ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 993/2004

 

17 Απριλίου, 2006

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.  ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

2.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Αιτητές,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

2.  ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ

Καθών η αίτηση.

------------------

Γ. Καραπατάκης,  για τους αιτητές

Ν. Μιχαηλίδης, Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθών η αίτηση

 

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την ακόλουθη θεραπεία:

«Δήλωση και ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη των καθών η αίτηση να προάξουν ως όφειλαν τους αιτητές στον βαθμό του Επισμηνία από το έτος 2002 είναι άκυρη, παράνομη και στερείται κάθε έννομου αποτελέσματος και ότι οτιδήποτε παράνομα παραλείπεται θα πρέπει να διενεργηθεί αμέσως .»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Οι αιτητές διορίστηκαν στο Στρατό ως μόνιμοι Υπαξιωματικοί της Αεροπορίας με το βαθμό του Σμηνία από 1.11.97. Παρενθετικά αναφέρεται ότι οι βαθμοί του Σμηνία και του Επισμηνία στην Αεροπορία είναι οι αντίστοιχοι των βαθμών του Λοχία και του Επιλοχία του στρατού της Ξηράς.

 

Το έτος 2003, το Συμβούλιο Κρίσεων Υπαξιωματικών, με σχετική απόφασή του, έκρινε τους αιτητές και αρκετούς άλλους Υπαξιωματικούς ως προακτέους κατά αρχαιότητα.  Τα ονόματα των αιτητών και των άλλων υπαξιωματικών που είχαν κριθεί προακτέοι κατά αρχαιότητα, αναγράφηκαν στον οριστικό πίνακα των Σμηνιών της Αεροπορίας του 2003.

 

Κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις Υπαξιωματικών για το 2004, οι αιτητές συμπεριλήφθηκαν και πάλι στον οριστικό πίνακα Σμηνιών που κρίθηκαν ως προακτέοι κατ' αρχαιότητα από το Συμβούλιο Επανακρίσεων Υπαξιωματικών. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 32(1) των περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 91/90), οι Υπαξιωματικοί που κρίθηκαν προακτέοι, προάγονται μόνο αν υπάρχουν κενές θέσεις στο βαθμό στον οποίο προάγονται.

 

Με τη ψήφιση του περί Προϋπολογισμού Τροποποιητικού Νόμου του 2003, (Ν23(ΙΙ)/2004), δημιουργήθηκαν στο μεταξύ νέες θέσεις Υπαξιωματικών από 1.10 2003.  Ο Υπουργός Άμυνας ενασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και των προαναφερθέντων περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών, αποφάσισε την κατανομή των νέων θέσεων Υπαξιωματικών που ιδρύθηκαν από 1.10.2003 μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και θέσεις στο βαθμό του Επιλοχία (Επισμηνία).

 

Μετά τον καθορισμό/κατανομή των θέσεων εκείνων που θα πληρώνονταν κατά κλάδο και με βάση τη σειρά που είχαν οι υποψήφιοι για προαγωγή στους αντίστοιχους οριστικούς πίνακες κριθέντων ως προακτέων κατ αρχαιότητα Υπαξιωματικών, ο Υπουργός Άμυνας με απόφασή του ημερομηνίας 6.8.2004 προήγαγε αριθμό Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας, στον επόμενο βαθμό από 1.10.2003.  Μεταξύ των Σμηνιών που προήχθησαν στο βαθμό του Επισμηνία (Επιλοχία) περιλαμβάνονταν και οι αιτητές.

 

Η πιο πάνω απόφαση του Υπουργού Άμυνας για τις προαγωγές Υπαξιωματικών, γνωστοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους Υπαξιωματικούς με επιστολή του ημερομηνίας 6.8.2004.  Οι αιτητές όταν έλαβαν γνώση της προαγωγής τους στο βαθμό του Επισμηνία, με επιστολή του Δικηγόρου τους προς τον Υπουργό Άμυνας ημερομηνίας 10.10.2004 αποδέχτηκαν την προαγωγή τους στο βαθμό του Επισμηνία από 1.10.2003, με επιφύλαξη όμως των δικαιωμάτων τους.  Στη συνέχεια καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή με την οποία ουσιαστικά προσβάλλουν το μέρος της απόφασης ως προς την ημερομηνία προαγωγής τους.  Ισχυρίζονται ότι έπρεπε να προαχθούν αναδρομικά από 1.10.2002.

 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Το έτος 2002, οι αιτητές κατείχαν το βαθμό του Σμηνία. Επειδή πληρούσαν τις προβλεπόμενες από τους προαναφερθέντες περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμούς προϋποθέσεις κρίσης, συμπεριλήφθηκαν στη σχετική διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς (ημερ.19.5.2002) με την οποία γνωστοποιήθηκαν τα ονόματα των Υπαξιωματικών που δικαιούνταν να κριθούν από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων το οποίο κατά την τακτική σύνοδό του για το έτος 2002, έκρινε τους αιτητές και αρκετούς άλλους υπαξιωματικούς ως προακτέους κατ΄ αρχαιότητα. Τα ονόματα των αιτητών αναγράφηκαν στον οριστικό πίνακα Σμηνιών για το έτος 2002 που κρίθηκαν ως προακτέοι κατ΄ αρχαιότητα, κάτω από αύξοντα αριθμό 13 και 14 αντίστοιχα.  Αυτό ωστόσο από μόνο του δεν μπορούσε να οδηγήσει στις προαγωγές τους από το 2002, αν δεν υπήρχαν οι αντίστοιχες κενές θέσεις στο βαθμό που προορίζονταν.

 

Με τη ψήφιση του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (αρ.4) [Ν.25(ΙΙ)/03] και του περί Προϋπολογισμού Νόμου [Ν.27(ΙΙ)/03] , το 2003, δημιουργήθηκαν νέες θέσεις Υπαξιωματικών στο Στρατό της Δημοκρατίας από 1.10.2002 και ο Υπουργός Άμυνας με σχετικές αποφάσεις του ημερ.8.5.2003 προήγαγε αριθμό Υπαξιωματικών που είχαν κριθεί προακτέοι από 1.10.2002.

 

Είναι η θέση των καθών η αίτηση ότι ο λόγος που οι αιτητές, και αρκετοί άλλοι Υπαξιωματικοί, παρόλο που είχαν κριθεί προακτέοι, δεν προήχθησαν στο βαθμό του Επισμηνία από 1.10.2002, έγκειται στο ότι δεν υπήρχαν αρκετές κενές θέσεις Επισμηνίων στο Τμήμα που υπηρετούσαν. Ειδικότερα, καθώς παρατηρούν , οι προβλεπόμενες κενές θέσεις Επισμηνίων για το 2002, ήταν λιγότερες από τους κριθέντες ως προακτέους κατά αρχαιότητα Επισμηνίες του ιδίου έτους και κατά συνέπεια προηγήθηκαν οι προαγωγές των αρχαιότερων Υπαξιωματικών.  Εγείρουν λοιπόν και θέμα εννόμου συμφέροντος των αιτητών.

 

Οι αιτητές διαφωνούν με την πιο πάνω θέση των καθών η αίτηση και υποστηρίζουν ότι το έτος 2002 υπήρχαν 20 κενές θέσεις Υπαξιωματικών πέραν των θέσεων εκείνων που είχαν προβλεφθεί στον Προϋπολογισμό. Λέγουν ότι οι εν λόγω θέσεις προέκυψαν μετά από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 26.6.2002, με την οποία είχαν διοριστεί 20 Υπαξιωματικοί στο βαθμό του ανθυπολοχαγού στο στρατό της Δημοκρατίας αναδρομικά από την 1.12.1998.  Προβάλλουν συναφώς ότι ο Υπουργός Άμυνας κατά παράβαση του Κανονισμού 33(4) (της ΚΔΠ 91/90), παράνομα παρέλειψε να προχωρήσει στη διαδικασία πλήρωσής των θέσεων εκείνων που κενώθηκαν ή και δημιουργήθηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και ότι αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα των αιτητών για προαγωγή από 1.10.2002. Καταλήγουν ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για προαγωγή τους στο βαθμό του Επισμηνία από το 1.10.2002 καθότι αφενός είχαν κριθεί ως προακτέοι κατ αρχαιότητα στον βαθμό του Επισμηνία το έτος 2002 και αφετέρου υπήρχαν κενές θέσεις που ωστόσο δεν είχαν πληρωθεί.

 

Ο Κανονισμός 32 και ο Κανονισμός 33 των Περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 91/90) καθορίζουν το νομικό πλαίσιο για τις προαγωγές των υπαξιωματικών. Προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη κενών θέσεων. Παραθέτω τις σχετικές διατάξεις :

"32.-(1) Υπαξιωματικός που κρίθηκε προακτέος προάγεται εφόσο υπάρχει κενή θέση στο βαθμό για τον οποίο προορίζεται.

(2) Οι υπάρχουσες κενές θέσεις Υπαξιωματικών κατανέμονται με απόφαση του Υπουργού που εκδίδεται μετά από πρόταση του Αρχηγού, με βάση τις ανάγκες της Υπηρεσίας, κατά Κλάδο:

 

Νοείται ότι οι κενές θέσεις Υπαξιωματικών που θα δοθούν για το Στρατό Ξηράς θα διαχωριστούν σε θέσεις Υπαξιωματικών Όπλων και σε θέσεις Υπαξιωματικών Σωμάτων.

 

33.-(1) Οι προαγωγές για πλήρωση αντίστοιχων κενών θέσεων Υπαξιωματικών γίνονται από τους οριστικοποιημένους πίνακες των προακτέων.

(2) Οι προαγωγές των Υπαξιωματικών γίνονται με απόφαση του Υπουργού μέσα σε ένα μήνα από την οριστικοποίηση των πινάκων κρίσεων που αναφέρονται στον Κανονισμό 29.

(3) Σε περίπτωση που κενή θέση Υπαξιωματικού δεν μπορεί να καταληφθεί από τον Υπαξιωματικό από τον οποίο, με βάση τις πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών, πρέπει να καταληφθεί, η θέση αυτή καταλαμβάνεται από τον κατά σειρά νεώτερό του Υπαξιωματικό ο οποίος μπορεί να την καταλάβει. Κενή θέση Υπαξιωματικού δεν μπορεί να καταληφθεί από Υπαξιωματικό, αν τέτοια θέση δεν προβλέπεται για την περίπτωσή του ή η τυχόν προβλεπόμενη ή προβλεπόμενες είναι κατειλημμένες.

(4) Ανεξάρτητα από τα αναφερόμενα στην πιο πάνω παράγραφο (2) του παρόντος Κανονισμού, σε περίπτωση που μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του χρόνου μέσα στον οποίον έγιναν κρίσεις Υπαξιωματικών κενωθούν κατα οποιοδήποτε τρόπο θέσεις Υπαξιωματικών, σ' αυτές προάγονται με απόφαση του Υπουργού Υπαξιωματικοί, που με βάση τους οριστικοποιημένους πίνακες των προακτέων έχουν σειρά προαγωγής:

 

Νοείται ότι, πριν από την προαγωγή οποιουδήποτε Υπαξιωματικού που γίνεται με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου αυτής, υποβάλλεται από τον Αρχηγό δεόντως αιτιολογημένη έκθεση στον Υπουργό αναφορικά με την ύπαρξη ή μη γεγονότων που πιθανόν να εμποδίζουν την προαγωγή του."

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων τέθηκαν ενώπιον μου περαιτέρω έγγραφα και ο σχετικός διοικητικός φάκελος ως τεκμ. 1 - 4.  Ήταν και στο στάδιο αυτό η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών ότι από τα εν λόγω έγγραφα φαίνεται το αιτιολογημένο του αιτήματος τους για αναδρομική προαγωγή από τις 1/10/02 ενώ στις 8/5/03 ο Υπουργός Άμυνα·ς προήγαγε αριθμό άλλων Υπαξιωματικών.

 

Όπως ανέφερα πιο πάνω από τους καθών εγείρεται θέμα εννόμου συμφέροντος των αιτητών.  Είμαι και εγώ της άποψης ότι εφόσον οι αιτητές δεν προσέβαλαν την προαγωγή αυτών των άλλων Υπαξιωματικών δεν βλέπω με ποιό τρόπο, τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης παράλειψης , θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου των αιτητών , δηλαδή την προαγωγή τους στην επίδικη θέση αναδρομικά.  Περαιτέρω μεταξύ των 20 Υπαξιωματικών που είχαν διοριστεί με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού μόνο δύο προέρχονταν από το Τμήμα της Αεροπορίας. Συγκεκριμένα ο ένας ήταν Αρχισμηνίας Αεροπορίας και ο άλλος Ανθυπασπιστής Αεροπορίας, άρα δύο ήταν οι κενωθείσες θέσεις, οι οποίες και να πληρώνονταν δεν θα καταλαμβάνονταν από τους αιτητές, λόγω της σειράς τους (13η και 14η σειρά αντίστοιχα) στον αντίστοιχο πίνακα Σμηνιών, προακτέων κατά αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 33(4), στις κενωθείσες θέσεις προάγονται Υπαξιωματικοί που με βάση τους οριστικοποιημένους πίνακες των προακτέων έχουν σειρά προαγωγής.   Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι η παράλειψη πλήρωσης των δύο θέσεων ματαίωσε την προαγωγή των αιτητών αναδρομικά (βλ. Matsoukaris v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1469).  Στην υπόθεση Μαρία Κωλέττη κα. Ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, συνεκ. Προσφυγές 442/03 κ.α ημερ. 31/1/05 αποφασίστηκε ότι η απόφαση του Υπουργού Άμυνας αναφορικά με την κατανομή των κενών θέσεων αποτελεί ανεξάρτητη διαδικασία από την ίδια την διαδικασία των προαγωγών.

 

Αποτελεί, σύμφωνα με το Άρθρο  146(2) του Συντάγματος, προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης προσφυγής η ύπαρξη ίδιου, ενεστώτος, έννομου συμφέροντος του προσφεύγοντος το οποίο εθίγη ευθέως και αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, πράξη ή παράλειψη της διοίκησης.  Στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη "Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως" Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (1998) σελ. 157, διαβάζουμε τα εξής:

"Το έννομο συμφέρον είναι ενεστώς, όταν είναι ήδη υπαρκτό και όχι μελλοντικό ή ενδεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις ύπαρξης του, δηλαδή, η βλάβη να είναι υπαρκτή, αλλά και η νομική ή πραγματική κατάσταση ή η ιδιότητα του αιτούντος, να υφίστανται και να μην είναι μελλοντικές ή να έχουν εκλείψει. Από αυτή την άποψη, είναι ιδιαιτέρως επιτυχής η διαπίστωση, ότι το χαρακτηριστικό του ενεστώτος συνδέεται με τον απαιτούμενο βαθμό έντασης του εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να είναι βέβαιο.

 

Η νομολογία, παγίως δέχεται ότι «όταν δεν υπάρχει η ειδικώς καθορισμένη νομική κατάσταση του αιτούντος ή ο λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας του σύνδεσμος με την πράξη και η συναφής βλάβη δεν έχει επέλθει αλλά εμφανίζεται ως μέλλουσα και ενδεχόμενη, υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που καθιστά την αίτηση ακυρώσεως απαράδεκτη». Το έννομο συμφέρον χαρακτηρίζεται ως ενδεχόμενο και στην περίπτωση, που αποτελεί απλή προσδοκία, εφόσον τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτούντος. Δεν θεωρείται, επίσης, ενεστώς το έννομο συμφέρον, όταν από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει συγκεκριμένη βλάβη, αλλά προβάλλονται ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες, θα επέλθουν κατά την άποψη του αιτούντος."

 

Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υπάρχει τόσο κατά το στάδιο καταχώρησης της προσφυγής όσο και κατά το χρόνο της δίκης και της έκδοσης απόφασης (βλ. Σύνδεσμος Ιδιωτικών Φροντιστηρίων Κύπρου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 963, 965-966).

 

Είναι προφανές λοιπόν ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον κατ΄ ισχυρισμό παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εκ μέρους της Διοίκησης που δεν επηρεάζει ωστόσο άμεσα το έννομο συμφέρον των αιτητών και συνακόλουθα η προσφυγή καθίσταται απαράδεκτη.

 

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο