ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 562/2004)
2 Μαίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 24 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΕΟ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Κ. Κακουλλή (κα.), για τους Αιτητές.
Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Μετά την έγκριση άδειας χωρισμού της προσφυγής και ή διαχωρισμού δικογράφου ημερ.25.1.05, το αιτητικό της παρούσας προσφυγής περιορίζεται στην απόφαση της καθής η αίτηση ημερ.31.3.04 με την οποία αξιώνεται από τους αιτητές η καταβολή φόρου προστιθέμενης αξίας ύψους £29.314 σε σχέση με εμπορεύματα που εισήξαν κατά την περίοδο 10.10.2002 -19.6.03.
Oι αιτητές είναι εταιρεία η οποία ασχολείται μεταξύ άλλων με την εισαγωγή εμπορευμάτων και διάθεσή τους στην εγχώρια αγορά. Εξουσιοδότησαν , έναντι αμοιβής, τον εγκεκριμένο τελωνειακό πράκτορα κ. Γεώργιο Σιακίδη να ενεργεί εκ μέρους τους, εκτελωνίζοντας και παραλαμβάνοντας τα εισαγόμενα από το λιμάνι Λεμεσού εμπορεύματά τους.
Κατά την περίοδο μεταξύ 10.10.2002 και 19.6.2003, ο κ. Σιακίδης κατέθεσε στο Τελωνείο Λεμεσού, για λογαριασμό των αιτητών 6 διασαφήσεις εισαγωγής, οι οποίες ελέγχθηκαν και έγιναν αποδεκτές από το Τελωνείο. Τα εμπορεύματα όμως που περιγράφονται σε αυτές μετακινήθηκαν από τον τελωνειακό έλεγχο χωρίς να καταβληθούν προηγουμένως οι οφειλόμενοι δασμοί και φόροι που έφταναν στις £29,314.00.
Περί τον Ιούνιο 2003, οι αιτητές υποπτεύθηκαν ότι κατά τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων τους, ο εκτελωνιστής ενδέχετο να είχε προβεί σε παράνομες ενέργειες και με τηλεομοιοτυπικό μήνυμα τους ημερομηνίας 10.7.2003 ενημέρωσαν τις Τελωνειακές Αρχές σε σχέση με τις υποψίες τους.
Κατόπιν έρευνας που πραγματοποίησαν λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων στα αρχεία των ταμείων τους και ενόψει των αμφιβολιών που προέκυψαν, φάνηκε ότι o κ. Σιακίδης πέτυχε την εκτελώνιση των πιο πάνω εμπορευμάτων και την παράδοσή τους στους αιτητές παρουσιάζοντας στο Τμήμα Τελωνείων διατακτικά παράδοσης με αριθμούς ταμείου που αφορούσαν σε άλλες διασαφήσεις ή με πλαστογραφημένα έγγραφα.
Εναντίον του κ. Σιακίδη καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού ποινική υπόθεση, στην οποία, στις 9.7.2004, ύστερα από παραδοχή του, καταδικάστηκε σε φυλάκιση.
Με επιστολή της ημερ. 31.3.04, η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων αξίωσε από τους αιτητές την καταβολή του ποσού των £29,314.00 ως οφειλή ΦΠΑ της εταιρείας ΚΕΟ ΛΤΔ (αναφορικά με τις έξι διασαφήσεις που κατατέθηκαν κατά την περίοδο 10.10.2002 και 19.6.2003). Στην εν λόγω επιστολή αναφερόταν επίσης ότι η αξίωση καταβολής του ποσού των οφειλόμενων φόρων και δασμών, συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη την οποία, αν αμφισβητούσαν οι αιτητές, μπορούσαν να την προσβάλουν σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση η οποία περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή - Σημείωμα Απαίτησης ημερ. 31.3.04.
Η βασική θέση των αιτητών είναι ότι κατέβαλαν στην καθ΄ ης η αίτηση τον οφειλόμενο πληρωτέο ΦΠΑ που απαιτείται με την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά λόγω της ισχυριζόμενης αμέλειας που επέδειξαν οι τελωνειακές αρχές και οι υπάλληλοι τους, το ποσό αυτό δεν πιστώθηκε προς όφελος των αιτητών αλλά πιστώθηκε έναντι φορολογικών υποχρεώσεων τρίτων προσώπων.
Λέγουν συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 24 του συντάγματος καθότι με αυτή εξαναγκάζονται να καταβάλουν τον πληρωτέο φόρο δύο φορές. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι παραβιάζεται η αρχή της χρηστής διοίκησης και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη Διοίκηση.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας καθότι πρόκειται μόνο για πράξη αναζήτησης χρημάτων που ήδη οφείλονταν στην καθ΄ ης η αίτηση.
Λέγει συναφώς ότι ο κ. Σιακίδης, εκπροσωπώντας τους αιτητές, κατέθεσε στο Τελωνείο Λεμεσού τις κατά νόμο προνοούμενες διασαφήσεις εισαγωγής, οι οποίες ελέγχθηκαν και έγιναν αποδεκτές. Στη συνέχεια το Τελωνείο, βεβαίωσε τους οφειλόμενους, για τις συγκεκριμένες εισαγωγές, δασμούς, φόρους και ΦΠΑ. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω παράχθηκαν οι έγκυρες και νόμιμες εκτελεστές διοικητικές πράξεις της επιβολής των αναλογούντων δασμών και φόρων κατά τις ημερομηνίες, 10.10.2002 και 19.6.2003 (ημερομηνίες κατάθεσης των διασαφήσεων εισαγωγής). Καταλήγει συναφώς ότι εφόσον οι οφειλόμενοι δασμοί και φόροι είχαν υπολογιστεί και επιβληθεί κατά τις συγκεκριμένες πιο πάνω ημερομηνίες, το επίδικο σημείωμα απαίτησης δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πρόκειται για πράξη αναζήτησης των χρημάτων εκείνων που ήδη οφείλονταν στην καθ΄ ης η αίτηση.
Γίνεται αναφορά στην Υπόθεση αρ. 429/2004, Ανδρέας Αγιομαμίτης και Κυπριακή Δημοκρατία, ημερ. 12.10.2005, όπου επί παρομοίου ζητήματος κρίθηκε ότι δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη, στη βάση του επιχειρήματος ότι ο τελωνισμός συμπληρώθηκε σε παλαιότερο χρόνο και ο αιτητής στην υπόθεση εκείνη απλώς πληροφορείτο για τη χρηματική οφειλή του προς τη διοίκηση.
Από την άλλη οι αιτητές υποβάλλουν ότι στην προκείμενη περίπτωση, οι φόροι και οι δασμοί καταβλήθηκαν στην καθ΄ ης η αίτηση αλλά δεν εισπράχθηκαν απ΄ αυτήν. Και αυτό εξ υπαιτιότητος της καθ΄ ης η αίτηση. Καταλογίζοντας ευθύνη στις τελωνειακές αρχές για τη μη είσπραξη του φόρου και του δασμού που ωστόσο είχε καταβληθεί από αυτούς, οι αιτητές υποβάλλουν ότι η απόφαση των τελωνειακών αρχών να επωμιστούν αυτοί (οι αιτητές) το κόστος της απώλειας του φόρου και του δασμού από το δημόσιο, συνιστά απόφαση που παράγει έννομες συνέπειες. Και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω προσθέτουν, ότι η ειδοποιός διαφορά της παρούσας υπόθεσης από την απόφαση Αγιομαμίτη έγκειται στο ότι στην προκείμενη περίπτωση ο φόρος και ο δασμός καταβλήθηκαν στην καθ΄ ης η αίτηση και οι αιτητές ουδόλως απέφυγαν την καταβολή τους, ενώ στην περίπτωση Αγιομαμίτη επρόκειτο για φόρο και δασμό πληρωτέο στην καθ΄ ης η αίτηση, που ουδέποτε καταβλήθηκε σ΄ αυτήν και άρα το μόνο που απέμενε ήταν η είσπραξή του.
Θεωρώ ορθή τη βάση του συλλογισμού των αιτητών περί εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Το κριτήριο για την εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης ή απόφασης, έχει καθοριστεί με σαφήνεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 AAΔ 26. Μια πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο (μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της) η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα νόμιμα μέσα για την εκτέλεσή τους. Το κύριο στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεση παραγωγή έννομου αποτελέσματος συνισταμένου εις την δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής καταστάσεως, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα για τους διοικούμενους (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 237 και 239, Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 Α.Α.Δ. 219, 223, Institute of Cert. Pub. Accountants of Cyprus κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 276, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 123, Α.Ι. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, σελ. 356).
Στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώνεται η επιβολή υποχρέωσης προς το διοικούμενο, δηλαδή η επιβολή δασμού και φόρου, η οποία δεν υπήρχε πριν την αποστολή της υπό εξέταση επιστολής (ημερομηνίας 31.3.2004) εφόσον οι αιτητές είχαν καταβάλει τους πληρωτέους δασμούς και φόρους, στην καθ΄ ης η αίτηση, με επιταγές τους πληρωτέες εις διαταγήν της καθ΄ ης η αίτηση. Σκοπός της προαναφερόμενης επιστολής είναι η μεταβολή του προηγούμενου νομικού καθεστώτος και η επιβολή συγκεκριμένης υποχρέωσης στο διοικούμενο, η οποία δεν υπήρχε, εφόσον οι οφειλόμενοι φόροι και δασμοί είχαν ήδη καταβληθεί. Η Διευθύντρια Τελωνείων επέβαλε, σύμφωνα με τα άρθρα 30 (1) και 169(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67, το άρθρο 3(1) του Νόμου Αρ. 22(Ι)/02 και τα άρθρα 5(3) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου Αρ. 95(1)/00, τον επίδικο δασμό. Η επιβολή αυτή, κατά την κρίση μου, είναι από μόνη της μια αυτοτελής διοικητική πράξη.
Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης και επομένως η σχετική προδικαστική ένσταση απορρίπτεται. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Αγιομαμίτης (ανωτέρω), για τους προαναφερόμενους λόγους.
Ως εκ τούτου προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.
Ο κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου των αιτητών συνίσταται στο ότι η αναζήτηση και πληρωμή του κόστους της απώλειας του φόρου από τους αιτητές, λαμβανομένων υπόψη των ενεργειών και παραλείψεων των τελωνειακών αρχών, αποτελεί υπό τις περιστάσεις εκτροπή από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και ειδικότερα της καλής πίστης καθώς και της εμπιστοσύνης που είναι λογικό να έχει ο Διοικούμενος προς τη Διοίκηση.
Τα ουσιώδη γεγονότα συνίστανται στο ότι ο προαναφερόμενος εκτελωνιστής, χρησιμοποιώντας επιταγές των αιτητών, που ήταν δεόντως πληρωτέες σε διαταγή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού Λεμεσού, πλήρωνε διάφορα ποσά δασμών και Φ.Π.Α. εκτελωνίζοντας όμως εμπορεύματα τρίτων προσώπων και όχι των αιτητών. Σε κάποιες περιπτώσεις εκτελωνίστηκαν και εμπορεύματα των αιτητών αλλά σε σχέση με άλλες διασαφήσεις (Δέστε σχετικά τον 5ον Πίνακα που επισυνάφθηκε στην ένσταση).
Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες αναφορικά με τη διαδικασία εκτελωνισμού εισαγόμενων εμπορευμάτων για επιτόπια κατανάλωση (ειδικότερα οι πρόνοιες των άρθρων 23, 24 και 27 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν 82/67), όπως τροποποιήθηκε) προνοούν τα εξής:
Όλα τα αφιχθέντα εμπορεύματα που πρόκειται να εκφορτωθούν δηλώνονται στο Δηλωτικό Εισαγωγής (άρθρο 23). Με βάση το Δηλωτικό Εισαγωγής αποθηκεύονται στις τελωνειακές αποθήκες. Για να εκτελωνιστούν τα εμπορεύματα και συνεπώς για να μπορέσει να σφραγιστεί το διατακτικό παραλαβής θα πρέπει να συμπληρωθεί η σχετική διασάφηση εισαγωγής (άρθρο 24) και να παρουσιαστεί μαζί με άλλα αναγκαία έγγραφα στις τελωνειακές αρχές για να ελεχθεί η ορθότητα του περιεχομένου της διασάφησης και η αντιστοιχία του διατακτικού με τα εισαχθέντα εμπορεύματα. Οι διασαφήσεις, κατά την κατάθεσή τους, σφραγίζονται με την επίσημη σφραγίδα κατάθεσης και αρίθμησης έτσι ώστε να αποδεικνύεται η ημερομηνία κατάθεσης, νοουμένου ότι απαιτείται να καταθετεί η σχετική διασάφηση σε 14 ημέρες απο τη μέρα του δηλωτικού εισαγωγής: Συνδυασμένες πρόνοιες άρθρων 27(1), 27(3) και 27(4). Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί (που στην περίπτωση μας δεν συνέβαινε αφού ο εκτελωνιστής δεν κατέθετε τις διασαφήσεις) ο λειτουργός μπορεί να διατάξει εναπόθεση των εμπορευμάτων σε δημόσια αποθήκη αποταμίευσης και να τα εκποιήσει εντός τριών μηνών.
Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και αφού έλαβα υπόψη τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες αναφορικά με τη διαδικασία εκτελωνισμού εισαγόμενων εμπορευμάτων, κρίνω πως οι τελωνειακοί λειτουργοί δεν προέβησαν στο νενομισμένο έλεγχο αναφορικά με τη διαδικασία εκτελωνισμού εισαγόμενων εμπορευμάτων, από τον Οκτώβρη 2002 μέχρι τον Ιούνη 2003, εξού και δεν είχαν διαπιστώσει την απουσία (εκτελωνισμό) των εμπορευμάτων κατά την περίοδο εκείνη.
Είναι λοιπόν προφανές ότι οι επιτασσόμενες από το νόμο διαδικαστικές προϋποθέσεις εκτελωνισμού δεν τηρήθηκαν από τις Τελωνειακές αρχές. ΄Ηταν καθήκον των ταμίων να αντιπαραβάλουν τα ποσά που φαίνονταν στις διασαφήσεις με τα ποσά των επιταγών αλλά και να προβούν σε βεβαίωση ότι οι διασαφήσεις αφορούσαν στις ορθές εισαγωγές της ΚΕΟ. Όφειλαν να μην εισπράττουν επιταγές των αιτητών, πληρωτέες εις διαταγή της καθ΄ ης η αίτηση, προς εξόφληση οφειλών τρίτων προσώπων, χωρίς πρώτα να έλθουν σε επαφή και /ή να ζητήσουν εξηγήσεις και /ή να ενημερώσουν τουλάχιστο τους αιτητές. Επίσης οι σφραγίδες των καθ΄ ων η αίτηση θα έπρεπε να φυλάττονται κατά τρόπο ασφαλή και να μην είναι εκτεθειμένες και διαθέσιμες στο κοινό. Ακόμα θα έπρεπε να γίνεται και έλεγχος ότι τα έντυπα των Τελωνειακών Αρχών φέρουν γνήσιες σφραγίδες.
Από την άλλη ήταν λογικά αναμενόμενο, οι αιτητές, να παίρνουν ως δεδομένο ότι οι υπάλληλοι του Τελωνείου δεν θα έθεταν την υπογραφή τους σε έντυπα διασαφήσεων με πλαστά λογιστικά στοιχεία.
Η αρχή της χρηστής διοίκησης δεν επιτρέπει στη διοίκηση να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο με αποτέλεσμα να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί, χωρίς λόγο, τον διοικούμενο και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου προς αυτή. Η αρχή της καλής πίστης επιβάλλει στη διοίκηση να συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν προκαλεί εκμετάλλευση του διοικουμένου και δεν δημιουργεί καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής εναντίον του (Δέστε: Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3288/26.4.2004 και Μάρθα Μάρκου ν. Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υποθ. Αρ. 1059/94, ημερ. 19.9.1996. Δέστε, επίσης: Golden Trans Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 537/2002/25.9.2003, Γεωργία Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κ.Ο.Τ., Υποθ. Αρ. 61/95, ημερ. 29.11.1995 και Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, α΄, 1977, σελ. 106, 107).
Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, περιλαμβανομένων και των προαναφερόμενων πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης (για τις οποίες δεν ήταν υπαίτιοι οι αιτητές), με αποτέλεσμα να μην πιστωθεί, στους αιτητές, ο φόρος και ο δασμός, που αυτοί είχαν καταβάλει, και υπό το φως της νομολογίας και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η αξίωση για την καταβολή της συγκεκριμένης επιβάρυνσης, εκ δευτέρου, από τους αιτητές είναι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, άδικη, παράνομη και συνεπώς θα πρέπει να ακυρωθεί.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή πετυχαίνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. ΄Εξοδα υπέρ των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
/ΕΑΠ. Δ.