ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 1078/2004

 

6 Απριλίου, 2006

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΙΤΗΣ

2.  ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΕΓΚΕΡΟΥ

3.  ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

4.  ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗ

5.  ΕΛΛΗ ΦΩΤΙΟΥ

6.  ΜΑΙΡΗ ΚΑΡΑΒΙΑ

7.  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

8.  ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

9.  ΞΕΝΙΑ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

10.  ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

11.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ

Αιτητές,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθών η αίτηση.

------------------

Α. Παπαχαραλάμπους,  για τους αιτητές

Φ. Κωμοδρόμος, Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθών η αίτηση

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη, Σωτηρία Ζ. Αναστασίου (ε.μ.1) Ανδρέα Χατζηνικολή (ε.μ.2)

 

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την προσφυγή αυτή οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης της καθής η αίτηση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η «Ε.Δ.Υ.»), με την οποία προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Τεχνικού Γεωργικών Ερευνών, 1ης τάξης, στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών από 15.9.04, οι Σωτηρία Ζ. Αναστασίου και Ανδρέας Χατζηνικολής (ε.μ. 1 και 2 αντίστοιχα).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

(α) Γεγονότα που αφορούν την προαγωγή του ε.μ. 1

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος με επιστολή του ημερ. 18.6.04, ζήτησε την πλήρωση μιας μόνιμης θέσης Τεχνικού Γεωργικών Ερευνών 1ης τάξης, Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών η οποία είναι θέση προαγωγής.  Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της στις 29/6/04, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της πιο πάνω θέσης σε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία να παρευρίσκεται και ο διευθυντής του Ινστιτούτου.  Στη συνεδρία της ημερ. 19/8/04 (θέμα Β.(5)(2)(3) των πρακτικών), η Ε.Δ.Υ., αφού πρώτα προέβη σε εξέταση, έκρινε ότι προάξιμοι είναι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 1-26 του καταλόγου αρχαιότητας μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τόσο οι αιτητές όσο και τα ε.μ.  Στη συνέχεια, προσήλθε στη συνεδρία ο διευθυντής ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ε.μ.1.  Ακολούθως η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) καθώς και τον περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 2004 (Ν. 87(1)/04) και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι το ε.μ. 1 η οποία καλύπτεται από τον πιο πάνω Νόμο «είναι περίπου ισοδύναμη με τους άλλους υποψηφίους» την επέλεξε για προαγωγή από τις 15/9/04.

 

(β) Γεγονότα αναφορικά με την προαγωγή του ε.μ.2

 

Αναφορικά τώρα με τα γεγονότα της προαγωγής του ε.μ. 2, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, αυτά είναι σχεδόν ταυτόσημα με τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν.  Απλώς εδώ η διαδικασία πλήρωσης της θέσης άρχισε με επιστολή του αρμόδιου διευθυντή ημερ. 2/6/04. 

 

Οι δύο προαγωγές αφορούν θέση Τεχνικού Γεωργικών Ερευνών 1ης τάξης και η απόφαση γιαυτές λήφθηκε από το ίδιο διοικητικό όργανο (Ε.Δ.Υ.) κατά τη συνεδρία του στις 19/8/04.  Συγκεκριμένα αυτή που αφορούσε το ε.μ.2 ήταν το θέμα Β.(5)(2)(4) αυτής, ενώ αυτή που αφορούσε το ε.μ. 1 ήταν το θέμα Β.(5)(2)(3).

 

Προδικαστική Ένσταση

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ'ης η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι η υπό εξέταση προσφυγή δεν δύναται να προχωρήσει εναντίον και των δύο προσβαλλομένων πράξεων καθότι οι εν λόγω πράξεις δεν είναι συναφείς μεταξύ τους.  Οι διαδικασίες οι οποίες κατέληξαν σ' αυτές, υποστηρίζει ήταν διαφορετικές, όπως διαφορετικές ήταν και οι εκδοθείσες αποφάσεις.  Οι αιτητές, αντικρούουν το συγκεκριμένο ισχυρισμό και υποστηρίζουν τη συνάφεια των επίδικων προαγωγών.  Έχοντας δε ως δεδομένο, το ότι η απόφαση γι' αυτές λήφθηκε από το ίδιο διοικητικό όργανο κατά τη συνεδρία του στις 19/8/04 καθώς και το ότι η δημοσίευση αυτών έγινε στην ίδια επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 6414 και ημερ. 24/9/04, υποβάλλουν, ότι δεν μπορεί να υπάρξει οποιοδήποτε περιθώριο αμφισβήτησης όσον αφορά τη συνάφεια αυτών.

 

Εξέτασα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και κατάληξα ότι η πιο πάνω εισήγηση των αιτητών δε μπορεί να επιτύχει.  Σύμφωνα με συγγράμματα, τα οποία αναφέρω πιο κάτω «πράξεις ή αποφάσεις θεωρούνται συναφείς, εάν η μια πράξη ή απόφαση αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή αφορούν τον ίδιο αιτητή, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το ίδιο όργανο.» (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 273, 274, Θ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Έκδοση Τρίτη σελ. 68, Επαμεινώνδα Σπηλιωτοπούλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 5η έκδοση σελ. 518)

 

Σύμφωνα με τις ίδιες αρχές, δεν χωρεί προσφυγή με το ίδιο δικόγραφο εναντίον περισσοτέρων της μιας αυτοτελούς διοικητικής πράξεως, οι οποίες δεν είναι συναφείς.  Σε τέτοια περίπτωση η προσφυγή είναι παραδεκτή και ισχυρή μόνο όσον αφορά την πρώτη προτασσόμενη στο δικόγραφο προσβαλλόμενη πράξη.  Αναφορικά δε με το μέρος της προσφυγής που προσβάλλει άλλη πράξη, η οποία δεν είναι συναφής με την πρώτη, η προσφυγή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται (βλ. Χριστοφίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766, 770-772. καθώς και την απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση αρ. 832/96 Γεώργιος Μαυρουδή ν. Δήμου Αγλαντζιάς κ.α. ημερ. 28/4/99 και την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258).

 

Στην παρούσα υπόθεση, όπως λέχθηκε προηγουμένως, ο Γενικός διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ως η αρμόδια αρχή, ζήτησε σε δύο ξεχωριστούς χρόνους την πλήρωση των δύο επίδικων θέσεων.  Συγκεκριμένα με επιστολή ημερ. 2/6/04 ζήτησε την πλήρωση μιας κενής θέσης Τεχνικού Γεωργικών Ερευνών 1ης τάξης που θα προέκυπτε μετά την αφυπηρέτηση του κατόχου της την 1/9/04 και με δεύτερη επιστολή ημερ. 18/6/04 ζήτησε την πλήρωση ακόμα μιας ίδιας θέσης που θα προέκυπτε μετά την αφυπηρέτηση του κατόχου της την 1/10/04.

 

Η Ε.Δ.Υ. επιλήφθηκε των προτάσεων αυτών σε διάφορες ημερομηνίες (17.6.04 και 29/6/04).  Στις 19/8/04 σε ξεχωριστές διαδικασίες εξέτασε ξεχωριστά την πλήρωση της κάθε θέσης.  Ο διευθυντής  έκαμε ξεχωριστές συστάσεις.  Λήφθηκαν ξεχωριστές αποφάσεις, με ξεχωριστή αιτιολογία.  Το ε.μ. 2 Α. Χατζηνικολής προάχθηκε στη θέση που πληρώθηκε με την πρώτη πρόταση,  ενώ το ε.μ.1 Σωτηρία Ζ. Αναστασίου προάχθηκε με την πλήρωση της θέσης της δεύτερης πρότασης.  Είναι γεγονός ότι και οι δυο αποφάσεις δημοσιεύτηκαν στην ίδια επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 24/9/04 και αρ. γνωστοποίησης 6414, έγιναν όμως ξεχωριστές δημοσιεύσεις για την κάθε απόφαση.

 

Κατά την άποψη μου όλα τα πιο πάνω στοιχεία, ιδιαίτερα δε οι δημοσιεύσεις όπως έχουν, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές αποφάσεις.  Συνεπώς καταλήγω ότι οι προσβαλλόμενες προαγωγές δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους και ως εκ τούτου, με βάση την παρατεθείσα πιο πάνω νομολογία, δεν είναι επιτρεπτό να συμπροσβληθούν με την ίδια αίτηση.  Στην προκείμενη περίπτωση η προσφυγή παραμένει ισχυρή μόνο όσον αφορά την πρώτη προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη, που είναι η προαγωγή του ε.μ. 1, στην έκταση δε που αφορά την προαγωγή του ε.μ.2 πρέπει να απορριφθεί, εφόσον δεν έγινε αίτηση διαχωρισμού.

 

Εξέταση προσφυγής για την προαγωγή του ε.μ. 1

Λόγοι ακύρωσης

Προεξέχουσα θέση στους ισχυρισμούς των αιτητών προς ακύρωση της προαγωγής του ε.μ.1 έχει η σύσταση του διευθυντή, την οποία όλοι θεωρούν ως νομικά πάσχουσα, τελούσα υπό πλάνη και αναιτιολόγητη.  Ειδικότερα υποστηρίζεται ότι αυτή πάσχει γιατί έγινε χωρίς πραγματική μελέτη των φακέλων αφού ο διευθυντής δεν μπορούσε να μελετήσει τόσους φακέλους (96) μέσα στον ελάχιστο χρόνο που είχε στη διάθεσή του.  Περαιτέρω, δεν είναι γνωστό με ποιούς και πόσους προϊσταμένους διαβουλεύθηκε για τη διαμόρφωση της σύστασής του και μάλιστα προτού να γνωρίζει καν ποίοι ήσαν οι υποψήφιοι.  Οι διαβουλεύσεις δεν καταγράφονται, με αποτέλεσμα να μη δύναται να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, ούτε και αποτελούν ίσο μέτρο κρίσης αφού ο κάθε προϊστάμενος γνώριζε μόνο τους δικούς του υποψηφίους.  Υποβλήθηκε ακόμη, ότι η σύσταση είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ισοδυναμεί με ανάπλαση της εικόνας των υποψηφίων από το διευθυντή, σε αντίθεση με τα όσα καθιέρωσε η νομολογία μας.

 

Εξέτασα τους πιο πάνω ισχυρισμούς των αιτητών.  Υπάρχει ρητή αναφορά στο κείμενο του πρακτικού της Ε.Δ.Υ. ημερ. 19/8/04 ότι προτού προβεί στη σύσταση του ο διευθυντής είχε στη διάθεση του όλους τους προσωπικούς φακέλους και φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων όλων των υποψηφίων.  Πουθενά δεν αναφέρεται η χρονική διάρκεια εξέτασής τους από αυτόν, ούτε και από το σύνολο των στοιχείων που ευρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου συνάγεται το συμπέρασμα ότι η μελέτη αυτών δεν ήταν η πρέπουσα ή ότι αυτή ήταν πρόχειρη.  Εξάλλου ήδη από την πρώτη συνεδρία της Ε.Δ.Υ ημερ. 29/6/04 είχε αποφασιστεί όπως κληθεί να παραστεί στην επόμενη της συνεδρία ημερ. 19/8/04 όπου θα συζητείτο και θα λαμβάνετο απόφαση για την πλήρωση της επίδικης θέσης ο εν λόγω διευθυντής του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών.  Ο διευθυντής δηλαδή ήταν από τότε ενήμερος, ότι θα έπρεπε τη συγκεκριμένη ημερομηνία να είναι σε θέση να υποβάλει τη σύσταση του.  Έχοντας δε υπόψη του ποιά ήταν η επίδικη θέση, είχε όλο το χρόνο στη διάθεση του (από 29/6/04 - 19/8/04) να προβεί στην αναγκαία προεργασία.  Λειτουργεί επομένως το τεκμήριο της νομιμότητας και/ή κανονικότητας της επίδικης πράξης το οποίο δεν έχει ανατραπεί.  (βλ. Kousoulides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438 και Kolokotronis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 419).

 

Πρόσθετα αναφέρω ότι η ανταλλαγή απόψεων με τους προϊσταμένους των διαφόρων υπηρεσιών στις οποίες εργάζονται οι υποψήφιοι, δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης.  Το θέμα αυτό της καταγραφής με λεπτομέρεια της προσωπικής γνώσης του διευθυντή και των πληροφοριών που συνέλεξε για τους υποψηφίους από τους προϊσταμένους τους εγέρθηκε κατ' επανάληψη ενώπιον του δικαστηρίου.  Στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαφαίνεται, ότι είναι αρκετο να αποκαλύπτονται οι πηγές που διαμόρφωσαν την κρίση του διευθυντή και την προσωπική του γνώση και δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή των απόψεων που άκουσε από άλλους προϊσταμένους, μια και ο τρόπος που ο διευθυντής αξιολογεί τις απόψεις των λειτουργών που συμβουλεύεται δεν ελέγχεται δικαστικά.  Είναι επιτρεπτό για το διευθυντή να ακούσει τις απόψεις λειτουργών που προϊστανται των υπαλλήλων και να αντλήσει πληροφορίες από αυτούς ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ο ίδιος γνώμη (Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 (Δ) Α.Α.Δ. 2480, προσφ αρ. 916/96 Τατιάνα Ραχματούλινα ν. Δημοκρατίας ημερ. 9/9/99 και Πέτρος Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3  Α.Α.Δ.213).

 

Τώρα όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του διευθυντή είναι αντίθετη με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων και ως εκ τούτου αναιτιολόγητη, ούτε με αυτόν συμφωνώ.  Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί σε πάρα πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το θέμα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, αξία, προσόντα και αρχαιότητα, όπως αυτά εξάγονται από τα στοιχεία των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων.  Σύμφωνα δε με τη νομολογία, η αιτιολογία δεν πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων ούτε να δημιουργεί μια εικόνα εντελώς διαφορετική, ανατρέποντας τα υπάρχοντα δεδομένα.  Δεν πρέπει επίσης να αποτελεί απλή επανάληψη ή ανάπλαση των εν λόγω στοιχείων, χωρίς να προσθέτει κάτι.  Στη δική μας περίπτωση προσέχουμε ότι από τα στοιχεία των υπηρεσιακών/εμπιστευτικών εκθέσεων προκύπτει ότι οι αιτητές και ενδιαφερόμενο μέρος εμφανίζονται ως ισάξιοι.  Οι εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών (1999-2003) στις οποίες ο διευθυντής απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, μέσω της βαθμολογίας, δεν αφήνουν οποιαδήποτε περιθώρια αμφιβολίας ότι πρόκειται για ισάξιους υπαλλήλους.  Συγκεκριμένα οι εννέα εκ των έντεκα αιτητών βαθμολογήθηκαν σε όλα τα επιμέρους στοιχεία για την υπό αναφορά περίοδο ως «εξαίρετοι», το ίδιο δε συμβαίνει και με το ενδιαφερόμενο μέρος.  Οριακή μόνο διαφορά, και αυτή  υπέρ του ε.μ.  μπορεί να διακρίνει κάποιος έναντι των αιτητών Γ. Οικονομίδη και Δ. Πολυκάρπου.  Ειδικότερα ο αιτητής Γ. Οικονομίδης βαθμολογήθηκε γενικά ως εξαίρετος, εκτός για το έτος 2001 που συγκέντρωσε 7Ε και 1ΠΙ, ενώ ο αιτητής Δ. Πολυκάρπου βαθμολογήθηκε γενικά ως εξαίρετος μόνο για το έτος 2003.  Για τα υπόλοιπα έτη 1999-2002 συγκέντρωσε για κάθε ένα από αυτά αντίστοιχα, 7Ε και 1ΠΙ.

 

Όσον αφορά τώρα τα προσόντα, το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν απαιτεί οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα.  Τα πρόσθετα δε προσόντα που κατέχουν ορισμένοι υποψήφιοι δεν αποτελούν πλεονέκτημα και γι' αυτό ακριβώς το λόγο δεν τους δόθηκε τέτοια σημασία από το διευθυντή σε σημείο που να επηρεάσει τη σύσταση του.  Πέραν όμως αυτού, όλοι οι υποψήφιοι κρίθηκαν ότι πληρούν τη ζητούμενη δεκαεξετή υπηρεσία στη θέση Τεχνικού Γεωργικών Ερευνών, από την οποία πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στην κλιμακα Α7.  Επομένως και ως προς αυτό το νομοθετημένο κριτήριο αιτητές και ε.μ. είναι ίσοι.  Περαιτέρω και το στοιχείο της αρχαιότητας δεν αλλάζει.  Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, τόσο οι αιτητές όσο και το ε.μ. έχουν την ίδια ημερομηνία διορισμού τόσο στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση όσο και στη θέση πρώτου διορισμού.

 

Παρά την πιο πάνω γενική ισοτιμία μεταξύ αιτητών και ε.μ. (ιδιαίτερα των 9 αιτητών που είχαν την ίδια με το ε.μ. βαθμολογία), από τον προσωπικό φάκελο του ε.μ. και τα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 19/8/04 στα οποία περιέχεται και η σύσταση του διευθυντή, προκύπτει ότι το ε.μ. Σωτηρία Ζ. Αναστασίου, συγκρινόμενη με τους αιτητές, είχε υπέρ της ένα πρόσθετο κριτήριο.  Ως αδελφή πεσόντος θεωρείτο παθούσα και ως εκ τούτου είχαν πλήρη εφαρμογή στην περίπτωση της οι πρόνοιες του Ν. 87(1)/04 και ειδικότερα τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3(1) αυτού.  Παραθέτω τις σχετικές διατάξεις:

 

«3(1)  Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού με βάση τον οποίο πληρούνται κενές θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για διορισμό ή προαγωγή και κατέχουν τα προβλεπόμενα από τους σχετικούς νόμους ή κανονισμούς ή σχέδια υπηρεσίας προσόντα, προτιμώνται έναντι ανθυποψηφίων, οι οποίοι με βάση τα κριτήρια του οικείου νόμου έχουν κριθεί περίπου ισοδύναμοι μ' αυτους:

 

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου τυγχάνουν εφαρμογής μια φορά μόνο για κάθε παθόντα ή τέκνο εγκλωβισμένου, δηλαδή είτε στο στάδιο της πρόσληψης είτε στο στάδιο μιας από τις προαγωγές:

 

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε πρόσωπα που διορίσθηκαν ή προήχθησαν δυνάμει του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Με βάση λοιπόν όλα όσα προαναφέρθηκαν, είναι η άποψη μου, ότι οι εν λόγω πρόνοιες σε συνδυασμό με τη συνολική ισοδυναμία του ε.μ. με τους αιτητές, δεν παρείχαν στην προκείμενη περίπτωση στο διευθυντή τη δυνατότητα οποιασδήποτε άλλης επιλογής παρά να συστήσει το ε.μ, πράγμα που ορθά έπραξε.  Ενόψει των πιο πάνω δεδομένων και η απόφαση της Ε.Δ.Υ για την επιλογή της Σωτηρίας Ζ. Αναστασίου ήταν νόμιμη και ορθή.

 

Μια άλλη εισήγηση των αιτητών κάτω από τον τίτλο «ΓΕΓΟΝΟΤΑ» στη γραπτή τους αγόρευση, είναι ότι υπερέχουν έκδηλα του ε.μ. σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα.  Επειδή η συνολική εικόνα αιτητών και ε.μ. σε σχέση με τα συγκεκριμένα νομοθετημένα κριτήρια έχει ήδη παρατεθεί, δε θα θεωρούσα αναγκαία την οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση του υπό αναφορά λόγου ακύρωσης, ο οποίος βέβαια εκ των πραγμάτων, απορρίπτεται.

 

Ούτε όμως και ο επόμενος ισχυρισμός τους κάτω από τον ίδιο τίτλο μπορεί κατά την άποψη μου να ευσταθήσει.  Υποβάλλεται συγκεκριμένα από μέρους τους, ότι, η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση «λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, και/ή υπό ελαττωματικό όργανο, και/ή υπό οργάνου που δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο, και/ή από όργανο που δεν είχε απαρτία».  Η θέση όμως αυτή προβάλλεται εντελώς γενικά, χωρίς να εξειδικεύεται ή να αιτιολογείται καθ' οιονδήποτε τρόπο.  Ούτε κατά τη γνώμη μου υπάρχει οτιδήποτε ανάμεσα στο σύνολο των ενώπιον του δικαστηρίου στοιχείων που να μπορεί να την στηρίξει.  Συνεπώς ο συγκεκριμένος ισχυρισμός παραμένει τελείως ατεκμηρίωτος και απορρίπτεται.

 

Άλλος ισχυρισμός, αφορά την τελική απόφαση της Επιτροπής η οποία χαρακτηρίζεται ως ληφθείσα χωρίς τη δέουσα έρευνα και ως αναιτιολόγητη.  Ούτε με αυτόν τον ισχυρισμό συμφωνώ.  Συνηγορώ υπέρ της άποψης ότι η επίδικη απόφαση (Παράρτημα 7 στην ένσταση) δεν στερείται της δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας.  Στο εν λόγω παράρτημα φαίνονται όλα τα στοιχεία και κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη και εξετάστηκαν από την Ε.Δ.Υ. και δόθηκε πλήρης αιτιολογία για την επιλογή του ε.εμ.  Η αιτιολογία δε αυτή συμπληρώνεται και από τα στοιχεία των φακέλων.  Καταλήγω ότι η καθής η αίτηση ενήργησε νόμιμα, δίκαια και καλόπιστα υπό τις περιστάσεις και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του δικαστηρίου στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας.  Εξάλλου οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι του ε.μ. όπως απαιτεί η νομολογία:  ( βλ. μεταξύ άλλων, Αlexandridou v. G.T.O (1980) 3 C.L.R. 360, 367 και Vourkos and another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1442, 1449).

 

Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης, προβάλλεται από μέρους των αιτητών η αντισυνταγματικότητα του Ν. 87(1)/04, ιδιαίτερα δε των διατάξεων του άρθρου 3 αυτού, οι οποίες έτυχαν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση.  Ειδικότερα, υποστηρίζεται, ότι οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου παραβιάζουν το Άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει καθολικά την ισότητα ενώπιον του νόμου και την ίση μεταχείριση των πολιτών από τη διοίκηση, αποκλειομένης κάθε διάκρισης.

 

Κατά την άποψη μου ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί.  Η ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 28 έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων της κυπριακής νομολογίας.  Έχει δε νομολογηθεί ότι ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28(1) δεν αναφέρεται σε ακριβή αριθμητική ισότητα αλλά διασφαλίζει μόνο κατά των αυθαιρέτων διαφοροποιήσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων (βλ. μεταξύ άλλων, Argyris Mikrommatis and the Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125, 131, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1965) 3 C.L.R. 107, Republic v. Arakian and others (1972) 3 C.L.R. 294, 299 και Antoniades & Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641).

 

Eνόψει του τεκμηρίου της συνταγματικότητας των νόμων, ο εν λόγω νόμος τεκμαίρεται συνταγματικός εκτός εάν αυτός που τον αμφισβητεί (εδώ οι αιτητές) αποδείξει το αντίθετο και μάλιστα στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. μεταξύ άλλων, Attorney General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 232, The Board for Registration of Architects and Civil Εngineers v. Kyriakides, (1966) 3 C.L.R. 650, 654-655 και Μeropi Michael Loizou v. Sewage Board of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122, 127).

 

Στην κρινόμενη υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 87(1)/04, πρόσωπα τα οποία είναι «παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων» και είναι υποψήφιοι για διορισμό ή προαγωγή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, «προτιμώνται έναντι ανθυποψηφίων οι οποίοι με βάση τα κριτήρια του οικείου νόμου έχουν κριθεί περίπου ισοδύναμοι μ' αυτούς».  Νοείται δε, ότι κάθε πρόσωπο που ανήκει στην εν λόγω κατηγορία, δύναται να κάμει χρήση των συγκεκριμένων διατάξεων μόνο μια φορά, είτε στο στάδιο της πρόσληψης είτε στο στάδιο μιας από τις προαγωγές.

 

Είμαι της άποψης ότι η τάξη των παθόντων και των τέκνων εγκλωβισμένων μπορεί, λόγω της φύσης της, να αποτελέσει ιδιαίτερη κατηγορία ατόμων εξαιτίας των δεινών που τους έπληξαν.  Από τη στιγμή δε, που σύμφωνα με την επίμαχη πρόνοια, πρόσωπα της συγκεκριμένης ομάδας προτιμούνται έναντι των ανθυποψηφίων τους, μόνο αν είναι περίπου ισοδύναμοι και μόνο εφόσον κατέχουν τα προβλεπόμενα προσόντα, δεν βλέπω πώς η διάκριση που γίνεται στο προαναφερόμενο άρθρο αντίκειται στην αρχή της ισότητας.  Θεωρώ ότι οι δυο κατηγορίες προσώπων (δηλαδή υποψήφιοι που δεν ανήκουν στις εν λόγω τάξεις και υποψήφιοι που ανήκουν) εύλογα διαφοροποιούνται. Οι πρόνοιες του Νόμου που ίσχυε πριν από το Ν. 87(1)/04 και οι οποίες κρίθηκαν (κατά πλειοψηφία) ως αντισυνταγματικές (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένη Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534), ήταν πολύ διαφορετικές.

 

Αναφορικά με το ε.μ. 2 Α. Χατζηνικολή ήδη κατέληξα ότι η προσφυγή απορρίπτεται για τον προδικαστικό λόγο που ανάφερα πιο πάνω.  Όμως και αν ακόμη θα έπρεπε να εξετάσω την υπόθεση και στην ουσία της, όλα όσα ανέφερα για την περίπτωση του ε.μ. 1 ισχύουν και εδώ.  Ήταν δηλαδή και το ε.μ. 2 ισάξιο με τους αιτητές (σε όλα βαθμολογήθηκε εξαίρετος), είχε τη σύσταση του διευθυντή και ήταν επίσης πρόσωπο που καλυπτόταν από τις πρόνοιες του προαναφερθέντος νόμου 87(1)/04 ως αδελφός αγνοούμενου.  Επομένως θα απέρριπτα την προσφυγή και στην ουσία της.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθών η αίτηση και των ε.μ. 1 και 2.

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.   

 

/ΚΑΣ

                                                                                                                


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο