ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MOYO & ANOTHER ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 1203
Eddine Mahmood Hussein Alaa ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 561
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 721/2004)
25 Μαΐου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BALOCH RIZWAN BASHIR,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.
Ν. Χαραλαμπίδου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αφίχθη στην Κύπρο στις 2 Οκτωβρίου 2003, μετά που του παραχωρήθηκε άδεια εισόδου και προσωρινής παραμονής δεκαπέντε ημερών για να προβεί σε διευθετήσεις ώστε να φοιτήσει σε κολλέγιο στη Λάρνακα. Η άδεια παραμονής παρατάθηκε και αφού συμπληρώθηκαν οι αναγκαίες διατυπώσεις, στις 28 Νοεμβρίου 2003 του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως φοιτητή, μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2004.
Στις 6 Ιουνίου 2004 η Κ.Υ.Π. έλαβε πληροφορία από ξένη υπηρεσία πληροφοριών ότι έξι Πακιστανοί, εγγεγραμμένοι ως φοιτητές στο ίδιο κολλέγιο όπου φοιτούσε και ο αιτητής, ήταν μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης και βρίσκονταν στην Κύπρο με σκοπό την προετοιμασία τρομοκρατικών ενεργειών με στόχο συγκεκριμένη χώρα. Η πληροφορία διαβιβάστηκε αμέσως στην Αστυνομία οι έρευνες της οποίας είχαν ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση στοιχείων και ενδείξεων που δημιουργούσαν υποψία εναντίον τόσο των εν λόγω προσώπων όσο και άλλων Πακιστανών, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής.
Με επιστολή, ημερ. 5 Ιουλίου 2004, ο Αναπληρωτής Διοικητής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως ενημέρωσε σχετικά τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως ο οποίος, εν συνεχεία, έθεσε το θέμα ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, προφανώς ώστε να εξεταστεί το ενδεχόμενο ακύρωσης της ισχύουσας άδειας παραμονής των εν λόγω προσώπων ως ανεπιθύμητων. Ο Υπουργός Εσωτερικών εξέτασε την περίπτωση και, στις 6 Ιουλίου 2004, αποφάσισε την ακύρωση των αδειών παραμονής. Κατόπιν τούτου ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως εξέδωσε, κατά την ίδια ημερομηνία, διατάγματα απέλασης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως τροποποιήθηκε) όπως και, συνακόλουθα, διατάγματα κράτησης. Η απέλαση του αιτητή, με προορισμό τη χώρα του, έγινε στις 9 Ιουλίου 2004.
Ο αιτητής προβάλλει ότι επρόκειτο περί μαζικής ή συλλογικής εκδίωξης με βάση την εθνική καταγωγή και τη θρησκεία, χωρίς έρευνα που να επέτρεπε την εξατομίκευση και χωρίς αιτιολογία. Τίποτε δεν μπορεί να βρίσκεται πιο μακρυά από την πραγματικότητα. Η περίπτωση του αιτητή εξειδικεύθηκε με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατόπιν επαρκούς έρευνας και που αφορούσαν τις δικές του διασυνδέσεις. Σε αυτή τη βάση ήταν που εξετάστηκε η περίπτωσή του. Η καλή πίστη με την οποία ενήργησε η διοίκηση βεβαιώνεται από τα στοιχεία τα οποία υποστήριζαν και αιτιολογούσαν την κατάληξη. Δεν χρειαζόταν απόδειξη ενοχής σε ο,τιδήποτε. Παρέχεται στη διοίκηση επαρκές έρεισμα όταν τα διαθέσιμα στοιχεία ευλόγως προκαλούν ανησυχία. Καθώς ανέφερα στην Eddine ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 355/2005, ημερ. 4 Ιουλίου 2005:
«Τηρουμένων των όποιων ειδικών διευθετήσεων βάσει διεθνών συνθηκών στις οποίες έχει προσχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία, κανένας αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει είσοδο ή παραμονή του στο έδαφος της. Του παρέχεται η δυνατότητα να ζητήσει είσοδο και παραμονή, να εξηγήσει το σκοπό του και να ικανοποιήσει την αρμόδια αρχή ότι η παρουσία του δεν θα αποβεί επιζήμια στο Κράτος. Η Δημοκρατία διατηρεί κυρίαρχο δικαίωμα να μην επιτρέπει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της, να μην ανανεώνει προσωρινή άδεια παραμονής και να ακυρώνει προσωρινή άδεια παραμονής που δεν έχει λήξει ακόμα. Δεδομένου πάντοτε ότι το αίτημα για είσοδο και παραμονή, όπως και ό,τι επακολουθεί, θα εξετάζεται με καλή πίστη. Στον αλλοδαπό αναγνωρίζεται μόνο το δικαίωμα να αντικρίζεται η περίπτωση του με καλή πίστη. Τίποτε περισσότερο. Καθώς ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), στην υπόθεση Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583 (στη σελ. 2587):
"The right to review conferred by Article 146 is not confined to nationals or citizens of the country but extends to everyone, provided administrative action affects a legitimate interest of his in the sense of para. 2 of Art. 146. The discretion of the authorities, on the other hand, to exclude an alien is not abridged by the fact that its exercise is subject to judicial review. By the terms of the Aliens and Immigration Law, Cap. 105, the discretion of the State to exclude aliens is very wide, as broad as it can be in law, consistent with the supremacy and territorial integrity of the State; But not absolute. It is subject to the bona fide exercise of the discretion. So long as the discretion is exercised in good faith, the Court will query the decision no further. An alien, subject to any rights that may be conferred by convention or bilateral treaty, has no right to enter the country. His only right is that an application to enter the country should be considered in good faith. Acknowledgment of any further obligation on the part of the State would be inconsistent with the sovereign right of the State to exclude aliens."
Αυτή η προσέγγιση του ζητήματος επικροτήθηκε από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(Β) C.L.R. 1203 και σε μεταγενέστερη νομολογία.
Η απόφαση λοιπόν να μην επιτραπεί σε αλλοδαπό να εισέλθει ή να παραμείνει στην Κύπρο δεν του στερεί υφιστάμενο ουσιαστικό δικαίωμα. Γι΄ αυτό η Δημοκρατία δεν έχει υποχρέωση να στηρίξει την αρνητική απόφαση της σε στοιχεία που να αποδεικνύουν θετικά τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ανεπιθύμητη την εδώ παρουσία του. Δεν απαιτείται να επεκτείνεται η διερεύνηση σε ακρόαση. Παρέχεται επαρκές πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον συγκεντρώνονται, από κατάλληλες πηγές, πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο. Ακόμα και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος μπορεί να δικαιολογήσουν την αρνητική απόφαση. Η όποια αμφιβολία λειτουργεί υπέρ της Δημοκρατίας.»
Ο Υπουργός Εσωτερικών είχε εξουσία να ακυρώσει την άδεια του αιτητή με βάση τον Καν. 9(4) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Δ.Π. 242/72 όπως τροποποιήθηκε) αλλά και εξουσία, την οποία του εκχώρησε το Υπουργικό Συμβούλιο - βλ. Απόφαση Αρ. 27052, ημερ. 30 Απριλίου 1986 - να κηρύξει τον αιτητή απαγορευμένο μετανάστη, με βάση τις παραγράφους (στ) και (ζ) του άρθρου 6(1) του νόμου.
Είναι προφανές ότι στην προκείμενη περίπτωση η ακύρωση της άδειας του αιτητή ήταν το αποτέλεσμα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 6(1)(στ) και (ζ) του νόμου, στις οποίες ενέπιπταν τα δεδομένα επί των οποίων ενήργησε ο αρμόδιος Υπουργός για να θεωρήσει τον αιτητή ανεπιθύμητο μετανάστη. Μου φαίνεται ότι η κήρυξη αλλοδαπού ως ανεπιθύμητου μετανάστη επιφέρει αμέσως την ακύρωση της υπάρχουσας άδειας παραμονής, όσο και αν μπορεί να χορηγηθεί νέα με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 6. Ούτως ή άλλως, εδώ υπήρξε ρητή ακύρωση η οποία, με βάση την επιφύλαξη του Καν. 9(4), μπορούσε να γίνει χωρίς προειδοποίηση εφόσον ο αιτητής θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης. Η εν συνεχεία έκδοση του διατάγματος απελάσεως, κατ΄ επίκληση του άρθρου 6(1)(κ) παρέπεμπε, με την ευρύτητα που χαρακτηρίζει την παράγραφο (κ), στην εν λόγω δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία, ας σημειωθεί, δικαιολογούσε εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Έβδομου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Προβλέπεται ότι:
«1. Αλλοδαπός ο οποίος είναι νόμιμος κάτοικος στην επικράτεια του Κράτους δεν απελαύνεται από αυτό εκτός προς εφαρμογή απόφασης η οποία λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και επιτρέπεται σε αυτό
α να υποβάλει λόγους εναντίον της απέλασης του,
β όπως η υπόθεση του τύχει αναθεώρησης, και
γ να αντιπροσωπευθεί για τους σκοπούς αυτούς ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή προσώπου ή προσώπων τα οποία κατονομάζονται από την αρχή αυτή.
2. Αλλοδαπός δυνατόν να απελαθεί πριν από την άσκηση των δικαιωμάτων του βάσει της παραγράφου Ια, β και γ του Άρθρου αυτού, όταν η απέλαση είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δημόσιας τάξης ή βασίζεται σε λόγους εθνικής ασφάλειας.»
Ο αιτητής επίσης προβάλλει ότι από τη στιγμή που, ως φοιτητής, δεν παρέβη οποιοδήποτε από τους τυπικούς όρους της άδειας παραμονής του, δεν παρεχόταν στη διοίκηση η δυνατότητα να την ακυρώσει. Επικαλέστηκε το άρθρο 3 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποητικού) Νόμου του 1997, Ν. 43(Ι)/97, σύμφωνα με το οποίο:
«3. - (1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του βασικού νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, η άδεια μαθητή παρέχει στον κάτοχό της δικαίωμα να εισέλθει στη Δημοκρατία και να παραμείνει σε αυτή για τη συνολική περίοδο της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του, όπως αυτή βεβαιώνεται από το ίδρυμα στο οποίο έχει γίνει δεκτός για εκπαίδευση ή εξάσκηση.
(2) Η άδεια μαθητή παύει να ισχύει και θεωρείται ακυρωθείσα, αν ο κάτοχός της παραλείψει να εγγραφεί και να τύχει εξάσκησης ή εκπαίδευσης στο ίδρυμα στο οποίο έχει γίνει δεκτός ή αν, παρόλο που έχει εγγραφεί στο ίδρυμα, παραλείπει να παραμείνει σ΄ αυτό ως μαθητής:
Νοείται ότι ο κάτοχος της υπό αναφορά άδειας θα προσκομίζει στο λειτουργό μεταναστεύσεως κάθε ανανέωση της εγγραφής του στο εν λόγω ίδρυμα.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος "μαθητής" σημαίνει πρόσωπο το οποίο γίνεται δεκτό για φοίτηση σε οποιοδήποτε ίδρυμα στη Δημοκρατία το οποίο παρέχει εκπαίδευση ή εξάσκηση και το οποίο είναι κατάλληλο να δέχεται μαθητές ή φοιτητές από χώρες εκτός της Δημοκρατίας.»
Κατά τον αιτητή, το ότι σύμφωνα με το εδάφιο (1) το εν λόγω δικαίωμα παραμονής αδειούχου αλλοδαπού για τη συμπλήρωση εκπαίδευσης ή εξάσκησης παρέχεται «ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις», σημαίνει ότι καθίστανται ανενεργείς οι άλλες διατάξεις οι οποίες αφορούν στην προστασία του Κράτους όπως, στην προκείμενη περίπτωση, το άρθρο 6(1)(στ) και (ζ).
Θεωρώ ότι ο σκοπός της υπό αναφορά διάταξης δεν δικαιολογεί τέτοια ερμηνεία. Το εισαγωγικό μέρος της διάταξης συναρτάται προς τον σκοπό της. Αποβλέπει σε δέσμευση της διοίκησης να επιτρέπει σε αλλοδαπό να παραμένει για όσο διάστημα υπολογίστηκε εξ αρχής ότι χρειάζεται αλλά δεν εξουδετερώνει τις διατάξεις με τις οποίες τίθενται οι γενικότερες προϋποθέσεις για την παραμονή του οποιουδήποτε αλλοδαπού στην Κύπρο.
Καταλήγω λοιπόν ότι το διάταγμα απελάσεως δεν έπασχε είτε από τυπικής είτε από ουσιαστικής άποψης και υποστήριζε πλήρως το εκδοθέν επικουρικό διάταγμα κράτησης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ