ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 264
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 185/2005
22 Mαρτίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ELITE DEVELOPING COMPANY LTD.,
Αιτητές,
- ν. -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ
Καθών η αίτηση.
------------------
M. Παπαπέτρου, για τους αιτητές
Α. Πανταζή-Λάμπρου (κα) Νομική Λειτουργός για το Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθών η αίτηση
.......................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών στην ιεραρχική προσφυγή με αρ. 9/04 ημερ. 10/12/04, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω προσφυγή κατά της απόφασης του Τμήματος Δημοσίων Έργων αναφορικά με το οικοδομικό έργο «Επέκταση Ορόφου και Κατασκευή Κρατητηρίων στον Αστυνομικό Σταθμό Αγ. Νάπας» αρ. προσφοράς 1/04 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων (Τμήμα Δημοσίων Έργων) προκήρυξε διαγωνισμό (Αρ.Προσφοράς 1/2004), με σχετική δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.1.2004, για το πιο πάνω οικοδομικό έργο. Η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών, ορίστηκε η 27.2.2004. Οι αιτητές ήσαν οι μόνοι προσφοροδότες που είχαν υποβάλει προσφορά για το συγκεκριμένο έργο. Το ύψος της προσφοράς τους ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ 479,500 πλέον 15% Φ.Π.Α.
Με βάση τις πρόνοιες του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου του 2003 (Ν101(Ι)/2003) και των περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) (Γενικών) Κανονισμών του 2004, (Κ.Δ.Π. 71/2004), διορίστηκε Επιτροπή Αξιολόγησης ως το αρμόδιο όργανο να αποφασίσει για το συγκεκριμένο διαγωνισμό. Ετοιμάστηκε από τον Τομέα Επιμετρήσεων του Τμήματος Δημοσίων Έργων προκαταρκτική εκτίμηση (ως προς τη δαπάνη και το συνολικό κόστος του έργου) για το ποσό των ΛΚ400.000.
Η εν λόγω Επιτροπή μελέτησε την προσφορά που υποβλήθηκε και διαπίστωσε τα πιο κάτω:
(α) Η προσφορά ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες και τους όρους των εγγράφων.
(β) Η προσφορά που υποβλήθηκε ήταν κατά£79.500,-ψηλότερη από το ποσό εκτίμησης του Τμήματος και λαμβανομένου υπόψη ότι στο ποσό της προσφοράς περιλαμβάνεται ποσό £168.000 για ποσά βασικού κόστους και ποσά προνοίας, η απόκλιση της προσφοράς από την εκτίμηση του Τμήματος (η οποία στάληκε στο Γενικό Λογιστή στις 25/204) ανέρχεται στα 34%.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης της προσφοράς των αιτητών, η Επιτροπή Αξιολόγησης ενημερώθηκε ότι οι προσφορές για τις υπεργολαβίες ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών που είχαν προκηρυχθεί ξεχωριστά από το Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών και σχετίζονταν άμεσα με το έργο, είχαν στο μεταξύ ακυρωθεί και επρόκειτο να επαναπροκηρυχθούν.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης συνήλθε σε τρείς συνεδρίες (10.5.04, 24.5.04, και 10.6.04) και αφού αξιολόγησε την μοναδική προσφορά που ήταν αυτή των αιτητών, αποφάσισε ομόφωνα να ακυρώσει τον εν λόγω διαγωνισμό για τους τέσσερις λόγους που κατέγραψε στη σχετική έκθεσή της και που ήσαν οι εξής:
(α)Υποβλήθηκε μία μόνο προσφορά η οποία ήταν κατά 34% πιο ψηλή από την εκτίμηση του τμήματος .
(β) Οι προσφορές για τις διορισμένες υπεργολαβίες ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων θα επαναπροκηρυχθούν.
(γ)Πρόκειται για ανέργεση ορόφου σε υφιστάμενο κτίριο όπου η εμπλοκή των υπεργολάβων ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων είναι σχεδόν απαραίτητη αμέσως μετά την έναρξη του έργου και
(δ) Λόγω της καθυστέρησης που όπως φαίνεται θα παρατηρηθεί στα Ηλεκτρομηχανολογικά, η παράταση της ισχύος της προσφοράς αυτής θα είχε σαν επακόλουθο το Δημόσιο να επιβαρυνθεί με πρόσθετο κόστος λόγω αυξήσεων σε εργατικά και υλικά εφόσον ο βασικός δείκτης εργατικών και υλικών είναι αυτός της υποβολής της προσφοράς.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων με επιστολή του ημερ. 2.7.04 ενημέρωσε τους αιτητές για την απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης σημειώνοντας συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«1.Η Επιτροπή Αξιολόγησης του Τμήματος αφού μελέτησε/αξιολόγησε την μοναδική προσφορά που λήφθηκε, αποφάσισε με βάση το άρθρο 26(4)(γ) των περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Κανονισμών του 2004 , να ακυρώσει τη διαδικασία του διαγωνισμού επειδή η τιμή του μοναδικού προσφοροδότη που πληρούσε όλους τους όρους της προσφοράς Elite Developing Co Ltd , είναι εξωπραγματική.
.........................................»
Οι αιτητές διαφώνησαν με την πιο πάνω απόφαση και με επιστολή τους ημερομηνίας 5.7.2004 προς το Τμήμα Δημοσίων Έργων προέβαλαν τις θέσεις τους.
Στις 15.7.04 καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών (πιο κάτω Αναθεωρητική Αρχή), προσβάλλοντας το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων ημερομηνίας 2.7.04. Στη συνέχεια, η Αναθεωρητική Αρχή αφού μελέτησε τα επιχειρήματα των αιτητών και του Τμήματος Δημοσίων Έργων, όπως αυτά καταγράφηκαν στις γραπτές τους παραστάσεις και αναλύθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον της και αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων περιλαμβανομένων των εγγράφων του διαγωνισμού και των σχετικών νόμων και κανονισμών, αποφάσισε, ομόφωνα, στις 10/12/04 την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών. Την ίδια μέρα με επιστολή της, κοινοποίησε στους αιτητές την απόφασή της να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή. Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή και προσβάλλουν την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής τους.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Πρώτος βασικός λόγος για τον οποίο προσβάλλεται η προαναφερόμενη διοικητική πράξη είναι ότι στερείται της δέουσας αιτιολόγησης. Είναι η θέση των αιτητών ότι η Αναθεωρητική Αρχή υιοθέτησε τα συμπεράσματα της Επιτροπής Αξιολόγησης και προέβη στην απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής χωρίς επαρκή αιτιολογία. Η αιτιολογία που δόθηκε για την απόρριψη της προσφοράς των αιτητών ως εξωπραγματικής, ήταν ανεπαρκής και αντιφατική και ούτε αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής δεν εμπεριέχεται η αναγκαία αιτιολόγηση για την κρίση της , όπως επιβάλλει η νομολογία και οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Περιορίστηκε απλά στο ότι η προσφορά ήταν πολύ ψηλή σε σχέση με την εκτίμηση του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Δεν υπήρχε ωστόσο οποιαδήποτε εκτίμηση, δεόντως συμπληρωμένη που να καταλήγει σε συγκεκριμένη ανάλυση του κόστους της προσφοράς. Το εν λόγω Τμήμα δεν έχει εξηγήσει ή τεκμηριώσει με ποιόν τρόπο ή σε ποια στοιχεία βασίστηκε ως προς τους υπολογισμούς του αναφορικά με την εκτίμησή του για τη δαπάνη του έργου. Υποδεικνύουν ότι η εκτίμηση εκείνη του Τμήματος ημερ. 19.2.04 (προκαταρκτική εκτίμηση της δαπάνης και του συνολικού κόστους του έργου), δεν αποτελούσε στοιχείο της προσφοράς, ούτε αναφέρετο στα έγγραφα της και επομένως δεν δεσμεύει τους αιτητές. Λέγουν επίσης ότι η εν λόγω εκτίμηση (αναφορικά με τη δαπάνη του έργου) έγινε χωρίς δελτίο ποσοτήτων με αποτέλεσμα οι υπολογισμοί να γίνουν κατά προσέγγιση, γεγονός το οποίο και καθιστά την εκτίμηση εκείνη του Τμήματος Δημοσίων Έργων πρόχειρη, αυθαίρετη και ανακριβή. Καταλήγουν ότι η Αναθεωρητική Αρχή στηρίζοντας την κρίση της στο ατεκμηρίωτο συμπέρασμα του Τμήματος Δημοσίων Έργων ότι η προσφορά των αιτητών ήταν εξωπραγματική, καθίσταται ανεπαρκής και αναιτιολόγητη.
Σε συνάρτηση με τους πιο πάνω ισχυρισμούς τους, οι αιτητές διατείνονται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Λανθασμένα υπολογίστηκε ότι η προσφερόμενη τιμή/εκτίμηση κοστολόγηση του έργου από τους αιτητές ήταν κατά 34% μεγαλύτερη από την υπολογισθείσα εκτίμηση του Τμήματος καθότι η Επιτροπή λανθασμένα προέβηκε στην αφαίρεση των ποσών προνοίας και απρόβλεπτων ποσών από την συνολική τιμή της προσφοράς των αιτητών .
Λέγουν επίσης ότι εφόσον οι προσφορές αναφορικά με τις υπεργολαβίες των Ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών είχαν ακυρωθεί κατά τη διάρκεια που εξεταζόταν η δική τους προσφορά, το Τμήμα Δημοσίων Έργων θα μπορούσε να καλέσει τους ιδίους ως τους μοναδικούς προσφοροδότες να υποβάλουν τιμές και για τις εν λόγω υπεργολαβίες των ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών, σύμφωνα με τους όρους των προσφορών των υπεργολαβιών. Όλα τα πιο πάνω δεδομένα ωστόσο δεν λήφθηκαν υπόψη από την Αναθεωρητική Αρχή κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασής της και συναφώς λανθασμένα απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή τους. Τέλος, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το Τμήμα Δημοσίων Έργων ενεργώντας, κατά παράβαση του άρθρου 6 του Ν.102(1)/97, δεν κάλεσε τους αιτητές σε συνάντηση για διαπραγμάτευση της τιμής, αλλά προέβηκε στην ακύρωση του διαγωνισμού.
Το θεωρώ εδώ ως κατάλληλο στάδιο να παραθέσω τις πρόνοιες του άρθρου 26(4)(γ) των προαναφερθέντων κανονισμών του 2004, το οποίο διαλαμβάνει ως εξής:
«26(1) Όπου την εξουσία για την ανάθεση σύμβασης έχει το Συμβούλιο Προσφορών, αυτό αφού μελετήσει την έκθεση αξιολόγησης που προβλέπεται στον Κανονισμό 25, την έκθεση της ad hoc τεχνικής επιτροπής, όπου εφαρμόζεται και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία τεθούν ενώπιον του, έχει εξουσία, ανάλογα με την περίπτωση, να αναθέσει τη σύμβαση σε συγκεκριμένο προσφέροντα, να απορρίψει οποιαδήποτε προσφορά ή να ακυρώσει τη διαδικασία του διαγωνισμού.
(4) Ακύρωση διαγωνισμού δύναται να αποφασιστεί για έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους λόγους:
..................................................................................................................
(γ) όταν οι τιμές όλων των προσφορών που πληρούν τους όρους και τις τεχνικές προδιαγραφές των εγγράφων προσφορών είναι εξωπραγματικές ή φαίνονται να είναι προϊόν προσυνεννόησης μεταξύ των προσφερόντων, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η έννοια του υγιούς ανταγωνισμού.»
Σχετικός είναι και ο όρος 18 των ΟΔΗΓΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΟΡΟΔΟΤΕΣ που διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«18. Δικαίωμα αποδοχής ή απόρριψης οποιασδήποτε ή όλων των προσφορών.
Ο Εργοδότης δεν δεσμεύεται να αποδεχτεί τη χαμηλότερη ή οποιαδήποτε άλλη προσφορά. Ο Εργοδότης έχει το δικαίωμα να ακυρώσει τις προσφορές, χωρίς να έχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των προσφοροδοτών και χωρίς να είναι υπόχρεος να δώσει λόγους για την ακύρωση.»
Με υπόβαθρο τα πιο πάνω, κρίνω ότι το πρώτο θέμα που θα εξεταστεί, είναι το κατά πόσο η Αναθεωρητική Αρχή έχει δεόντως αιτιολογήσει την κρίση της να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών.
Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής και, για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, θεωρώ ότι σε αυτό περιέχεται πλήρης, επαρκής και σαφής αιτιολογία της κρίσης της . Η Αναθεωρητική Αρχή αναφέρει στην απόφασή της τα βασικά στοιχεία που οδήγησαν στη διαμόρφωση της κρίσης της και τους λόγους εκείνους που την ώθησαν στη συγκεκριμένη κατάληξή της, όπως αυτό επιτάσσει η νομολογία και οι αρχές της χρηστής διοίκησης. Η Αναθεωρητική Αρχή επεξηγεί στην απόφασή της για το πώς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τιμή είναι εξωπραγματική υιοθετώντας ουσιαστικά την ανάλυση της Επιτροπής Αξιολόγησης, που βασίζεται σε σύγκριση της προσφερόμενης από τους αιτητές τιμής με την εκτιμώμενη αξία (δαπάνη) του έργου από το Τμήμα Δημοσίων Έργων. Η υποχρέωση του εν λόγω τμήματος να προβεί και να διενεργήσει την εν λόγω εκτίμηση πηγάζει από τον περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμο του 1997 (Ν. 102(Ι)/97 όπως τροποποιήθηκε) και τους περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικούς) Κανονισμούς του 1999 (ΚΔΠ 104/99) οι οποίοι ήταν σε ισχύ όταν προκηρύχθηκε και υποβλήθηκε η συγκεκριμένη προσφορά. Από την ημερομηνία προκήρυξης του επίδικου διαγωνισμού (ήτοι 30.1.04) μέχρι την 1.4.04, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, ΄Εργα και Υπηρεσίες) Νόμος του 2003 Ν.101(Ι)/2003), το Τμήμα Δημοσίων Έργων όφειλε να ενεργεί κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως τότε ισχύουσα νομοθεσία. Στον καν. 11(2) της Κ.Δ.Π. 104/99 προνοείται ρητά η ετοιμασία «αντικειμενικής εκτίμησης κόστους » κατά την υποβολή των εγγράφων του διαγωνισμού στον Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών και στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας. Ορθά λοιπόν η Αναθεωρητική Αρχή, στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμόζοντας το νομοθετικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέβη στην ετοιμασία της εν λόγω εκτίμησης. Το γεγονός ότι η εκτίμηση έγινε στις 25.2.04 (2 μέρες πριν την τελευταία ημερομηνία λήξης της υποβολής των προσφορών) φανερώνει ότι η εκτίμηση ήταν έγκυρη και ότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο σύγκρισης για σκοπούς αξιολόγησης της προσφοράς των αιτητών που συγκεκριμένα είχε υποβληθεί στις 27.2.04 (ήτοι την τελευταία ημερομηνία λήξης της υποβολής προσφορών). Ορθά λοιπόν η εν λόγω εκτίμηση του Τμήματος Δημοσίων Έργων θεωρήθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή, στοιχείο του διοικητικού φακέλου το οποίο και έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την κρίση της επί της ιεραρχικής προσφυγής.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς των αιτητών περί πρόχειρου, αυθαίρετου και ανακριβούς υπολογισμού του κόστους, λόγω του ότι η εν λόγω εκτίμηση έγινε χωρίς δελτίο ποσοτήτων, κρίνω ότι δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται. Η συγκεκριμένη προσφορά έχει προκηρυχθεί με τη μέθοδο «Προδιαγραφές και Σχέδια για ένα κατά αποκοπή ποσό». Στον Τόμο Α των Εγγράφων των προσφορών αναγράφεται (και μάλιστα στο εξώφυλλο του )ότι ο διαγωνισμός θα διεξαγόταν χωρίς δελτία ποσοτήτων.
Από τη στιγμή που οι αιτητές είχαν λάβει γνώση του γεγονότος και είχαν αποδεχθεί το συγκεκριμένο εκείνο όρο της προσφοράς ανεπιφύλακτα, χωρίς διαμαρτυρία κατά την υποβολή της προσφοράς τους, δεν νομιμοποιούνται εκ των υστέρων να αμφισβητούν την νομιμότητα του. Η αντίφαση αυτή στη στάση των αιτητών φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, όπως τούτο έχει εξηγηθεί από τη νομολογία. (βλ. μεταξύ άλλων την απόφαση της Ολομέλειας στην Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 884 και την υπόθεση Κάππας ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, (2000) 3 Α.Α.Δ. 36).
Επιπρόσθετα, σημειώνω ότι το γεγονός ότι η εκτίμηση του Τμήματος Δημοσίων Έργων έγινε χωρίς Δελτίο Ποσοτήτων συνάδει με τις διατάξεις του καν. 8 της Κ.Δ.Π. 104/99 (όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 157/01), ο οποίος ορίζει ότι μόνον για οικονομικά έργα με εκτιμημένη αξία οικοδομικών εργασιών πέραν των ΛΚ300.000, απαιτείται υποβολή αναλυτικών δελτίων ποσοτήτων. Στην προκείμενη περίπτωση, η εκτιμημένη αξία των οικοδομικών εργασιών ανερχόταν στις ΛΚ232.000 και άρα δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των έργων για τα οποία χρειαζόταν να ετοιμαστούν δελτία ποσοτήτων Ο ισχυρισμός λοιπόν των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας απορρίπτεται.
Ούτε η θέση των αιτητών ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα ευσταθεί. Τα ποσά Προνοίας και τα ποσά Βασικού Κόστους για το συνολικό ποσό των ΛΚ168.000 ήταν καθορισμένα και σταθερά για όλους τους πιθανούς προσφοροδότες του συγκεκριμένου διαγωνισμού όπως το γεγονός αυτό καταγράφεται ρητά στον Τόμο Α των Εγγράφων της Προσφοράς στη σελίδα 22, κάτω από το Γενικό Τίτλο «ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΣΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ» και τον υπότιτλο «Ποσά Προνοίας και Ποσά Βασικού Κόστους» και τα οποία περιλαμβάνονταν στο συνολικό ποσό της προσφοράς των αιτητών και στο συνολικό ποσό εκτίμησης του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Συναφώς αναφέρεται στην απόφασή της Αναθεωρητικής Αρχής, ότι ήταν ορθό να μη ληφθεί υπόψη και να αφαιρεθεί το σταθερό ποσό ύψους ΛΚ168.000 (για τα ποσά προνοίας και τα ποσά βασικού κόστους) από το συνολικό ποσό της προσφοράς των αιτητών και από το συνολικό ποσό της εκτίμησης του Τμήματος Δημοσίων Έργων για σκοπούς σύγκρισής τους.
Είναι πρόδηλο λοιπόν, ότι η Αναθεωρητική Αρχή, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε υπόψη της τη σχετική νομοθεσία και κανονισμούς, όλες τις προηγηθείσες ενέργειες, τους λόγους στους οποίους στήριξε την απόφασή της η Επιτροπή Αξιολόγησης καθώς και τη σχετική αλληλογραφία (επιστολές διαμαρτυρίας των δικηγόρων των αιτητών). Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι η απόφαση λήφθηκε μετά από τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας.
Σύμφωνα με τους περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Γενικούς Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 71/2004) οι οποίοι εκδόθηκαν και ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα τον Καν.26(4)(γ), που παράθεσα ήδη πιο πάνω, είναι δυνατή η ακύρωση διαγωνισμού «όταν οι τιμές όλων των προσφορών που πληρούν τους όρους και τις τεχνικές προδιαγραφές των εγγράφων προσφορών είναι εξωπραγματικές....». Η εξουσία του Τμήματος Δημοσίων Έργων να ακυρώσει το διαγωνισμό προκύπτει και από τον όρο 18 των Προσφορών που ήδη παράθεσα πιο πάνω. Καταλήγω λοιπόν ότι η Αναθεωρητική Αρχή διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα αναφορικά με την επίδικη προσφορά, δεν πλανήθηκε αναφορικά με οποιαδήποτε πραγματικά στοιχεία, αιτιολόγησε δε επαρκώς την απόφασή της και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί των αιτητών περί του αντιθέτου, κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς