ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγή αρ. 904/2006
2 Ιουνίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CHANDRANI MALLIKA HERATH MUDIYANSELAGE
Αιτήτρια,
- ν. -
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Μονομερής αίτηση ημερ. 29/5/06 για προσωρινό διάταγμα
Η. Καραβιώτου (κα) για Χρ. Νικολάου, για την αιτήτρια
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Στις 29/5/06 η αιτήτρια καταχώρησε τον υπό τον άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθών η αίτηση ημερ. 20/4/06 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για άδεια παραμονής της στην Κύπρο.
Την ίδια ημέρα η αιτήτρια καταχώρησε και μονομερή αίτηση (την παρούσα) για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της προαναφερθείσας απόφασης και/ή του μέρους της με το οποίο ζητήθηκε και/ή διατάχθηκε η αποχώρηση της αιτήτριας από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της προσφυγής της.
Αγορεύοντας ενώπιον μου η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας ουσιαστικά υιοθέτησε τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Στο σημείο αυτό θέλω να παρατηρήσω ότι η ένορκη δήλωση γίνεται από δικηγόρο που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της αιτήτριας πράγμα που σύμφωνα με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανεπιθύμητο, εκτός αν εξηγείται γιατί να μην ορκίζεται ο ίδιος ο διάδικος που ζητά θεραπεία. Εδώ τέτοια εξήγηση δεν υπάρχει. Εν πάση όμως περιπτώσει, εφόσον τα όσα εκεί αναφέρονται στηρίζονται και σε γεγονότα που είναι ήδη ενώπιον του δικαστηρίου και περιέχονται σε έγγραφα που υποστηρίζουν την κυρίως προσφυγή, θα δεχθώ και εξετάσω την παρούσα αίτηση, αφού όμως παραθέσω πρώτα τη νομική πτυχή που διέπει αιτήσεις αυτής της φύσης. Στην αίτηση της, η αιτήτρια, που είναι από την Σρι Λάνκα, τονίζει το γεγονός ότι διαμένει νόμιμα και αδιάλειπτα στην Κύπρο από τον Ιούνιο του 1999 εργοδοτούμενη από κάποια κα Ρεβέκκα Στυλιανίδου στη Λεμεσό ως οικιακή βοηθός, πράγμα που θα πρέπει να οδηγήσει στην απόφαση για αναγνώριση του δικαιώματος της να διαμένει στην Κύπρο με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΕ.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Αναφορικά με τη νομική πτυχή αρκούμαι να αναφερθώ σε μερικές μόνο από τις πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 164, ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στη σελ. 167 ανάφερε τα ακόλουθα:
«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»
Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προσφ. αρ. 1140/03, ημερ. 1/12/03, ο Καλλής Δ. στη σελ. 5 διατύπωσε τη νομική πτυχή ως εξής:
«Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας).»
Τι αποτελεί «έκδηλη παρανομία» έχει επίσης ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περιορίζομαι να αναφερθώ στην υπόθεση 1354/2000 Γεώργιος Ιορδάνους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 13/11/00, σελ. 9 όπου ο Καλλής Δ ανάφερε τα ακόλουθα:
«(β) Έκδηλη παρανομία (βλ. Moyo and Another v. Republic (1988) 3 A.A.Δ. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, Γεωργιάδης (αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).
Σχετικά με την έκδηλη παρανομία στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης «προφανής παρανομία». Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:
«For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."
Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,
«Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ....."
Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:
For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self evident and immediately identifiable."
Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία.»
Πέραν των πιο πάνω, η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή ότι, γενικά, δεν εκδίδεται προσωρινό διάταγμα αναφορικά με αρνητικής φύσης απόφαση ιδιαίτερα αν τέτοιο διάταγμα θα ισοδυναμεί με την παραχώρηση θεραπείας (π.χ. άδειας) που σε πρώτο στάδιο είναι στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου να πράξει.
Στρεφόμενος στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης προσέχω ότι ισχυρισμός για έκδηλη παρανομία δεν προβάλλεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση. Αναφέρεται εκεί ότι η αιτήτρια «έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας» της προσφυγής της. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, καθότι δεν ισοδυναμεί με τη φράση «έκδηλη παρανομία», όπως εξηγήθηκε πιο πάνω. Η ευπαίδευτη συνήγορος μέσα στο πλαίσιο υποστήριξης της αίτησης επικαλέστηκε την υπόθεση Bebojsa Micovic v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υποθ. 1012/05 ημερ. 18/11/05 (Νικολαϊδης Δ). Καταρχήν σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή δεν αφορούσε αίτηση για προσωρινό διάταγμα αλλά την ουσία της προσφυγής. Εκεί η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε (α) λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και (β) λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Για να αποφασιστεί κατά πόσον η δική μας περίπτωση καλύπτεται τόσο από τη νομική πτυχή όσο και από τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης, είναι θέμα που θα πρέπει να αποφασιστεί στην κυρίως προσφυγή όταν θα είναι ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα σχετικά γεγονότα, περιλαμβανομένου και του διοικητικού φακέλου. Με τα ενώπιον μου γεγονότα δε φαίνεται ότι η απόφαση της 20/4/06 είναι έκδηλα παράνομη και ήδη ανάφερα ότι δε γίνεται τέτοιος ισχυρισμός. Επομένως θα πρέπει να εξετάσω κατά πόσον ικανοποιεί η αιτήτρια την άλλη από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις δηλαδή το ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση που το αίτημα της απορριφθεί και στο τέλος επιτύχει στην κυρίως προσφυγή.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό ανεπανόρθωτη ζημιά της αιτήτριας. Προσέχω ότι γίνεται κυρίως αναφορά σε προβλήματα που μάλλον θα δημιουργηθούν στην εργοδότρια της παρά στην ίδια την αιτήτρια. Η εργοδότρια δεν είναι διάδικος. Τα όσα αναφέρονται ως προβλήματα και ζημιά της ίδιας της αιτήτριας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανεπανόρθωτης φύσης. Εν κατακλείδι ούτε αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς