ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 591/2005
5 Ιουνίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MD SHAIKAT SHAIKAT,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθών η αίτηση.
------------------
Μ. Μούσουλου (κα) για Μ. Γεωργίου, για τον αιτητή
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθών η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ. 22/3/05 με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 1/11/04 ότι δε μπορούσε να αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως ο ίδιος ο αιτητής αναφέρει στην προσφυγή του, κατάγεται από την Μπαγκλαντές και ήλθε παράνομα στην Κύπρο στις 4/10/03. Στις 25/11/03 υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για την απόκτηση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε στις 1/11/04. Καταχώρησε τότε έφεση στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία αφού εξέτασε αυτή, τελικά την απέρριψε και πληροφόρησε σχετικά τον αιτητή με επιστολή της ημερ. 22/3/05 (προσβαλλόμενη απόφαση) η οποία είναι το παράρτημα 11 στην ένσταση. Ο βασικός λόγος για τον οποίο τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψαν το αίτημα του αιτητή, ήταν διότι δεν είχε γίνει πιστευτός ότι η κυβέρνηση της χώρας του ήθελαν να τον σκοτώσουν για το λόγο ότι ο ίδιος ήταν μέλος πολιτικού κόμματος που δεν ήταν στην εξουσία.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΗ
Με την προσφυγή του ο αιτητής διατυπώνει κάπου 15 λόγους γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Με την γραπτή του αγόρευση (απαντητική αγόρευση δεν καταχώρησε διότι έκρινε ότι δε χρειαζόταν) διατυπώνει τη θέση ότι «το όλο πρόβλημα προκύπτει από τον τρόπο που οι καθών η αίτηση εφαρμόζουν το άρθρο 28 Ζ του νόμου που αφορά την διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής». Εξηγεί ο ευπαίδευτος συνήγορός του ότι όταν ο αιτητής στις 1/3/05 εφεσίβαλε την άρνηση της Υπηρεσίας Ασύλου, τότε η εξέταση της έφεσης έγινε από την κα Μαρία Κυπριανού, αρμόδια λειτουργό, η οποία στις 22/3/05 υπέβαλε έκθεση προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία έκθεση οδήγησε, την ίδια μέρα, στην απόρριψη της έφεσης από τον Κλεάνθη Κλεάνθους, Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Με τον τρόπο αυτό, συνεχίζει ο συνήγορος, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων «απέκλεισε. εντελώς τον αιτητή και το δικηγόρο του από οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαδικασία είτε γραπτώς είτε ακροαματικώς και δεν όρισε καν την υπόθεση του για εξέταση». Η πρόνοια του άρθρου 28Ζ, συνέχισε, είναι τέτοια, που δείχνει ότι στις διαδικασίες πρέπει να συμμετέχει και ο αιτητής, είτε γραπτώς είτε προφορικώς.
Πέραν των προνοιών του άρθρου 28Ζ είναι ο ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή ότι οι καθών η αίτηση παραβίασαν και τις πρόνοιες του άρθρου 28Θ του Νόμου αφού (α) δεν τον ενημέρωσαν γραπτώς για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του σχετικά με την ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής διαδικασία (β) δεν του παρείχαν δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα αφού παρέλειψαν να διεξάγουν διαδικασία, (γ) δεν του εξήγησαν ότι δικαιούται δικηγόρο, και (δ) η απόφαση δεν ήταν σε γλώσσα κατανοητή στον αιτητή.
Αρχίζω την εξέταση της υπόθεσης από τον πρώτο ισχυρισμό περί παράβασης του άρθρου 28Ζ του Νόμου. Το εν λόγω άρθρο του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(1)/2000) διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«28Ζ. (1) Οι διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δύνανται να είναι τόσο γραπτές όσο και ακροαματικές.
(2) Η Αναθεωρητική Αρχή εξετάζει κάθε διοικητική προσφυγή ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος της υποβάλλει σχετική έκθεση.
(3) Τόσο η Αναθεωρητική Αρχή όσο και ο αρμόδιος λειτουργός δύνανται να καλούν τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη.
(4) Η Αναθεωρητική Αρχή, κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής δύναται, σε περίπτωση που το κρίνει σκόπιμο, να αποφασίσει τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας στην οποία έχει την εξουσία να καλεί ενώπιον της:
(α) τον αιτητή
(β) οποιουσδήποτε εμπειρογνώμονες ήθελε αποφασίσει
(γ) τον αρμόδιο λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής
(δ) εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Ασύλου.
(5) Οι ακροαματικές διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής γίνονται σε κλειστές συνεδριάσεις.
(6) Σε περίπτωση που ο αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία, η Αναθεωρητική Αρχή δύναται είτε να καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη, είτε να καλεί τον αιτητή σε ακροαματική διαδικασία, όπως αυτή ήθελε κρίνει σκόπιμο:
Νοείται ότι το κατά πόσον στοιχεία που υποβάλλονται από τον αιτητή αποτελούν νέα στοιχεία, κρίνεται από την Αναθεωρητική Αρχή.
(7) Η Αναθεωρητική Αρχή δύναται να ρυθμίζει περαιτέρω θέματα που άπτονται των διαδικασιών της, με εσωτερικούς της κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ακολούθησε πιστά το γράμμα και πνεύμα του πιο πάνω άρθρου και οι ισχυρισμοί περί παράβασής του δεν ευσταθούν. Η λέξη που κυριαρχεί στο εν λόγω άρθρο (βλ. 28Ζ(1), (3), (4), (6), (7)) είναι «δύνανται», και/ή «δύναται» που υπονοεί ότι το θέμα είναι στη διακριτική της ευχέρεια και δεν έχει τις υποχρεώσεις που απαρίθμησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Συνάδει η περίπτωση και με την πρόνοια του άρθρου 43(5) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99). Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έστρεψε την προσοχή της στις πρόνοιες του άρθρου 28Ζ και για τους λόγους που παράθεσε, έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας. Παραπέμπω στην υπόθεση Polishcuk v. Δημοκρατίας, υποθ. 27/05 ημερ. 19/12/05 όπου τονίζεται το δυνητικό κλήσης του αιτητή στη διαδικασία έφεσης σε σύγκριση με τη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Σχετική είναι και η υπόθεση Embrahim Ascharyan v. Δημοκρατίας, υπόθ. Αρ. 802/05 ημερ. 30/12/05. Επομένως ο πρώτος λόγος περί παραβίασης του άρθρου 28Ζ του Νόμου απορρίπτεται.
Αναφορικά με το δεύτερο ισχυρισμό, ότι δηλαδή παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 28Θ του Νόμου, είναι φανερό ότι η υποχρέωση παροχής δωρεάν υπηρεσιών διερμηνέα ή εκπροσώπησης από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο, περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αποφασίζει να εξετάσει την έφεση (διοικητική προσφυγή) με ακροαματική διαδικασία, οπότε και καλεί τον αιτητή να παρουσιαστεί κατά τη διαδικασία αυτή. Το αν θα ακολουθήσει τη διαδικασία αυτή και κατά συνέπεια αν θα καλέσει ή όχι τον αιτητή, είναι στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής. Τούτο προκύπτει από τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 28Ζ (1)(3)(4) και 28Θ(2) του Νόμου.
Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση δεν ήταν σε καταληπτή από τον ίδιο γλώσσα, σημειώνω ότι αυτή ήταν στην ελληνική που είναι μια από τις δυο επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση αυτή της 22/3/05 διαβιβάστηκε στον αιτητή με καλυπτική επιστολή της ιδίας ημερομηνίας που ήταν στην αγγλική γλώσσα όπου του εξηγείται, έστω και περιληπτικά, το αποτέλεσμα αλλά και το δικαίωμα του να προσφυγει στο Ανώτατο Δικαστήριο σε 75 μέρες, πράγμα που ο αιτητής έπραξε, κρίνω ότι το παράπονο του δεν ευσταθεί. Αυτό άλλωστε αποφασίστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Ebrahim Ascharyan v. Δημοκρατίας.
Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση πάσχει διότι δε λήφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή αλλά από τον Πρόεδρο της, επίσης δεν ευσταθεί. Τα άρθρα 28Δ και 28 Ε του Νόμου επιτρέπουν την εξέταση μιας διοικητικής προσφυγής είτε από την Ολομέλεια της Αρχής, είτε από μέλος αυτής ανάλογα με την περίπτωση, όπως εξηγείται στα εν λόγω άρθρα. Σημειώνω επίσης ότι κατά την πρώτη εξέταση της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, αυτή απορρίφθηκε για το λόγο ότι ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος, εύρημα το οποίο στηρίχθηκε σε ουσιώδεις αντιφάσεις όταν εξηγούσε τους λόγους που τον ώθησαν να φύγει από τη χώρα του. Η Αναθεωρητική Αρχή έκρινε ότι ορθά κατάληξε η Υπηρεσία Ασύλου να απορρίψει το αίτημα του αιτητή και παραθέτει αρκετή αιτιολογία για το σκοπό αυτό. Η εκτίμηση γεγονότων ανήκει πρωταρχικά στην Υπηρεσία Ασύλου και στη συνέχεια στην Αναθεωρητική Αρχή. Το δικαστήριο τούτο δεν επεμβαίνει, εκτός αν διαπιστώσει πλάνη περί το νόμο ή πράγματα ή παρερμηνεία των όσων αναφέρει ο αιτητής, κάτι που εδώ δεν ισχύει.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να ανατρέπει το τεκμήριο κανονικότητας των διοικητικών πράξεων (βλ. Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438, Lambrakis v. Republic (1973) 3 C.L.R. 29 και Kolokotronis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 418), με αποτέλεσμα η προσφυγή να μην ευσταθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς