβουλίας, στα οποία ήταν και οι αιτητές βαθμολογημένοι με εξαίρετα, και επομένως βρίσκονταν και αυτοί στην ίδια μοίρα.
Κατά την επανεξέταση, ο ίδιος Διευθυντής προέβη σε νέα σύσταση. Αυτή τη φορά απέφυγε να προβεί σε διάκριση με αναφορά στα καθήκοντα των υποψηφίων αλλά υπέπεσε και πάλι στο σφάλμα της ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας. Με τη δεύτερη απόφαση, ημερ. 2 Μαρτίου 2000, η Ε.Δ.Υ. προήγαγε ξανά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, στηριζόμενη ανάμεσα σ΄ άλλα και στη σύσταση του Διευθυντή. Οι αιτητές προσέβαλαν και αυτή την απόφαση. Την προσφυγή τους, με αρ. 856/2000, την εξέτασε ο Χατζηχαμπής, Δ., ο οποίος στις 8 Οκτωβρίου 2001 εξέδωσε ακυρωτική απόφαση για το λόγο ότι και πάλι έπασχε η σύσταση του Διευθυντή.
Κατά την τρίτη διαδικασία, έγινε σύσταση από το νέο Διευθυντή του Τμήματος. Αυτός δεν αναφέρθηκε στα ιδιαίτερα καθήκοντα του ενός ή του άλλου υποψηφίου και δεν εξειδίκευσε ιδιότητες και ικανότητες στις οποίες να υπερτερούσαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Αναφέρθηκε, ωστόσο, γενικά σε προσωπικές ικανότητες και δυνατότητες των υποψηφίων, τις οποίες συνεκτίμησε μαζί με άλλα για να συστήσει και αυτός τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
....................................
Είναι προφανές ότι η γενική αναφορά από τον Διευθυντή σε προσωπικές ικανότητες και δυνατότητες των υποψηφίων απέβλεπε και πάλι σε διάκριση υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων με αναφορά σε ιδιότητες και ικανότητες, που εκείνοι διέθεταν, εφόσον δεν αναφέρθηκε ο,τιδήποτε άλλο ως διαφοροποιόν στοιχείο που να δικαιολογούσε την υπέρ τους σύσταση. Αν όλοι οι υποψήφιοι είχαν τις ίδιες ικανότητες και δυνατότητες δεν χρειαζόταν από αυτή την άποψη καμιά αναφορά εκ μέρους του. Αν δε άλλοι από τους υποψηφίους τις διέθεταν, θα ανέμενε κανείς από τον Διευθυντή να πει γιατί δεν τους σύστηνε εκείνους. Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά δεν θα μπορούσε μια σύσταση τόσο γενική και αόριστη όπως η υπό συζήτηση να θεωρηθεί αιτιολογημένη. Καθίσταται επομένως αναπόφευκτη και πάλι η ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ.»
Επιλέγεντες με τις πρώτες τρεις αποφάσεις ήταν η Χρυστάλλα Μαλλούππα και ο παρών αιτητής, Σάββας Κυριάκου. Κατά την τέταρτη εξέταση ο Διευθυντής σύστησε και πάλι την κα Μαλλούππα και τον αιτητή. Η Ε.Δ.Υ. επέλεξε την κα Μαλλούππα όχι όμως και τον αιτητή. Εξήγησε πως δεν μπορούσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή και επομένως επέλεξε, αντ΄ αυτού, τον κ. Βαλεντίνο Διάκο. Η παρούσα προσφυγή αφορά μόνο στην προαγωγή του κ. Διάκου.
Συστήνοντας τον αιτητή ο Διευθυντής ανέφερε γι΄ αυτόν τα εξής γενικά αλλά και συγκριτικά με τον κ. Διάκο (υποψήφιο με α/α 2):
«Ο Κυριάκου Σάββας διορίστηκε στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, 2ης Τάξης στις 16.4.84 και στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, 1ης Τάξης στις 15.2.85.
Ο Κυριάκου Σάββας κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν προϊστάμενος της Μονάδας Διεύθυνσης Έργων, όπου τα κυριότερα καθήκοντά του είναι η διαχείριση μεγάλων αναπτυξιακών έργων, από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την εκτέλεσή τους, προώθηση και παρακολούθηση της εξέλιξης των έργων στα διάφορα στάδια υλοποίησης τους (μελέτη, σχεδιασμός, εκτέλεση) παρακολούθηση και εφαρμογή των προτύπων και επιπέδου ποιότητας και παρακολούθηση των χρονοδιαγραμμάτων υλοποίησης και των πλαισίων κόστους των έργων.
....................................
Οι υποψήφιοι με α/α 2, 6 και 7 υπερέχουν του συστηνόμενου σε αρχαιότητα, υστερούν όμως σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υπό αναφορά ετών. Ο υποψήφιος με α/α 2 έχει βαθμολογηθεί το 1990 σε 4 στοιχεία (επαγγελματική κατάρτιση, συνεργασία/σχέσεις, συμπεριφορά προς τους πολίτες και διευθυντική/διοικητική ικανότητα) πολύ ικανοποιητικά και το 1992 σε 1 στοιχείο (διευθυντική/διοικητική ικανότητα) ως πολύ ικανοποιητικά.
.....................................
Ως εκ τούτου συνυπολογίζοντας τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, κρίνω ότι ο συστηνόμενος υπερτερεί των υποψηφίων ...2».
Η Ε.Δ.Υ., εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τον κ. Διάκο αντί τον αιτητή, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Κυριάκου Σάββα και αντ΄ αυτού, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία - προσόντα - αρχαιότητα, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ΄ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε ότι ο ΔΙΑΚΟΥ Βαλεντίνος υπερείχε τόσο του Κυριάκου και των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Δημόσιων Έργων, αναδρομικά από 1.9.98.
....................................
Η Επιτροπή, επιλέγοντας το Διάκο, έλαβε υπόψη ότι αυτός, όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, έχοντας καθόλα εξαίρετες αξιολογήσεις .........
Η Επιτροπή προβαίνοντας σε ειδική σύγκριση του Διάκου με τον Κυριάκου Σάββα, ο οποίος έχει τη σύσταση του Διευθυντή, παρατήρησε ότι ο Διάκου δεν υστερεί ούτε σε αξία, αξιολογηθείς κατά τα πέντε τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη ως καθόλα εξαίρετος, ούτε σε προσόντα και, επιπλέον, υπερέχει σε αρχαιότητα, η οποία είναι ουσιαστική, ανάγεται στην παρούσα τους θέση και συνίσταται σε τρία σχεδόν έτη.»
Ο αιτητής προβάλλει ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν πλήρως αιτιολογημένη και νόμιμη, ότι η Ε.Δ.Υ. δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα και επομένως τελούσε κάτω από πλάνη για πράγματα, ότι δεν παρέσχε βάσιμη αιτιολογία για την παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή και ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την τελική της απόφαση.
Παρατηρώ ότι σε βαθμολογημένη αξία ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο παρουσίαζαν ακριβώς την ίδια εικόνα, με «εξαίρετα» σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης κατά τα πέντε τελευταία χρόνια πριν από την πρώτη εξέταση, δηλαδή για τα έτη 1993, 1994, 1995, 1996 και 1997. Για το 1992 η εικόνα με τα «εξαίρετα» διακόπτετο για τον αιτητή με ένα «πολύ ικανοποιητικά» στη Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα. Για το 1991 όμως, με σύνολο 4Ε - 4Π.Ι. ο αιτητής και 3Ε - 5Π.Ι. το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ο αιτητής βαθμολογήθηκε στη Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα με «εξαίρετα» ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με «πολύ ικανοποιητικά». Για το 1990 η εικόνα ήταν καλύτερη για τον αιτητή αλλά υπενθυμίζω ότι επρόκειτο για μεταβατική περίοδο σε σχέση με την οποία παρουσιάστηκαν προβλήματα στην εφαρμογή του τότε νέου Νόμου. Προχωρώντας πιο πίσω βλέπουμε ότι παρουσίαζαν και οι δύο την ίδια γενική εικόνα.
Στα προσόντα υπήρχε μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου προσώπου ουσιαστική ισοδυναμία. Σε αρχαιότητα όμως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε προβάδισμα, με μια διαφορά σχεδόν τριών χρόνων στην κατεχόμενη θέση. Διορίστηκε ως Εκτελεστικός Μηχανικός 2ης Τάξης στις 15 Νοεμβρίου 1977 και προήχθη σε Εκτελεστικό Μηχανικό 1ης Τάξης στις 15 Μαρτίου 1982. Ενώ ο αιτητής διορίστηκε στη 2η Τάξη στις 16 Απριλίου 1984 και προήχθη στην 1η Τάξη στις 15 Φεβρουαρίου 1985.
Προκύπτει ότι η επισήμανση στην οποία προέβη η Ε.Δ.Υ., ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν υστερούσε έναντι του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία υποστηρίζεται από τα προαναφερθέντα στοιχεία των φακέλων. Η διαφορά σε επιμέρους στοιχεία ήταν ελάχιστη, χωρίς χρονική εγγύτητα και δεν μετέβαλλε την ουσιαστική ισοδυναμία μεταξύ των δύο υποψηφίων. Με την ισοδυναμία τους και σε προσόντα αποκτούσε βαρύνουσα πια σημασία η αρκετά μεγάλη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου. Η σύσταση του Διευθυντή δεν φαίνεται να έδινε σημασία στο ότι κατά τα τελευταία πέντε χρόνια είχαν και οι δύο την ίδια εξαίρετη εικόνα, που σήμαινε την ουσιαστική ισοδυναμία των δύο, και αδικαιολόγητα τόνιζε τη μικρή διαφορά σε βαθμολογημένη αξία για το 1990 και 1991, που δεν μπορούσε λογικά να υπερισχύσει έναντι της αρχαιότητας των σχεδόν τριών χρόνων του ενδιαφερομένου προσώπου. Η απόκλιση της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση του Διευθυντή στηριζόταν στα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης και αιτιολογήθηκε ικανοποιητικά. Υπό αυτές τις περιστάσεις η τελική της απόφαση δεν μπορούσε παρά να αντικατοπτρίζει αυτή τη στάθμιση και, κατά τη γνώμη μου, ήταν όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και αναπόφευκτη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ