ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 430

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                        (Υποθέσεις Αρ. 1632/2005 και  1633/05)

 

15  Μαΐου, 2006

 

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1632/05)

 

VERA JOUDINE,

                                    Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1633/05)

 

JAROSLAV JOUDINE,

                                    Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -


 

Χρ. Κληρίδης, για τους Αιτητές.

Γ. Χατζηχάννα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι πιο πάνω προσφυγές ακούστηκαν μαζί λόγω συνάφειας νομικών σημείων και των πραγματικών γεγονότων που τις αφορούν. Η αιτήτρια στην προσφυγή 1632/05 είναι σύζυγος του αιτητή στην προσφυγή 1633/05. Με τις προσφυγές, επιδιώκεται η ακύρωση των διαταγμάτων απέλασης και διαταγμάτων κράτησης για σκοπούς απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον των αιτητών.

 

Οι αιτητές είναι ρώσοι και ήλθαν για πρώτη φορά στην Κύπρο το Σεπτέμβριο 1993. Ο αιτητής εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας στην υπεράκτια εταιρεία Barnetto Trading Co Ltd. Στην αιτήτρια παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια για να διαμένει με το σύζυγό της. Στην Κύπρο, γεννήθηκαν τα δυο από τα τρία παιδιά τους, ηλικίας 9 και 10 ετών αντίστοιχα. Οι αιτητές απόκτησαν περιουσία στην Κύπρο ήτοι μια έπαυλη και ένα διαμέρισμα στη Λεμεσό και τα παιδιά τους φοιτούν σε σχολεία της Λεμεσού.

 

Οι εργασίες της υπεράκτιας εταιρείας Barnetto Trading Co Ltd,  τερματίστηκαν από τον Ιανουάριο 2000 και ο αιτητής έφυγε από την Κύπρο ενώ η σύζυγος  και τα τρία παιδιά τους παρέμειναν. Τον Ιούνιο 2000 η αιτήτρια ζήτησε ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της ίδιας και των ανήλικων παιδιών της. Ο λόγος που πρόβαλε προς υποστήριξη της αίτησης της ήταν η πιθανή τέλεση γάμου με κάποιο ελληνοκύπριο μετά το διαζύγιο της με τον αιτητή. Η αίτηση απορρίφθηκε και η αιτήτρια, με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 30.6.00, κλήθηκε να εγκαταλείψει αμέσως την Κύπρο. Ο αιτητής ήλθε στην Κύπρο στις 14.7.2000 και του παραχωρήθηκε άδεια επισκέπτη για ένα μήνα. Ο αιτητής κατά παράβαση όρου της άδειας, παρέμεινε στην Κύπρο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ενόψει τούτου, στις 2.3.2001 απελάθηκε για τη χώρα του και το όνομά του καταχωρήθηκε στο stop list ως απαγορευμένος μετανάστης. Ο αιτητής, αφού εξασφάλισε διαβατήριο με διαφορετικά στοιχεία, επανήλθε στην Κύπρο στις 15.4.2001 χωρίς να γίνει αντιληπτός. Προηγουμένως, στις 20.3.2001, η σύζυγός του αποτάθηκε στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για παραχώρηση πολιτικού ασύλου και ενόψει τούτου, παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής τόσο στην αιτήτρια όσο και στο σύζυγό της και τα τρία παιδιά τους για  ανθρωπιστικούς λόγους μέχρι την τελική εξέταση της αίτησης. Ενώ εκκρεμούσε η εξέταση της αίτησης, υποβλήθηκε καταγγελία στη Μονάδα Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λεμεσού ότι η αιτήτρια συνήψε ερωτικό δεσμό με ελληνοκύπριο φοιτητή. Η καταγγελία εξετάστηκε και η εν λόγω υπηρεσία σε έκθεσή της ημερ. 30.5.2001 προς το Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (παράρτ. 11 στην ένσταση), αναφέρεται σε στοιχεία που άπτονται της ηθικής υπόστασης της αιτήτριας. Στο εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται παράκληση όπως ζητηθεί από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες όπως συμπληρωθεί η εξέταση της αίτησης για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. Αναφέρεται επίσης στην έκθεση ότι ο αιτητής πηγαινοέρχεται στη χώρα του χωρίς κανένα πρόβλημα. Παρενθετικά σημειώνω ότι το όνομα του ελληνοκύπριου φοιτητή που αναφέρθηκε στην καταγγελία  είναι ταυτόσημο με το όνομα του προσώπου με το οποίο η αιτήτρια θα τελούσε πιθανώς γάμο όπως αυτή δήλωσε στην προμνησθείσα αίτηση της ημερ. 20.3.2001 ως λόγο για παράταση της προσωρινής παραμονής της.

 

Η αίτηση για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε και οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 4.12.2003 κάλεσαν τους αιτητές να εγκαταλείψουν την Κύπρο μέσα σε 14 ημέρες. Οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν και κατόπιν σχετικού διαβήματος μέσω του δικηγόρου τους, οι καθ΄ ων η αίτηση παρέτειναν επανειλημμένα την άδεια παραμονής των αιτητών και των παιδιών τους για ανθρωπιστικούς λόγους. Η αιτήτρια, προτού λήξει η προσωρινή άδεια παραμονής της, υπέβαλε στις 13.2.04 αίτηση για πολιτογράφηση η οποία εξετάστηκε. Κρίθηκε ότι η αιτήτρια, με βάση τις πρόνοιες του σχετικού νόμου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί άτομο καλού χαρακτήρα και η αίτηση για πολιτογράφηση απορρίφθηκε. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση και κλήθηκε δύο φορές να εγκαταλείψει την Κύπρο χωρίς όμως να υπάρξει εκ μέρους της θετική ανταπόκριση. Εναντίον της αρνητικής απόφασης για πολιτογράφηση ασκήθηκε προσφυγή και ενόψει τούτου η αιτήτρια ζήτησε να παραμείνει στην Κύπρο μέχρι την έκδοση της απόφασης. Η αίτηση απορρίφθηκε αφού λήφθηκε υπόψη ότι η αιτήτρια και η οικογένειά της βρίσκονταν στην Κύπρο παράνομα από 15.7.2004 και ότι η παρουσία της δεν ήταν απαραίτητη μέχρι το πέρας της προσφυγής κατά της απόρριψης της αίτησης για πολιτογράφηση.

 

Παρά τα πιο πάνω, οι αιτητές δεν εγκατέλειψαν την Κύπρο και ενόψει τούτου, κατέστησαν απαγορευμένοι μετανάστες με αποτέλεσμα να εκδοθούν εναντίον τους τα επίδικα διατάγματα απέλασης και τα διατάγματα κράτησης για σκοπούς απέλασης. Το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή εκτελέστηκε στις 14.12.05 και από τότε βρίσκεται υπό κράτηση.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις των καθ΄ ων η αίτηση περί μη εκτελεστότητας των προσβαλλόμενων πράξεων δεν ευσταθούν. Τα επίδικα διατάγματα έχουν επιφέρει από της εκδόσεώς τους δυσμενείς συνέπειες  επί των αιτητών, ανεξάρτητα αν έχουν υλοποιηθεί και συνεπώς, ως εκτελεστές πράξεις, υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης αναφορικά με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της χώρας είναι ευρεία. Το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου. Στην προκείμενη περίπτωση το εν λόγω τεκμήριο δεν έχει ανατραπεί. Η Διευθύντρια του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ανανέωσε την άδεια προσωρινής παραμονής των αιτητών στις περιπτώσεις που καλόπιστα έκρινε ότι η προσωρινή παραμονή τους ήταν δικαιολογημένη κυρίως για λόγους ανθρωπιστικούς και για λόγους που είχαν σχέση με την προώθηση των αιτημάτων τους που αφορούσαν το προσωπικό τους καθεστώς. Η προσωρινή παραμονή των αιτητών στο έδαφος της Δημοκρατίας ήταν για χρονικά διαστήματα ανάλογα με τις εκάστοτε συγκεκριμένες ανάγκες. Η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων αποκαλύπτει ξεκάθαρα την εμμονή των αιτητών να παραμείνουν για  όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρόνο στην Κύπρο και να αποκτήσουν τέτοια δικαιώματα που θα τους επέτρεπαν οριστική παραμονή. Οταν όμως εξαντλήθηκαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν και η περαιτέρω παραμονή τους δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, κατέστη αναπόφευκτη η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων προς αποκατάσταση της νομιμότητας η οποία είχε διαταραχθεί, λόγω παράβασης από πλευράς των αιτητών των σχετικών όρων που η Διοίκηση έθεσε κατά την παραχώρηση της προσωρινής άδειας παραμονής τους σύμφωνα με το νόμο και τους  σχετικούς κανονισμούς.

 

Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ερείδεται στις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(κ)* του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 και τροποποιήσεων. Η αιτιολογία της απόφασης σε τέτοιες υποθέσεις μπορεί να είναι λακωνική νοουμένου ότι το νομικό της έρεισμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα της υπόθεσης που ανευρίσκονται στο διοικητικό φάκελο. Οσο πιο ευρεία είναι η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου τόσο λιγότερη μπορεί να είναι και η αιτιολογία που απαιτείται εφόσον ο Λειτουργός Μετανάστευσης δεσμεύεται μόνο από την αρχή της καλής πίστης. Στην προκείμενη περίπτωση, τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα το σημείωμα της Διευθύντριας του Τμήματος Αλλοδαπών (αρ. 94 στο φάκελο), υποστηρίζουν επαρκώς την αιτιολογία και δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τους λόγους που οδήγησαν στην απέλαση.

 

Διατυπώνονται παράπονα για αντιφάσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα που αφορούν στην ηθική υπόσταση της αιτήτριας και εμπεριέχονται σε επιστολή της αστυνομίας ημερ. 30.5.01 και στην επιστολή ημερ. 10.6.04 (Παρτ. 18 ένστασης).  Σχολιάζεται επίσης εκτενώς η εισήγηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας για απόκτηση Κυπριακής Υπηκοότητας και η κατ΄ ισχυρισμόν υιοθέτηση της  χωρίς έρευνα. Ολα τα πιο πάνω θέματα δεν αφορούν και δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια των υπό κρίση υποθέσεων εφόσον δεν άπτονται άμεσα και καθοριστικά του επίδικου θέματος. Ενδεχομένως αυτά να αφορούν την προμνησθείσα προσφυγή που έχει ασκηθεί από την αιτήτρια. Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι έχουν παραβιαστεί οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας επειδή δεν παραχωρήθηκε στους αιτητές το δικαίωμα ακρόασης δεν ευσταθεί. Ο νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση στο λειτουργό μετανάστευσης να ειδοποιεί τους ενδιαφερόμενους πριν την έκδοση του διατάγματος απέλασης. Ολα τα στοιχεία διερευνήθηκαν επισταμένα από την αρμόδια αρχή και η διαδικασία που τηρήθηκε φανερώνει ότι επανειλημμένα δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να καταθέσουν τις δικές τους απόψεις.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής τους ζωής το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απέλαση συμπεριλαμβάνει και τα ανήλικα τέκνα των αιτητών και συνεπώς δεν τίθεται θέμα διάσπασης της οικογένειας εφόσον όλα τα μέλη της, κλήθηκαν να αναχωρήσουν μαζί. Στην υπόθεση Cruz Varas v. Sweden (1991) 14 EHRR 1 το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι η απέλαση παντρεμένου ζεύγους μαζί με το παιδί τους, σε συνθήκες οι οποίες δεν εμφάνιζαν αξεπέραστα εμπόδια στη συνέχιση της οικογενειακής τους ζωής στη χώρα απέλασης δεν συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος για προστασία της οικογενειακής ζωής. Βλ. επίσης Ahmed Ibrahim Kedoum v. Δημοκρατίας, ΑΕ 3572, ημερ. 8.11.2005.

 

Οι αιτητές επικαλούνται την Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25.11.2003 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες και  εισηγούνται πως η περίπτωσή τους είναι κατάλληλη για να αποκτήσουν το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος» στη χώρα. Η πιο πάνω οδηγία τέθηκε σε ισχύ στις 23.1.2004 δηλαδή από την ημερομηνία της δημοσίευσης της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για την ενσωμάτωση της στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δόθηκε προθεσμία δύο ετών. Η οδηγία δεν έχει ακόμα ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο και συνεπώς δεν έχει αποκτήσει την απαιτούμενη τυπική ισχύ. Ωστόσο, τίθεται θέμα προς εξέταση αν και σε ποιο βαθμό, οι πρόνοιες της εν λόγω οδηγίας επηρεάζουν την υπό κρίση υπόθεση. Παρόμοιο ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στην Nebojsa Micovic v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1012/2005, ημερ. 18.11.2005. Ο αδελφός Δικαστής Νικολαΐδης διατύπωσε την άποψη, με την οποία συμφωνώ, ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για μεταφορά της Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος. Θα μεταφέρω εκτενές απόσπασμα από την Nebojsa Micovic (ανωτέρω) στο οποίο αντικατοπτρίζεται η σκέψη που αφορά στη νομική προσέγγιση του συγκεκριμένου θέματος.

 

Το κράτος δεν υπέχει υποχρέωση να επιτρέψει την είσοδο ή την παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού στο έδαφός του. Αντίθετα, έχει δικαίωμα να απελαύνει οποιονδήποτε αλλοδαπό (Tabalo v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 2353).  Η ευρεία εξουσία του κράτους για απέλαση αλλοδαπών συνάδει με την κυριαρχία του κράτους.  Η εξουσία αυτή δεν είναι απόλυτη.  Πρέπει να ασκείται με καλή πίστη.  Σε μια τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση (Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Moyo and Another v. The Republic and Others (1988) 3 C.L.R. 976 και Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 301).

 

Οι Οδηγίες εκδίδονται προς υλοποίηση των σκοπών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.  Είναι δεσμευτικές ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, άνκαι, αφήνουν στις αρχές του κράτους μέλους την επιλογή του τύπου και των μεθόδων (΄Αρθρο 249 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης). 

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη πλήρες μέλος της ΄Ενωσης  από την 1.5.2004.  Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου 35(ΙΙΙ) του 2003, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία και υπερισχύουν κάθε αντίθετης νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης. 

 

Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), φαίνεται να ενθαρρύνει την εφαρμογή και αποτελεσματικότητα των Οδηγιών, άνκαι αρνήθηκε να επιτρέψει την άμεση οριζόντια επιβολή τους.  Παροτρύνοντας τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο με τρόπο συνάδοντα με τις Οδηγίες, το ΔΕΚ αποπειράθηκε να εξασφαλίσει ότι παρά την απουσία κανονικής ενσωμάτωσης σε εθνικό επίπεδο, οι Οδηγίες θα πρέπει να  έχουν κάποια αποτελεσματικότητα (βλέπε Paul Graig και Grainne de Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, Second Edition, Oxford University Press, 1998, σελ. 198).

 

Στην υπόθεση 14/83, Von Colson and Kamann v. Land Nordrhein-Westfalen [1984] ECR 1891, [1986] 2 CMLR 430, αναφέρεται ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου και ιδιαίτερα των προνοιών του που εισήχθηκαν ειδικά, με σκοπό την υλοποίηση συγκεκριμένης Οδηγίας, θα πρέπει να γίνεται υπό το φως της διατύπωσης και του σκοπού της, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 189 της Συνθήκης. 

 

Το ΔΕΚ ρητά αναγνωρίζει τα εθνικά δικαστήρια ως όργανα του κράτους τα οποία είναι υπεύθυνα για την τήρηση των κοινοτικών υποχρεώσεων.  Κατά συνέπεια, καλούνται τα δικαστήρια να συμπληρώνουν το έργο του εθνικού νομοθέτη με το να ερμηνεύουν την εσωτερική νομοθεσία κατά τρόπο συμβατό με τις απαιτήσεις της Οδηγίας.

 

Στην απόφαση 80/86, Criminal proceedings against Kolpinghuis Nijmegen BV [1987] ECR 3969, [1989] 2 CMLR 18,  το δικαστήριο απαντώντας το ερώτημα κατά πόσο οι πρόνοιες μη ενσωματωθείσας Οδηγίας μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το κράτος εναντίον των υπηκόων του και κατά πόσο το εθνικό δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο ή του επιτρεπόταν να ερμηνεύσει τον υφιστάμενο εθνικό νόμο υπό το φως της Οδηγίας, αφού επανέλαβε την απόφαση του στην υπόθεση Von Colson, ανωτέρω, κατέληξε ότι κατά την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας το δικαστήριο κράτους μέλους, καλείται να ερμηνεύσει τη νομοθεσία αυτή μέσα στο πνεύμα της διατύπωσης και του σκοπού της Οδηγίας, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα της τρίτης παραγράφου του ΄Αρθρου 189 της Συνθήκης, αλλά μια Οδηγία δεν μπορεί από μόνη της και ανεξάρτητα από νόμο που υιοθετήθηκε με σκοπό την υλοποίησή της, να έχει ισχύ να καθορίζει ή να επιδεινώνει την ποινική ευθύνη προσώπων που ενήργησαν κατά παράβαση των προνοιών της Οδηγίας αυτής.

 

Από την υπόθεση C-106/89, Marleasing SA v. La Comercial Internacionale de Alimentacion SA [1990] ECR 1-4135, [1992] 1 CMLR 305 προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία, είτε αυτή είναι προγενέστερη, είτε μεταγενέστερη Οδηγίας, κατά το δυνατόν, υπό το φως της διατύπωσης και του σκοπού της Οδηγίας, με στόχο την επίτευξη του αποτελέσματος που η Οδηγία επιδιώκει.  Σύμφωνα με το Γενικό Εισαγγελέα Van Gerven στην ίδια υπόθεση, (βλέπε Ν.69, 4146) η υποχρέωση ερμηνείας μιας πρόνοιας του εθνικού δικαίου με τρόπο συνάδοντα με την Οδηγία, προκύπτει οποτεδήποτε η συγκεκριμένη πρόνοια είναι σε κάποιο βαθμό ανοικτή προς ερμηνεία.  Υπό τις περιστάσεις αυτές το εθνικό δικαστήριο, θα πρέπει, εφαρμόζοντας τις συνήθεις μεθόδους ερμηνείας του δικού του νομικού συστήματος, να παρέχει προτεραιότητα στη μέθοδο η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει την εθνική πρόνοια, με τρόπο συνάδοντα με την Οδηγία.

 

Η πιο πάνω υπόθεση επιβεβαίωσε πρώτα ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί, κατά την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου, σε υπόθεση μεταξύ ιδιωτών, να βασιστεί σε μη ενσωματωθείσα ακόμα οδηγία και δεύτερο, ότι αυτό γίνεται ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η εθνική νομοθεσία προηγείται χρονολογικά της Οδηγίας.  Η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα εισηγείται ότι, άνκαι αυτό ουσιαστικά είναι ένα θέμα του εθνικού δικαίου και των εθνικών αρχών ερμηνείας, η πηγάζουσα από τη Συνθήκη υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να λαμβάνουν όλα τα δυνατά μέτρα προς συμμόρφωση με το Κοινοτικό Δίκαιο, περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια, που, άλλως, θα είχαν κάτω από την εθνική νομοθεσία μόνο.

 

Με  ένα  παρόμοιο   θέμα  ασχολήθηκε   το   ΔΕΚ   και  στην υπόθεση  C-129/96, Inter-Environnement Wallonie ASBL ν. Région wallonne, απόφαση ημερ. 18.12.1997, όπου αποφασίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος. Στην ίδια απόφαση υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος, συνιστά επιτακτική υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από το ΄Αρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης.  Την εν λόγω υποχρέωση λήψης κάθε γενικού ή ειδικού μέτρου υπέχουν όλες οι αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών αρχών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (αποφάσεις της 13ης   Νοεμβρίου   1990,   C-106/89,  Μarleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8).»

 

 

Οι αιτητές είναι υπήκοοι τρίτης χώρας στην έννοια του άρθρου 2 της Οδηγίας. Η Οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους. Σύμφωνα με το άρθρο 3.2 της Οδηγίας,

 

«2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι:

α)   διαμένουν προκειμένου να πραγματοποιήσουν σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση.

(β) έχουν την άδεια να διαμένουν σε κράτος μέλος δυνάμει προσωρινής προστασίας ή ζήτησαν την άδεια να παραμείνουν για τον ίδιο λόγο και αναμένουν απόφαση σχετικά με το καθεστώς τους.

(γ) έχουν την άδεια να διαμένουν σε κράτος μέλος δυνάμει επικουρικών μορφών προστασίας, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις, την εθνική νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών, ή ζήτησαν την άδεια να διαμείνουν για τον ίδιο λόγο και αναμένουν απόφαση σχετικά με το καθεστώς τους.

(δ)  είναι πρόσφυγες ή έχουν υποβάλει αίτηση για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα και η αίτησή τους δεν έχει ακόμα αποτελέσει αντικείμενο οριστικής απόφασης.

(ε)  .................................................................................................................................................

(στ) .............................................................................................................................................»

 

 

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4.1 της Οδηγίας

 

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτεια τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»

 

 

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής είχε απελαθεί από την Κύπρο το 2001 και όταν επανήλθε, κάτω από τις συνθήκες που έχουν ήδη εκτεθεί, εκκρεμούσε προς εξέταση η αίτηση της συζύγου του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου οπότε η διοίκηση, για λόγους ανθρωπιστικούς, παραχώρησε στους αιτητές άδεια προσωρινής παραμονής. Σε κάθε περίπτωση που η διοίκηση παραχωρούσε προς τους αιτητές  άδεια προσωρινής παραμονής, αυτό γινόταν, επειδή αυτοί το ζητούσαν αναμένοντας αποφάσεις επί των διαφόρων αιτημάτων που διαδοχικά υπέβαλαν είτε αυτά αφορούσαν την πιθανή τέλεση γάμου της αιτήτριας με ελληνοκύπριο είτε την πολιτογράφησή της είτε την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είτε και τη συμπλήρωση σχολικών περιόδων της φοίτησης των παιδιών τους. Ο αιτητής δεν πληρούσε το κριτήριο της νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια με αφετηρία υπολογισμού του χρόνου την 31.8.2005 που εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα. Οταν εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα δεν είχε ακόμα εκπνεύσει η προθεσμία των δύο χρόνων για ενσωμάτωση της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, οι δε αιτητές ποτέ, μέχρι τότε, δεν επικαλέστηκαν την οδηγία, έστω και αν δεν ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες (Οδηγία - άρθρο 7). Από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, συνάγεται ότι οι αιτητές καταχρώμενοι των  ευκολιών που τους είχαν παραχωρηθεί είτε δυνάμει επικουρικών μορφών προστασίας είτε για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς, επιδίωξαν να αποκτήσουν όφελος απορρέον από δική τους παράνομη συμπεριφορά.

 

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

 

                                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.



*6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιοσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-

 

                ............................................................................................................................................................

              ............................................................................................................................................................

 

(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών:»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο