ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 462
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 775/2003)
26 Μαΐου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Αιτήτρια.
Ε. Ζαχαριάδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Ε. Πική (κα) για Α. Δημητρίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 18.10.2002 και 21.10.2002 οι εταιρείες CALLSAT TELECOM LTD. και PLANITIS.NET υπέβαλαν προς την Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) αίτημα για λήψη προσωρινών μέτρων εναντίον της ΑΤΗΚ. Το αίτημα συνοδευόταν από σχετική καταγγελία κατά της ΑΤΗΚ.
Στις 4.11.2002 η ΕΠΑ κάλεσε ενώπιον της όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (CALLSAT, PLANITIS.NET και ΑΤΗΚ) για να εκφράσουν τις σκέψεις και απόψεις τους επί του αιτήματος. Αφού τοποθετήθηκαν προφορικά η ΕΠΑ άκουσε μαρτυρία εκ μέρους της CALLSAT η οποία συνεχίστηκε και στις 11.11.2002. Εν τω μεταξύ η ΑΤΗΚ είχε υποβάλει διά του δικηγόρου της δήλωση γεγονότων που αφορούσαν το υπό εξέταση θέμα. Όταν ολοκληρώθηκε η εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων που παρουσίασαν τόσο η CALLSAT όσο και η ΑΤΗΚ η ΕΠΑ ζήτησε από τα εμπλεκόμενα μέρη να υποβάλουν τις τελικές τους αγορεύσεις, πράγμα που έπραξαν.
Στις 13.3.2003 η CALLSAT απέσυρε το αίτημα της και υπέβαλε νέο αίτημα για προσωρινά μέτρα εναντίον της ΑΤΗΚ. Η ΕΠΑ αποδέχθηκε την απόσυρση του πρώτου παραπόνου και αποφάσισε όπως συνεξετασθούν τα αιτήματα. Κάλεσε τους εκπροσώπους της CALLSAT να εκφράσουν τις θέσεις και απόψεις τους επί του νέου μονομερούς αιτήματος για λήψη προσωρινών μέτρων.
Η ΕΠΑ αφού άκουσε τις θέσεις της CALLSAT εξέδωσε λόγω του επείγοντος ενδιάμεση απόφαση ημερ. 17.3.2003.
Στις 3.4.2003 η ΑΤΗΚ καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή 322/2003 εναντίον της απόφασης της ΕΠΑ της 17.3.2003. Συγχρόνως ζήτησε και διάταγμα αναστολής της απόφασης της ΕΠΑ μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναστολή με απόφαση του ημερ. 16.5.2003 (Βλέπε: ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 322/03, ημερ. 16.5.2003). Ακόμα το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε και την κυρίως προσφυγή της ΑΤΗΚ με απόφαση του Αρτέμη, Δ. (Βλέπε: ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 322/03, ημερ. 8.11.2004).
Παρατηρώ ότι σύμφωνα με οδηγίες της ΕΠΑ η καταγγέλλουσα εταιρεία CALLSAT κατέθεσε τραπεζική εγγύηση ύψους £80.000,=.
Στις 7.4.2003 ημέρα κατά την οποία είχε οριστεί το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα ενώπιον της ΕΠΑ ο δικηγόρος της ΑΤΗΚ ζήτησε χρόνο να καταχωρήσει την ένσταση του. Η ΕΠΑ του έδωσε χρόνο προς τούτο μέχρι 30.4.2003 και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 5.5.2003.
Στις 5.5.2003 έγινε η ακρόαση και επιφυλάχθηκε η απόφαση, η οποία τελικά εκδόθηκε από την ΕΠΑ στις 3.6.2003, με αποτέλεσμα το εκδοθέν μονομερές διάταγμα να γίνει οριστικό.
Εναντίον αυτής της απόφασης η ΑΤΗΚ καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Η αιτήτρια προβάλλει τέσσερις λόγους για ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Πρώτο, ότι πάσχει η σύνθεση του διοικητικού οργάνου, δηλαδή της ΕΠΑ, που εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Δεύτερο, ότι η ΕΠΑ δεν διενήργησε δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να είναι αναιτιολόγητη. Τρίτο, για υπέρβαση εξουσίας και τέταρτο για νόσφηση εξουσίας. Οι δύο τελευταίοι λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους, για να μην πω όμοιοι, γιατί η κατ' ισχυρισμό υπέρβαση εξουσίας στηρίζεται ακριβώς στον ισχυρισμό για νόσφηση εξουσίας.
Στη σύνθεση της ΕΠΑ μετείχε και ο Κωστής Ευσταθίου που ετύγχανε και εκλελεγμένος Δήμαρχος Λατσιών. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ΑΤΗΚ βασιζόμενος σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίζει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει σαφή διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας. Δεν επιτρέπεται η ανάμιξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους. Θεωρώντας δε ότι ένας εκλελεγμένος Δήμαρχος ασκεί πολιτική εξουσία εισηγείται ότι παράνομα μετείχε στη σύνθεση της ΕΠΑ ο Δήμαρχος Λατσιών.
Έχω μελετήσει τη θέση αυτή και δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είχα την ευκαιρία να διαβάσω και την απόφαση του Αρτέμη, Δ. για το ίδιο θέμα στην προσφυγή 322/2003 (βλέπε πιο πάνω) μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Συμφωνώ απόλυτα με όσα έχουν λεχθεί εκεί τα οποία και παραθέτω:-
«Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι πάσχει η συγκρότηση της Επιτροπής γιατί μετέχει σ' αυτή ως μέλος ο κ. Κωστής Ευσταθίου, ο οποίος κατά το διορισμό του στην Επιτροπή ήταν μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λατσιών και κατά τον ουσιώδη χρόνο, δήμαρχος. Στήριξε τον ισχυρισμό του αυτό στην Pavlou v. The Chief Returning Officer and Others (1987) 1 C.L.R. 252 και στην ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159.
Στην Pavlou (πιο πάνω) εξετάστηκαν εκλογικές αιτήσεις των αιτητών, οι οποίοι ήταν ο ένας υπάλληλος οργανισμού δημοσίου δικαίου και ο άλλος δημόσιος υπάλληλος, εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να μην τους επιτραπεί να αναλάβουν καθήκοντα δημοτικού συμβούλου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/85), όπως τροποποιήθηκε. Κρίθηκε ότι το άρθρο αυτό, το οποίο αποκλείει την ανάληψη του αξιώματος του δημάρχου και μέλους δημοτικών συμβουλίων από δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους οργανισμών δημοσίου δικαίου δεν αντιβαίνει στο άρθρο 28 του Συντάγματος.
Στην Καραγιώργη (πιο πάνω) το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου του 1988 (Ν. 149/88) που προνοούσαν για τη συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή σε διαβουλεύσεις με το Υπουργικό Συμβούλιο για τον καταρτισμό των Διοικητικών Συμβουλίων των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου και τη συμμετοχή παρατηρητών των πολιτικών κομμάτων στις συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων ήταν αντισυνταγματικές.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής έχουν διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς να υπάρχει προεργασία με πολιτικά κόμματα, ούτε έχει παραστεί εκπρόσωπος πολιτικού κόμματος, όπως ορθά παρατήρησε η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση. Ο περί Δήμων Νόμος δεν καθορίζει ότι είναι ασυμβίβαστη η συμμετοχή σε διοικητικό όργανο με το αξίωμα του δημάρχου ή του δημοτικού συμβούλου. Ο περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος, ο οποίος διέπει τη λειτουργία της Επιτροπής, θέτει περιορισμό αναφορικά με τον πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής στο άρθρο 9(4), το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο και τα μέλη να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.»
(Δέστε και το άρθρο 9Γ, αναφορικά με τον πρόεδρο της Επιτροπής)
Κρίνω ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν έχουν εφαρμογή στην εξεταζόμενη υπόθεση και γι' αυτό ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας για πάσχουσα συγκρότηση της Επιτροπής απορρίπτεται.»
Ισχυρίζεται ακόμα η αιτήτρια ότι η ΕΠΑ δεν διενήργησε δέουσα έρευνα ως προς τα γεγονότα και ούτε αιτιολόγησε την απόφαση της. Έχω μελετήσει τους διοικητικούς φακέλους καθώς και την διαδικασία που έγινε από την ΕΠΑ. Η αιτήτρια είχε όλο το χρόνο να θέσει την θέση της, ακούστηκε για κάθε λεπτομέρεια όπως ακούστηκε και η καταγγέλλουσα εταιρεία. Είμαι της γνώμης ότι η ΕΠΑ διενήργησε επαρκή έρευνα αφού όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον της. Επίσης κατέληξα ότι έδωσε επαρκή αιτιολογία η οποία εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η ΕΠΑ ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας εκδίδοντας ατομική διοικητική πράξη με την οποία αναστέλλεται η ισχύς κανονιστικής διοικητικής πράξης. Είναι η θέση της ΑΤΗΚ ότι η ΕΠΑ δεν είχε τέτοια εξουσία, η δε ενέργεια της και η έκδοση του επίδικου διατάγματος προσέβαλε ευθέως τις αρχές της διάκρισης των εξουσιών αφού τέτοια εξουσία έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Με το επίδικο προσωρινό διάταγμα η ΕΠΑ ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, και θέματα τιμολόγησης και χρέωσης παρεχομένων προς τις καταγγέλλουσες εταιρείες υπηρεσιών. Θέτει ευθέως αναστολή των προνοιών των Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων (Κ.Δ.Π. 251/02 και Κ.Δ.Π. 59/03). Ελέγχει δηλαδή τη νομιμότητα των Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων που αποτελούν δευτερεύουσα νομοθεσία έναντι της οποίας το επίδικο ατομικό προσωρινό διάταγμα δεν μπορεί να υπερισχύσει. Έχω καταλήξει ότι ο λόγος αυτός ακύρωσης ευσταθεί. Στην απόφαση ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά, Υπόθ. Αρ. 86/2004, ημερ. 3.2.2004 ο Νικολάου, Δ. απεδέχθη αίτημα για προσωρινά μέτρα σε μονομερή αίτηση για έκδηλη παρανομία αναφέροντας τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-
«Εξέτασα την μονομερή αίτηση υπό το φως της εκτενούς αγόρευσης του συνηγόρου της ΑΤΗΚ ο οποίος με παρέπεμψε στις πρόνοιες των σχετικών Νόμων και των Κανονισμών που αφορούν στο ζήτημα νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Κατά την άποψη μου δεν καταδείχθηκε το ενδεχόμενο ανεπανόρθωτης ζημιάς εντός της στενής έννοιας την οποία ορίζει η νομολογία. Το πρόβλημα εδώ αφορά κατ' ουσίαν σε πτυχές ανταγωνισμού σε σχέση με τις οποίες δεν χωρεί σ' αυτό το πλαίσιο δικαστική παρέμβαση.
Μου φαίνεται όμως πως προκύπτει έκδηλη παρανομία σε ό,τι αφορά το επιδιωκόμενο από το διάταγμα αποτέλεσμα. Δεν διέκρινα στο νέο περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο του 2002 (Ν. 19(Ι)/02), όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 105(Ι)/02 - αποβλέπει στην εναρμόνιση της νομοθεσίας μας με τις σχετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας - ο,τιδήποτε το οποίο να αφαιρεί την Κανονιστική εξουσία της Αρχής. Το άρθρο 43 του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 (όπως τροποποιήθηκε), βάσει του οποίου παρέχεται εξουσία έκδοσης Κανονισμών, παραμένει άθικτο. Η Κ.Δ.Π. 18/2004, ημερ. 16 Ιανουαρίου 2004, για την αναστολή της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, φαίνεται να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών (Τέλη και Άλλες Χρεώσεις) Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 355/00 και Κ.Δ.Π. 400/00) που εκδόθηκαν, όπως και αυτή η τελευταία, κατ' εξουσιοδότηση του εν λόγω άρθρου 43. Η κανονιστική διοικητική πράξη αποτελεί δευτερεύουσα νομοθεσία έναντι της οποίας το διάταγμα ατομικού περιεχομένου, όπως είναι το προσβαλλόμενο, δεν μπορεί να υπερισχύσει. Θα εξετάσω το θέμα περαιτέρω εν καιρώ. Με τα όσα όμως ανέφερα, δικαιολογείται τώρα δικαστική παρέμβαση.»
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ