ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 53/2005)
3 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,
Αιτητής,
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή αμφισβητείται η εγκυρότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 24.9.2004 με την οποία προβιβάστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, αντί του αιτητή.
Αρχικά η παρούσα προσφυγή ήταν συνενωμένη με την προσφυγή υπ΄ αρ. 68/2005, η οποία όμως στις 24.5.2005 αποσύρθηκε. Ο αιτητής προσβάλλει κυρίως τη σύσταση του Διευθυντή την οποία χαρακτηρίζει γενική, αόριστη και συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων. Δεν καταγράφεται, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, με ποιους ο Διευθυντής διαβουλεύτηκε. Αναφέρει απλώς σε ποιο κριτήριο οι επιλεγέντες υπερτερούν ή υστερούν αντί των άλλων υποψηφίων.
Θεωρώ ότι η παράθεση της σύστασης θα βοηθήσει:
«Κατ΄ αρχήν δηλώνω ότι οι υποψήφιοι με α/α 1-74 στον κατάλογο αρχαιότητας των Τεχνικών του Τμήματος κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Τεχνικού προσόντα και, ως εκ τούτου, είναι προάξιμοι.
Προκειμένου να προβώ σε συστάσεις, έχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων, έχω διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους και έχω λάβει υπόψη μου και τα τρία νομολογημένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Αναφέρω, επίσης, ότι οι συστάσεις μου στηρίζονται και σε προσωπικές εμπειρίες που έχω για την προσωπικότητα, την ικανότητα και την προσφορά ενός εκάστου των υποψηφίων, τους οποίους γνωρίζω προσωπικά για πολλά χρόνια.
΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθώς και τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, συστήνω ως καταλληλότερους για προαγωγή τους υποψήφιους Κωνσταντίνου Χριστόφορο, Παναγιώτου Παναγιώτη και Κανάρη Ανδρούλα.
Συστήνοντας τους πιο πάνω υποψηφίους, επισημαίνω ότι, σύμφωνα και με τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, υπερέχουν σε αξία όλων των υποψηφίων που υπερέχουν από αυτούς σε αρχαιότητα, ενώ δεν υστερούν σε προσόντα.
΄Οσον αφορά τα προσόντα, σημειώνω ότι ορισμένοι υποψήφιοι, που ακολουθούν σε αρχαιότητα, κατέχουν πανεπιστημιακά ή ισότιμα προσόντα, τα οποία παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα. Επισημαίνω επί του προκειμένου ότι οι τρεις υποψήφιοι που συστήνονται υπερέχουν ή/και δεν υστερούν σε αξία των εν λόγω υποψηφίων, ενώ υπερέχουν αυτών ουσιαστικά σε αρχαιότητα.
΄Εχω λάβει υπόψη μου ότι οι υποψήφιοι με α/α 5 και 53 εμπίπτουν στις πρόνοιες του Νόμου 87(Ι)/2004, όμως λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κριτήρια στο σύνολό τους, ο υποψήφιος με αρ. 5 υστερεί σε αξία έναντι των συστηνομένων και όσον αφορά τον υποψήφιο με αρ. 53, αυτός υστερεί σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια και τέσσερις μήνες στην παρούσα θέση.»
Είναι βέβαια γνωστή η σημασία που έχει η αιτιολογημένη σύσταση του προϊστάμενου του τμήματος σύμφωνα με το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90. Η Επιτροπή κατά την προαγωγή λαμβάνει δεόντως υπ΄ όψιν το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, την αιτιολογημένη σύσταση του προϊστάμενου και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκομίζει κατά την τυχόν προφορική εξέταση.
Η αναφορά του άρθρου, τόσο στο περιεχόμενο των φακέλων, όσο και στην αιτιολογημένη σύσταση του προϊσταμένου χωριστά δεν σημαίνει ότι ο προϊστάμενος δεν μπορεί να αναφερθεί στο περιεχόμενο των φακέλων. Απλώς, όπως έχει επισημανθεί και από τη νομολογία (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, 719), η σύσταση εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων.
Στην παρούσα περίπτωση δεν συμφωνώ με τα επιχειρήματα που προβάλλονται. Ο Διευθυντής προβαίνει σε σύγκριση των υποψηφίων, πάντα μέσα από την εικόνα που δίδουν οι φάκελοι και αιτιολογεί την επιλογή του.
Ο Διευθυντής επισημαίνει ότι οι τρεις συστηνόμενοι υπερέχουν σε αξία όλων των υποψηφίων που υπερέχουν σε αρχαιότητα, ενώ δεν υστερούν σε προσόντα. Πιο συγκεκριμένα, συγκρινόμενοι με τον αιτητή φαίνεται ότι ενώ για τα έτη 2002 και 2003 είναι ισάξιοι, στις αξιολογήσεις των ετών 1999-2001 υπερτερούν κατά τι.
Η σύσταση αναφέρεται και στα δύο άλλα κριτήρια. Ως προς τα προσόντα φαίνεται ότι τόσο ο αιτητής, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Ως προς την αρχαιότητα η υπεροχή του αιτητή είναι συμβολική, αφού η διαφορά τους έγκειται στην ημερομηνία γέννησής τους. Τόσο ο αιτητής, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν ως τεχνικοί 2ης τάξης στις 22.7.1983 και προήχθηκαν στη θέση τεχνικού 1ης τάξης την 1.8.1988.
Είναι φανερό ότι ο Διευθυντής επέλεξε τους, κατά τη γνώμη του, καταλληλότερους και αιτιολόγησε την απόφασή του. Το γεγονός ότι ο αιτητής φαίνεται να είναι επίσης εξαίρετος υπάλληλος, δεν επιδρά επί της εγκυρότητας της σύστασης, γιατί από τη μια, όσο εξαίρετος κι΄ αν είναι, δεν παύει να υστερεί σε αξία των ενδιαφερομένων μερών στις ετήσιες αξιολογήσεις τριών χρόνων. Από την άλλη, η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών έχει αιτιολογηθεί. Δεν συμφωνώ ότι η αιτιολογία δεν προκύπτει από τη σύσταση. Αντίθετα, η σύσταση παρέχει επαρκή αιτιολογία, την ελαφρά, έστω, υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών, έναντι του αιτητή, σε αξία.
Η πιο πάνω κατάληξη καταρρίπτει το επόμενο επιχείρημα του αιτητή ότι, αφού η Επιτροπή στηρίχτηκε στην υπάρχουσα σύσταση στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης. Μια και η σύσταση κρίθηκε ως επαρκώς αιτιολογημένη το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Η Επιτροπή ορθά έλαβε υπ΄ όψιν, μέσα στα στοιχεία που συνεκτίμησε και τη σύσταση του Διευθυντή, όπως είχε βέβαια και καθήκον, όπως προκύπτει από το άρθρο 35 (4) του Νόμου.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα και είναι αναιτιολόγητη επίσης θα πρέπει να απορριφθεί. Φαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό ότι η Επιτροπή εξέτασε όλα τα στοιχεία που υπήρχαν στους φακέλους ενώπιόν της και αφού έλαβε υπ΄ όψιν και τη σύσταση του Διευθυντή προχώρησε στην επιλογή της. Δεν μπορώ να φανταστώ σε τι περαιτέρω έρευνα μπορούσε να προβεί, ενώ από την άλλη, φαίνεται ότι η αιτιολογία που έδωσε είναι καθ΄ όλα επαρκής. Η Επιτροπή επέλεξε τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη γιατί φαίνεται ότι υπερείχαν, έστω ελαφρά, σε αξία και δεν υστερούσαν στα άλλα δύο κριτήρια, ενώ διέθεταν υπέρ τους και τη σύσταση του Διευθυντή.
Το τελευταίο επιχείρημα του αιτητή αναφέρεται στον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπ΄ όψιν το γεγονός ότι ήταν τέκνο αγνοουμένου και συνεπώς ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου 87(Ι)/2004. Σημειώνεται ότι η Επιτροπή προβαίνει σε σχετική αναφορά για τους υποψήφιους με αυξ. αρ. 5 και 53 για τους οποίους δικαιολογεί τη μη εφαρμογή των προνοιών του πιο πάνω νόμου, αλλά παραλείπει να αναφερθεί στον αιτητή. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εκ πλάνης, παρέλειψε να τον θεωρήσει ως εμπίπτοντα στις πρόνοιες του Νόμου και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Δεν βρίσκω έρεισμα ούτε σ΄ αυτό το επιχείρημα. Ο αιτητής προσκόμισε στην Επιτροπή πιστοποιητικό από την Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων ημερ. 6.4.2005 το οποίο παραλήφθηκε και καταχωρήθηκε στο φάκελό του στις 18.5.2005, δηλαδή σε χρόνο κατά πολύ μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης απόφασης. Το γεγονός ότι ο αιτητής ανέφερε στην αίτηση διορισμού του στη Δημόσια Υπηρεσία, αλλά και στην ένστασή του στην έκθεση αξιολόγησης για το έτος 1999, που καταχωρήθηκε στις 21.3.2000, ότι ο πατέρας του ήταν αγνοούμενος, δεν προωθεί την υπόθεσή του. Ο σχετικός ισχυρισμός δεν προβλήθηκε έγκαιρα κατά τον ουσιώδη χρόνο και συνεπώς η Επιτροπή δεν μπορούσε με αυτές τις γενικές και ετεροχρονισμένες αναφορές να υποθέσει ότι ο αιτητής ενέπιπτε στις σχετικές πρόνοιες του νόμου.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ