ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Τσαγγαρίδης Κώστας ν. Πρόδρομου Προδρόμου και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1601
Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 325
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 77
Σοφοκλέους Σοφοκλής και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1590
Μιχαλοπούλου Ανδρέας και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 962
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 406/2004)
28 Ιουλίου, 2006
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Δ. Μέρτακκα, για Τ. Παπαδόπουλο & Σία, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Μιλτιάδης Χριστοφή, Αρχιλοχίας της Αστυνομίας (αιτητής) προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή τις προαγωγές των Σάββα Χαραλάμπους, Νίκου Θεοδώρου, Θεόδωρου Αδάμου, Κωστάκη Παπαδόπουλου, Ιωάννη Καπνουλλά και Παναγιώτη Κουντουρέσιη (ενδιαφερόμενων μερών) στο βαθμό του Υπαστυνόμου από 2/2/2004.
(α) Τα γεγονότα.
Στις 31/1/2003 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης διόρισε Επιτροπή Αξιολόγησης για να προβεί σε αξιολόγηση για το έτος 2003 όλων των υποψηφίων για προαγωγή στην Αστυνομία και την Πυροσβεστική, στο βαθμό του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου σύμφωνα με τους Κανονισμούς 4, 5 και 6 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 52/89). Η Επιτροπή Αξιολόγησης αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία των υποψηφίων βαθμολόγησε τον αιτητή με 42 μονάδες (με ανώτατη βαθμολογία τις 45 μονάδες), ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Χαραλάμπους, Θεοδώρου, Αδάμου, Παπαδόπουλος, Καπνουλλάς και Κουντουρέσιης έλαβαν 43, 43, 43, 42, 43 και 43 αντίστοιχα. Οι εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης διαβιβάστηκαν στο Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο θα παραχωρούσε σύμφωνα με τον Κανονισμό 8(4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 52/89) 55 μονάδες ως ακολούθως:
Ι) Προφορική εξέταση 12 βαθμοί
ΙΙ) Προσωπική συνέντευξη 9 βαθμοί
ΙΙΙ) Ακαδημαϊκά Προσόντα 8 βαθμοί
IV) Αρχαιότητα 12 βαθμοί
V) Προσωπικός Φάκελος 14 βαθμοί
___________
Σύνολο 55 βαθμοί
Το Συμβούλιο Κρίσεως αφού κάλεσε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση - συνέντευξη και έλαβε υπόψη τα προσωπικά στοιχεία ενός εκάστου, ετοίμασε κατάλογο των 54 υποψήφιων που συστήνονταν κατ' αλφαβητική σειρά, στον οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν ο αιτητής ο οποίος είχε συγκεντρώσει τελική βαθμολογία 73,47 μονάδων. Αντίθετα, τα ενδιαφερόμενα μέρη με συνολικές βαθμολογίες κυμαινόμενες από 75,13 μέχρι 75,77 συμπεριλήφθηκαν στον πίνακα.
Ο κατάλογος του Συμβουλίου Κρίσεως υποβλήθηκε στον Αρχηγό, ο οποίος προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη και έναν άλλο υποψήφιο ως τους πιο κατάλληλους.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η πιο πάνω απόφαση είναι παράνομη γιατί:
(i) Η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως είναι παράνομη, πεπλανημένη και αβάσιμη,
(ii) Η αξιολόγηση των στοιχείων των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως είναι αναιτιολόγητη, με αποτέλεσμα να στερείται ερείσματος ο πίνακας συστηνομένων,
(iii) Η σύσταση του Συμβουλίου Κρίσεως και η απόφαση του Αρχηγού, έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων ή/και είναι προϊόν πλάνης και γιατί,
(iv) Υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας ή/και μη άσκησης ιεραρχικού ελέγχου νομιμότητας τόσο του Αρχηγού όσο και του Υπουργού με συνέπεια την έκδοση αναιτιολόγητης απόφασης.
(i) και (ii) Η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως είναι παράνομη, πεπλανημένη και αβάσιμη. Η αξιολόγηση των στοιχείων των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως είναι αναιτιολόγητη, με αποτέλεσμα να στερείται ερείσματος ο πίνακας συστηνομένων.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως έγινε υπό καθεστώς νομικής πλάνης, γιατί με τον τρόπο βαθμολογίας της αρχαιότητας εξουδετερώθηκε η σημασία της αρχαιότητας ως ουσιώδους στοιχείου κρίσης. Επιπρόσθετα, υποβλήθηκε με παραπομπή στις υποθέσεις Σαμανίδη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 889/2001, της 10/2/2003, Χήρα ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1040/2001, της 18/10/2002, Μιχαλόπουλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 4/2001, της 18/10/2002 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77, ότι ο καταμερισμός των μονάδων αρχαιότητας συνιστά αυθαίρετη διαβάθμιση της αρχαιότητας σε κλίμακες, εξομοιώνοντας ουσιαστικά τον αρχαιότερο με το νεότερο. Επομένως η αξιολόγηση της αρχαιότητας κατέληξε στην υποβάθμιση της υπεροχής του αιτητή στο συγκεκριμένο κριτήριο, αφού έλαβε μόνο 10,80 μονάδες για τα 24 χρόνια υπηρεσίας του, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Αδάμου, Παπαδόπουλος, Καπνουλλάς και Κουντουρέσιης, με σημαντικά μικρότερη υπηρεσία, 17, 14, 14 και 12 ετών αντίστοιχα, βαθμολογήθηκαν με 9,40, 8,60, 8,60 και 7,80 αντίστοιχα. Η βαθμολογική αυτή διαφορά δεν αντικατοπτρίζει σύμφωνα με τον αιτητή το ουσιαστικό προβάδισμα του σε αρχαιότητα.
Αμφισβητήθηκε επίσης από το δικηγόρο του αιτητή ο τρόπος κατανομής των 14 μονάδων που δόθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεως για τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου των υποψηφίων. Πιο συγκεκριμένα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η βαθμολογία των 2,50 μονάδων που του δόθηκε για το κριτήριο με Α/Α 1, "γνώσεις και εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων", είναι αναιτιολόγητη γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη έχοντας λιγότερες εμπειρίες, αποκόμισαν ανώτερη βαθμολογία και ότι το πιο πάνω κριτήριο εμπεριέχει το στοιχείο της άνισης μεταχείρισης γιατί αφήνει περιθώριο θυματοποίησης υπαλλήλων λόγω των καθηκόντων που τους ανατίθενται.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι ανεδαφικοί. Είχα την ευκαιρία να εξετάσω όλα τα πιο πάνω επιχειρήματα στην προσφυγή Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 303/2004, της 28/6/2005), η οποία αφορούσε την ίδια με την παρούσα διαδικασία προαγωγής επτά ενδιαφερόμενων μερών στο βαθμό του Υπαστυνόμου. Ο αιτητής σε εκείνη την περίπτωση είχε 21 χρόνια υπηρεσίας για τα οποία το Συμβούλιο Κρίσεως του απένειμε με βάση τη σχετική κλιμακωτή διάρθρωση του επεξηγηματικού εντύπου, 10,20 βαθμούς. Απορρίπτοντας δε το επιχείρημα ότι η διαβάθμιση και αποτίμηση της αρχαιότητας των υποψηφίων στο ειδικό έντυπο αξιολόγησης και βαθμολογίας του Συμβουλίου Κρίσεως έγινε κάτω από καθεστώς νομικής πλάνης, είχα καταλήξει στις πιο κάτω διαπιστώσεις:
"Επειδή ο τρόπος κατανομής των μονάδων για την αρχαιότητα είχε αποδοκιμαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μια σειρά ακυρωτικών αποφάσεων (βλ. Σαμανίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Χήρα ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1040/2001 της 18/10/2002) οι καθ'ων η αίτηση υιοθέτησαν ένα νέο σύστημα κατανομής 12.00 μονάδων για την αρχαιότητα από ένα σύνολο 100.00 μονάδων. Είναι η θέση του αιτητή ότι η νέα αυτή κατανομή είναι αυθαίρετη γιατί η αποτίμηση 12.00 μονάδων σε σύνολο 100.00 εκμηδενίζει τη σημασία της ως ουσιώδους στοιχείου κρίσης.
........................................................................................
Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής με 21 χρόνια υπηρεσίας βαθμολογήθηκε ως προς την αρχαιότητα με 10,20 βαθμούς. Η εξέταση της βαθμολογίας αποκαλύπτει ότι στα ενδιαφερόμενα μέρη Στυλιανού (19 χρόνια υπηρεσίας), Αδάμου (17 χρόνια υπηρεσίας), Παπαδόπουλο (14 χρόνια υπηρεσίας), Καπνουλλά (14 χρόνια υπηρεσίας) και Κουντουρέσιη (12 χρόνια υπηρεσίας), έναντι των οποίων ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα, δόθηκαν 9,80, 9,40, 8,60, 8,60 και 7,80 βαθμοί αντίστοιχα, ενώ στα ενδιαφερόμενα μέρη Θεοδώρου (30 χρόνια υπηρεσίας) και Χαραλάμπους (29 χρόνια υπηρεσίας) που ήταν αρχαιότεροι του αιτητή, δόθηκαν 11,80 και 11,60 βαθμοί αντίστοιχα. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι, τόσο η παραχώρηση των 12 συνολικά μονάδων από το σύνολο των 100 για την αρχαιότητα, όσο και ο τρόπος βαθμολογίας των υποψηφίων αναλόγως των ετών υπηρεσίας τους, αντικατοπτρίζει τη δέουσα βαρύτητα που δόθηκε σε αυτό τον παράγοντα."
Τα πιο πάνω εφαρμόζονται και στην παρούσα, αφού πρόκειται για την ίδια διαδικασία και τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη. Η νομολογία που επικαλείται ο αιτητής δεν εφαρμόζεται γιατί, όπως εξηγήθηκε στην Κυριάκου (πιο πάνω), με το αναθεωρημένο ειδικό έντυπο που ίσχυσε στην επίδικη διαδικασία, αναβαθμίστηκε το σύστημα κατανομής των μονάδων για την αρχαιότητα κατά τρόπο που να αντιπροσωπεύει την βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται σε αυτήν, όπως καθορίζεται στον Κανονισμό 3(2) σύμφωνα με τον οποίο "η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή· μεγαλύτερη σημασία θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα". (Βλ. επίσης Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 305/2004 κ.ά., της 31/10/2005).
Έχει επίσης υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η αξιολόγηση των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως στερείται αιτιολογίας. Η ίδια ακριβώς εισήγηση υποβλήθηκε και στην υπόθεση Κυριάκου (πιο πάνω), η οποία κρίθηκε ως ανεδαφική. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω από την πιο πάνω απόφαση το πιο κάτω απόσπασμα το οποίο είναι διαφωτιστικό:
"Στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έντυπο αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων το οποίο υποβλήθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας στον αρμόδιο Υπουργό έχει αναθεωρηθεί και το κριτήριο για το οποίο αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι δεν ήταν "η ευδόκιμη υπηρεσία σε φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων" με ανώτατη βαθμολογία 1.25 μονάδες, αλλά "γνώσεις και εμπειρίες" σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, με ανώτατη βαθμολογία 1.00 μονάδα. Η βαθμολόγηση δε βασίζεται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, σε συνάρτηση με τις παρατηρήσεις του άμεσα προϊσταμένου και τις απόψεις του Αστυνομικού Διευθυντή. Με βάση τα πιο πάνω δόθηκε στον αιτητή βαθμολογία 0.75 για την οποία προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι είναι αναιτιολόγητη.
Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 1489/99 της 11/5/2001) στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:
"Ύστερα η κα Κουντουρή λέγει ότι η αξιολόγηση και βαθμολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως επί του ειδικού εντύπου με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου ήταν αναιτιολόγητη, και ως προς τα αναφερόμενα κριτήρια και ως προς την προσωπική συνέντευξη, παραπέμποντας στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, Α.Ε. 2743, 20.2.2000. Και πάλι μεταφέρω αυτολεξεί τα όσα παρατήρησα στη Μιχαηλίδης, ανωτέρω, σελίδες 3-4:
"Η βασική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι όλες οι πιο πάνω βαθμολογήσεις των υποψηφίων είναι αναιτιολόγητες, παραπέμποντας και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, ΑΕ 2743, 20.7.2000. Η Ευθυμίου όμως αφορούσε διαδικασίες δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90), το άρθρο 34(10) του οποίου απαιτεί αιτιολογία. Έγινε μάλιστα και ρητή διαφοροποίηση της από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου (1993) 3 ΑΑΔ 325, η οποία ήταν πανομοιότυπη προς την ενώπιον μου υπόθεση, με βάση το ότι οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989, ΚΔΠ 52/89, βάσει των οποίων έγινε η αξιολόγηση, δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της.
Η τοποθέτηση της Ολομέλειας επί του θέματος, όπως προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, είναι καθοριστική και στην παρούσα προσφυγή. Ούτε ο Κανονισμός 6(3), που αφορά την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ούτε ο Κανονισμός 8(2) και 8(4), που αφορά την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως, απαιτούν αιτιολόγηση. Όπως απεφασίσθη δε στην Αντωνίου, το σχετικό έντυπο, που ήταν το ίδιο με εκείνο στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά έγκυρη διοικητική εφαρμογή του Κανονισμού και η ιδέα της βαθμολόγησης η οποία το διέπει συνάδει με τους Κανονισμούς όσο και με την αρχή της ισότητας ως ενιαίο μέτρο κρίσεως. Η Ευθυμίου αναγνωρίζει ότι, καθ' όσον το θέμα ρυθμίζεται ειδικά από το νομοθέτη, η αρχή της αιτιολόγησης, ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, υποχωρεί ανάλογα. Εφ' όσον η μέθοδος της βαθμολόγησης υιοθετείται στο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός σύμφωνα με τους Κανονισμούς 6(3) και 8(4) και συνάδει με τους Κανονισμούς, δεν τίθεται θέμα περαιτέρω εφαρμογής της γενικής αρχής της αιτιολόγησης."
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω αιτιολόγηση της βαθμολογίας που δόθηκε στον αιτητή, η οποία εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να εξετασθεί και σε σχέση με το τι έχει λεχθεί στην υπόθεση Σαμανίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω). Το ερώτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσον οι 0.25 μονάδες που κατ' ισχυρισμόν στερήθηκε ο αιτητής σε σχέση με το συγκεκριμένο κριτήριο, θα ήταν δυνατό να καλύψει τη διαφορά στη βαθμολογία, ούτως ώστε να υπερτερούσε των ενδιαφερόμενων μερών. Η απάντηση είναι αρνητική. Σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως και στον αιτητή, αποδόθηκαν για το κριτήριο των "γνώσεων και εμπειριών σε ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων" 0.75 μ. Όμως έστω και αν ο αιτητής αποκόμιζε την ανώτατη βαθμολογία της 1.00 μ. δεν θα ήταν δυνατό, με βάση τη συνολική τελική βαθμολογία του που ήταν 69.45 μ. να υπερσκελίσει οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη, που είχαν αντίστοιχες βαθμολογίες από 75,13 μέχρι 75,77."
Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι το κριτήριο που είχε τεθεί δεν ήταν αυθαίρετο και ότι δεν επιβαλλόταν αιτιολογία για την επί μέρους κατανομή μονάδων. ΄Εστω και αν υποτεθεί ότι ο αιτητής αποκόμιζε την ανώτατη βαθμολογία του κριτηρίου, δηλαδή 3,00 αντί 2,50 που του δόθηκαν, δεν θα ήταν σε θέση, με βάση τη συνολική συγκομιδή μονάδων, να υπερισχύσει οποιουδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
(iii) Η σύσταση του Συμβουλίου Κρίσεως συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και είναι το αποτέλεσμα πλάνης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η βαθμολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως βρίσκεται σε αντίθεση με τους φακέλους και την προηγηθείσα κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης και ότι το Συμβούλιο Κρίσεως όφειλε να αιτιολογήσει τη συγκεκριμένη βαθμολογία που καταγράφεται δίπλα από τα ονόματα των υποψηφίων.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Κατ' αρχή δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά σε ποια στοιχεία (εκτός από εκείνα της αρχαιότητας) η βαθμολογία συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Επιπρόσθετα, όπως σημειώθηκε στην απόφαση Κυριάκου (πιο πάνω), ούτε ο Κανονισμός 6(3) που αφορά την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ούτε ο Κανονισμός 8(2) και 8(4) που αφορά την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως απαιτούν αιτιολόγηση και εφόσον η μέθοδος βαθμολόγησης συνάδει με τους Κανονισμούς δεν τίθεται θέμα περαιτέρω εφαρμογής της γενικής αρχής της αιτιολόγησης. Στην παρούσα περίπτωση η βαθμολογία που αναγράφεται στον κατάλογο συνιστωμένων του Συμβουλίου Κρίσεως αποτελεί το άθροισμα των βαθμολογιών της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως. Το Συμβούλιο Κρίσεως κατέληξε στη δική του αξιολόγηση βαθμολογώντας με βάση το ειδικό έντυπο, το οποίο συνοδεύεται από επιμέρους επεξηγηματικά στοιχεία που αναλύουν κατά κατηγορίες κριτηρίων τη μεθοδολογία κατανομής μονάδων. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά από τον Κραμβή, Δ. στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω),
"Ο αιτητής αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, αλλά και ως προς την απόδοση βαθμολογίας σε όλα τα επιμέρους κριτήρια του εντύπου. Παρά το ότι η θέση αυτή απορρίφθηκε επανειλημμένα από τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Ιωσήφ Αντωνίου & Άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 325, Κυριάκου (πιο πάνω), πρέπει να τονίσω ότι το νέο έντυπο δεν εισάγει οποιοδήποτε στοιχείο εξωγενές. Ο τρόπος βαθμολογίας στο έντυπο αξιολόγησης βρίσκεται σε αρμονία με τους σχετικούς Κανονισμούς και το ίδιο το έντυπο με τα επεξηγηματικά του σημειώματα όπως έχει διαμορφωθεί σε κατηγορίες και μονάδες αποτελεί από μόνο του ικανοποιητική αιτιολογία."
(iv) Έλλειψη δέουσας έρευνας και/ή ιεραρχικού ελέγχου νομιμότητας από τον Αρχηγό και τον Υπουργό.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ούτε ο Αρχηγός ούτε και ο Υπουργός εξάσκησαν τη δέουσα έρευνα για να ελέγξουν τη νομιμότητα του καταλόγου των συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως και ότι με την απλή αναγραφή της λέξης "εγκρίνεται" η απόφαση καθίσταται αναιτιολόγητη.
Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Το άρθρο 13Α(5) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε), προνοεί ότι "ο Αρχηγός προβαίνει στην επιλογή όσων θα προαχθούν από τους Πίνακες που καταρτίστηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης". Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής λόγω της συνολικής τελικής βαθμολογίας του δεν είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των συνιστωμένων του Συμβουλίου Κρίσεως, με αποτέλεσμα η επιλογή του από τον Αρχηγό να καθίσταται αδύνατη. Από τη στιγμή που δεν συμπεριλήφθηκε στους 54 συστηθέντες δεν μπορεί, όπως επισημάνθηκε στην Κυριάκου (πιο πάνω) να προβάλλει λόγους που αφορούν τη διαδικασία μετά τον καταρτισμό του καταλόγου. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Σοφοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 117/92 κ.ά. της 29/7/1994),
"Δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, και δεν νομιμοποιούνται στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου. Ο Αρχηγός σύμφωνα με το άρθρο 13Α(5) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (βλ. Ν. 69/87) επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μόνο. Οτιδήποτε και αν συνέβαινε σε σχέση με την ουσιαστική κρίση ως προς τους καταλληλότερους, την αξιολόγηση και την έγκριση του Υπουργού, δεν μπορούσε να τους αφορά. Αυτοί είχαν ήδη αποκλειστεί."
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ