ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 113/2005 και 368/2005)

 

8 Μαΐου 2006

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 113/2005)

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΥΛΩΝΑ,

Αιτητής,

- ν. -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

---------------------------

(Υπόθεση Αρ. 368/2005)

ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ,

Αιτητής,

- ν. -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

---------------------------

Α.Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 113/2005.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 368/2005.

Κ. Στιβαρού, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 25 Ιανουαρίου 2005, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Αθηνόδωρος Γαλανός, προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Επιστάτη (Έλεγχος και Επιδιόρθωση Μετρητών), Κλίμακα 8, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας.

 

            Υποψήφιοι για τη θέση ήταν αυτοί οι τρεις.  Ο άμεσα προϊστάμενος τους, Εκτελεστικός Διευθυντής Εξυπηρέτησης Πελατών, εκφράζοντας «συστάσεις και απόψεις» στη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, η οποία επελήφθη του θέματος σε πρώτο στάδιο, τοποθέτησε πιο ψηλά τον αιτητή κ. Μυλωνά, ύστερα τον αιτητή κ. Κοντόπουλο και τελευταίο τον κ. Γαλανό.  Ανέφερε τα εξής:

 

Αθηνόδωρος Γαλανός:

  «Ο κ. Γεώργιος Πετούσης, Εκτελεστικός Διευθυντής Εξυπηρέτησης Πελατών, ανέφερε ότι ο 98854 Αθηνόδωρος Γαλανός έχει ευρυτάτη πείρα στο Κέντρο Ελέγχου & Επιδιορθώσεως Μετρητών της Επιχειρησιακής Μονάδας Εξυπηρέτησης Πελατών.  Έχει πολύ καλές οργανωτικές και καλές εποπτικές ικανότητες.  Η απόδοσή του είναι πολύ ικανοποιητική.  Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση».

 

 

Αργύρης Α. Κοντόπουλος

«Ο κ Γεώργιος Πετούσης, Εκτελεστικός Διευθυντής Εξυπηρέτησης Πελατών, ανέφερε ότι ο 77485 Αργύρης Α Κοντόπουλος έχει ευρυτάτη πείρα στο Κέντρο Ελέγχου & Επιδιορθώσεως Μετρητών της Επιχειρησιακής Μονάδας Εξυπηρέτησης Πελατών.  Έχει πολύ καλές οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες.  Η απόδοσή του είναι πολύ ικανοποιητική.  Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση».

 

 

Αντώνιος Φ. Μυλωνάς

«Ο κ Γεώργιος Πετούσης, Εκτελεστικός Διευθυντής Εξυπηρέτησης Πελατών, ανέφερε ότι ο 79842 Αντώνιος Φ Μυλωνάς έχει ευρυτάτη πείρα στο Κέντρο Ελέγχου & Επιδιορθώσεως Μετρητών της Επιχειρησιακής Μονάδας Εξυπηρέτησης Πελατών.  Έχει εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες.  Η απόδοσή του είναι εξαιρετική.  Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση».

 

            Η Επιτροπή επιλογής σύστησε και τους τρεις, με αλφαβητική σειρά.  Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής, στην οποία εν συνεχεία παραπέμφθηκε το θέμα, ζήτησε τη σύσταση του Διευθυντή της Αρχής.  Εν προκειμένω προέβη σε σύσταση ο Αναπληρωτής:

«Μελέτησα προσεκτικά όλα τα ενώπιον μου στοιχεία που περιέχονται στους προσωπικούς φακέλους και στις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων και πήρα πληροφορίες από τον άμεσα προϊστάμενο και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων.  Με βάση τα πιο πάνω ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ ότι όλοι τους κατέχουν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

 

Με βάση τα στοιχεία αυτά και εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις και εμπειρίες τους, καθώς επίσης την καταλληλότητα των υποψηφίων στην κρινόμενη θέση, συστήνω για προαγωγή τον Αθηνόδωρο Γαλανό, στη θέση του Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Επιστάτη (Έλεγχος και Επιδιόρθωση Μετρητών), Κλίμακα Α8, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών.»

 

 

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να συστήσει τον κ. Γαλανό.

 

Κατά την εξέταση του θέματος από το Συμβούλιο της Αρχής, στη συνεδρία ημερ. 25 Ιανουαρίου 2005, ο Αναπληρωτής Διευθυντής «πρότεινε την προαγωγή στην κρινόμενη θέση του Αθηνόδωρου Γαλανού, αφού προηγουμένως υιοθέτησε τη σύσταση του και επανέλαβε τα όσα ήδη εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής». Το Συμβούλιο της Αρχής συμφώνησε με τη σύσταση, την υιοθέτησε και τη συνυπολόγισε όταν έλαβε την απόφαση με την οποία επέλεξε ως καταλληλότερο τον κ. Γαλανό. 

 

            Τίθενται προς εξέταση διάφορα ζητήματα.  Το πρώτο, σε σειρά, αφορά στη σύσταση του Διευθυντή ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.  Προβάλλεται ότι η σύσταση ήταν πλημμελής.  Οι αιτητές θεωρούν τη σύσταση πλημμελή επειδή, καθώς εισηγούνται, (α) συγκρούεται με τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων• (β) δεν έλαβε υπόψη τη σύσταση του άμεσα προϊσταμένου• και (γ) είναι γενική και αόριστη χωρίς, όπως ιδιαίτερα τονίζεται από τον αιτητή κ. Κοντόπουλο, επαρκή αιτιολογία.  Ο ίδιος αιτητής παραπονείται και για ανάπλαση της υπηρεσιακής εικόνας με την εισαγωγή εξωγενών στοιχείων ένεκα της αναζήτησης, από τον Διευθυντή, πληροφοριών «από τον άμεσα προϊστάμενο και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων».

 

            Εξέτασα παρόμοια ζητήματα στη Λοίζος Χριστοδούλου ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 640/2004, ημερ. 8 Μαίου 2006.  Ισχύουν κατ΄ αναλογίαν και εδώ τα ακόλουθα:

       «Οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986, (Κ.Δ.Π. 291/86) απαιτούν αιτιολόγηση της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (βλ. Δεύτερο Πίνακα, Μέρος ΙΙ (Καν. 19) παράγραφος 3(2)) αλλά δεν υπάρχει παρόμοια απαίτηση για τη σύσταση του Διευθυντή.  Επομένως η σύσταση στην οποία προέβη ο Αναπληρωτής  Διευθυντής δεν χρειαζόταν να συνοδεύεται από αιτιολογία.  Ούτε και θεωρώ ότι ο Διευθυντής έπρεπε να λάμβανε υπόψη τη σύσταση του άμεσα προϊσταμένου Διευθυντή κατά τη διαμόρφωση της δικής του ανεξάρτητης σύστασης ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων. Στην απουσία άλλης θεσμικής ρύθμισης, η σύσταση του όποιου προϊσταμένου, ως προς την καταληλλότητα των υποψηφίων, μόνο στα στοιχεία των φακέλων μπορεί να στηρίζεται.

 

        Η τελευταία επισήμανση παρέχει και τη διαφορετική, ως προς το αποτέλεσμα απάντηση, στο παράπονο του αιτητή ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής πήρε πληροφορίες από άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς.  Η απόφαση της πλειοψηφίας στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 αφορούσε  σε διαδικασία με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990  (Ν. 1/1990 όπως τροποποιήθηκε) αλλά τα ίδια ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση δεδομένου ότι δεν προβλέπεται άλλη ρύθμιση που να μεταβάλλει τη γενική αρχή.  Στη Μοδίτης συζητήθηκε η νομολογία σε έκταση και σε βάθος και δόθηκαν λύσεις στα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η κατά καιρούς ασυμφωνία απόψεων ως προς την έννοια της σύστασης.  Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τη δυνατότητα του προϊσταμένου «να προσθέτει με τη σύσταση ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων» η απόφαση, την οποία ετοίμασε ο Κωνσταντινίδης, Δ., κατέγραψε τις δύο διϊστάμενες θέσεις:

 

       "Κατά την πρώτη, η σύσταση μπορεί να είναι πρωτογενής πηγή για τον προσδιορισμό της αξίας των υποψηφίων. Αναγνωρίζεται στο πλαίσιό της, δυνατότητα προσδιορισμού αυτής της αξίας με αναφορά στην προσωπική γνώση του προϊσταμένου και στις πληροφορίες που αυτός παίρνει ή που τεκμαίρεται ότι παίρνει από τους άμεσα προϊσταμένους ή εν γένει από τους ιεραρχικά ανώτερους των υποψηφίων.  Κατά τη δεύτερη, η σύσταση μπορεί να εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή τη γνώμη του προϊσταμένου ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή ενόψει των αναγκών της ανώτερης θέσης, όπως εκείνος τις γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο.  Αυτό, στη βάση της δεδομένης υπηρεσιακής τους εικόνας, όπως την αποκαλύπτουν οι φάκελοι."

 

Απορρίφθηκε ανεπιφύλακτα η πρώτη θέση και επικροτήθηκε η δεύτερη, η οποία εξηγήθηκε περαιτέρω με αναφορά στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1047/97 κ.α., ημερ. 21 Μαρτίου 2000, όπου το υπό αναφορά έργο του προϊσταμένου προσδιορίστηκε ως εξής:

 

"Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμησή του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο.  Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση.  Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης."

 

Στην απόφαση της πλειοψηφίας η έννοια της σύστασης διατυπώνεται καταληκτικά, με τον ακόλουθο τρόπο:

 

            "Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων.  Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος.  Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι.  Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του.  Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.  Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά."

 

       Στη  Φίλιππος  Παναγίδης ν. Α.Η.Κ., υπόθ.  αρ.  914/2003,  ημερ.  18  Νοεμβρίου 2004, παρατήρησα τα εξής σε σχέση με την αναζήτηση, από τον Διευθυντή, πληροφοριών έξω από το πλαίσιο των υπηρεσιακών φακέλων:

 

"Δεν γνωρίζουμε τι πληροφορίες πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς, το κατά πόσο ήταν ή όχι σύμφωνες με τη βαθμολογημένη αξία και το πώς μπορεί να επέδρασαν.  Δεν γνωρίζουμε τι ήταν που μέτρησε στη σκέψη του Διευθυντή για να καταλήξει στην υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου σύσταση.  Το ότι δεν απαιτείτο αιτιολογία για τη σύσταση δεν αφαιρεί από την ανάγκη να γνωρίζει κανείς τα δεδομένα στα οποία η σύσταση στηριζόταν."

 

Αλλά βέβαια, όπως υποδείχθηκε στη Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, και επικροτήθηκε στη Μοδίτης:

 

"Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την άποψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως.  Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών."

 

Όμοιο πρόβλημα αντιμετωπίστηκε και μεταγενέστερα της Μοδίτης, στη Βαρνάβα ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 152/2003, ημερ. 20 Οκτωβρίου 2004, όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ., κατέληξε ότι επιλύεται με αναφορά στη Μοδίτης

 

 

            Απομένει βέβαια το κατά πόσο υπήρχε διάσταση μεταξύ της σύστασης του Διευθυντή και της διαχρονικά αποτυπωμένης υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων.  Δεν θα αναφερθώ εξαντλητικά σε όλα τα κριτήρια που θέτει ο Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, (Κ.Δ.Π. 291/86).  Θεωρώ αρκετό εδώ να σημειώσω ότι ο αιτητής κ. Μυλωνάς συγκέντρωσε κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, που είναι τα πιο σημαντικά, 18Α, 23Β+ και 1Β, ο αιτητής κ. Κοντόπουλος 14Α, 26Β+ και 2Β ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 11Α, 29Β+ και 2Β.  Επιπλέον οι αιτητές, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατείχαν και διάφορα ακαδημαϊκά προσόντα σε σχέση όμως με τα οποία δεν έγινε σε κανένα στάδιο αναφορά ενώ θα έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί με σκοπό να διακριβωθεί κατά πόσο ήταν ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης.  Καθώς υποδείχθηκε στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374 στη σελ. 395:

«... τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από  το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.  Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»

 

 

Ως προς την αρχαιότητα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο φαίνεται να υπερείχε, και αισθητά μάλιστα. Υπήρξε όμως αμφισβήτηση σχετικά με την έκταση της σημασίας της, ένεκα του τρόπου διαμόρφωσης των αντίστοιχων θέσεων που κατείχαν οι υποψήφιοι.  Δεν επιτρέπεται να επιλύσω αυτό το ζήτημα ούτε βέβαια να προβώ σε συγκριτική θεώρηση των δεδομένων.  Αυτό είναι έργο που ανήκει πρωτογενώς στην Αρχή. Η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής προς την Αρχή, ως προς το ποιος ήταν ο καταλληλότερος για επιλογή, θα έπρεπε να εξηγούσε την κατάληξη με αναφορά και σε αυτά εφόσον, όπως προβλέπεται στο Δεύτερο Πίνακα, Μέρος ΙΙ (Καν. 19) παράγραφος 3(2), η σύσταση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

 

            Καταλήγω λοιπόν (α) ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν πλημμελής τουλάχιστον για τον λόγο ότι παρεισέφρησαν σ΄ αυτήν εξωγενή στοιχεία τα οποία ο Διευθυντής έφερε υπό τη μορφή των πληροφοριών που αναζήτησε από τον άμεσα προϊστάμενο και αξιολογούντες λειτουργούς• (β) ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.  Σε ζητήματα που έπονται και ανήκουν στο τελικό στάδιο εξέτασης της περίπτωσης δεν ενδείκνυται να επεκταθώ.

 

            Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                        Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                      Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο