ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 945/2004

 

24 Φεβρουαρίου 2006

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ  146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΑΒΕΛΙΔΗΣ

Αιτητής,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.  ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθών η αίτηση.

 

------------------

 

Α. Παπαχαραλάμπους με Ε. Παπαχαραλάμπους (κα),  για τον αιτητή

Φ. Κωμοδρόμος με Ν. Μιχαηλίδη, Νομικοί Λειτουργοί για Γενικό Εισαγγελέα,  για τους καθών η αίτηση

Καμιά εμφάνιση, για τα ενδιαφερόμενα μέρη

 

-----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των  καθών η αίτηση που δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, Τόμος XLV αρ. 32, ημερ. 9/8/04 με την οποία προήγαγαν στη μόνιμη θέση του Αστυνόμου Α΄ τα ενδιαφερόμενα μέρη (ε.μ.) 1. Μαριάννα Φραντζή, 2. Λάμπρο Θεμιστοκλέους και 3. Ανδρέα Κρόκο από τις 2/8/04, κατά προτίμηση και/ή αντί του αιτητή, είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ:

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα επικαλείται ο αιτητής στην αίτηση του, είναι απλά και έχουν περιληπτικά ως εξής:

Ο αιτητής που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Αστυνόμος Β΄  έχει εγγραφεί στην Αστυνομική Δύναμη στις 6/2/64 και κατά το χρόνο καταχώρησης της προσφυγής βρισκόταν σε προαποαφυπηρετική άδεια.  Κατείχε όλα τα απαιτούμενα από το νόμο και κανονισμούς προσόντα για προαγωγή στην επίδικη θέση του Αστυνόμου Α΄ και υπερείχε έκδηλα όλων των ε.μ. σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα.  Επιφυλάσσει το δικαίωμα να παρουσιάσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης «μαρτυρία, πρόσθετα γεγονότα και/ή ισχυρισμούς».

 

Σημειώνω εδώ ότι όπως έχει διευκρινιστεί από την πλευρά των καθών η αίτηση και είναι επίσης αποδεκτό από τον αιτητή, τόσο ο ίδιος όσο και τα ε.μ. ήσαν προσοντούχοι για προαγωγή λόγω σύντμησης της απαιτούμενης υπηρεσίας στο βαθμό του Αστυνόμου Β΄, που έγινε από τον Αρχηγό Αστυνομίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 20(β)(ιιι) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΗ:

Με την προσφυγή του ο αιτητής προβάλλει διάφορους λόγους ακύρωσης αλλά με τη γραπτή του αγόρευση προώθησε τους ακόλουθους:

(α) Μεροληπτική, αναιτιολόγητη και χωρίς τη δέουσα έρευνα η έκθεση της Επιτροπής.

(β)  Έκδηλη υπεροχή του αιτητή

(γ)  Μεροληπτική και αναιτιολόγητη η σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας

(δ)  Έλλειψη δέουσας και επαρκούς έρευνας

(ε)  Αναιτιολόγητη η απόφαση των καθών η αίτηση

 

Αναφορικά με τον (α) λόγο αφού οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή παραθέτουν στην αγόρευση τους αυτούσιες τις συστάσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης για το καθένα από τα ε.μ. και τον αιτητή, ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: 

«Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι είναι μεροληπτική και χωρίς τη δέουσα έρευνα η σύσταση της Επιτροπής, διότι ενώ ο αιτητής, υπερέχει των Ε.Μ. σε προσόντα και αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, εντούτοις έχουμε μεροληπτική αντιμετώπιση από την Επιτροπή.

 

Η Επιτροπή χαρακτηρίζει τα Ε.Μ. 1 και 2 εξαίρετους στην αξία και πολύ καλούς στα προσόντα.  Χαρακτηρίζει το Ε.Μ. 3 εξαίρετος στην αξία και στα προσόντα, ενώ συστήνει τον αιτητή ως πολύ καλό σε αξία και καλό σε προσόντα.»

 

Προχωρούν οι συνήγοροι και εξηγούν ότι το ε.μ. 3 Κρόκος που είναι απλώς απόφοιτος στη Σχολής Μιτσή Λεμύθου χαρακτηρίζεται ως «εξαίρετος» στα προσόντα ενώ ο αιτητής που είναι πτυχιούχος νομικής χαρακτηρίζεται ως «καλός».  Θα ασχοληθώ με το παράπονο αυτό σε κατάλληλο στάδιο πιο κάτω.

 

Παραπονείται ο αιτητής ότι η Επιτροπή αρχίζει την έκθεση της με απαράδεκτο τρόπο αφού αναφέρει για τον αιτητή ότι «Πρόκειται για αξιωματικό που έχει φύγει από την υπηρεσία.  Ευρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια από 6/6/04»

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό, δε θεωρώ την πιο πάνω διατύπωση ως «απαράδεκτη» αφού αυτό που αναφέρεται είναι η πραγματικότητα.  Άλλωστε ότι ο αιτητής ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε τέτοια άδεια είναι ορθό και το αναφέρει και ο ίδιος στην αίτηση του.  Δεν ανάφερε η Επιτροπή ότι ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα για προαγωγή, κάτι που θα ήταν ενάντια των προνοιών του Καν. 16 των  προαναφερθέντων Κανονισμών.

 

Ο αιτητής θεωρήθηκε υποψήφιος αλλά η Επιτροπή προτίμησε να συστήσει (όπως έπραξε και αργότερα ο Αρχηγός Αστυνομίας) άλλους υποψήφιους μεταξύ των οποίων και τα ε.μ. κρίνοντας, για τους λόγους που φαίνονται στα σχετικά πρακτικά, ότι ήταν προς το συμφέρον της υπηρεσίας να προτιμηθούν πρόσωπα που θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερο στην υπηρεσία.  Τέτοια ενέργεια, δηλαδή η συνάρτηση του θέματος του καταλληλότερου υποψηφίου και με την ευκαιρία που θα έχει ή όχι, λόγω επικείμενης αφυπηρέτησης, ο υποψήφιος να προσφέρει στη θέση, ήταν νομικά επιτρεπτή (βλ. μεταξύ άλλων Georghiades & Another v. Rep. (1966) 3 C.L.R. 827 και Andreou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 379 και τα συγγράμματα Κυριακόπουλου «Διοικητικό Δίκαιο των Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων» έκδοση 1954, σελ. 302-305 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 349).  Στη δική μας περίπτωση υπήρξε άμεση ανάγκη για στελέχωση των θέσεων Αστυνόμου Α΄για τις οποίες είχε δημιουργηθεί πρόβλημα στην όλη διοίκηση της αστυνομικής δύναμης.   γιαυτό άλλωστε και έγινε σύντμηση της υπηρεσίας στη θέση Αστυνόμου Β΄ για να επιτευχθεί η πλήρωση των θέσεων.  Εξυπηρετείτο λοιπόν καλύτερα η υπηρεσία όπως μεταξύ κατάλληλων υποψηφίων προτιμηθούν αυτοί που θα εκτελούσαν στην πράξη τα καθήκοντα της θέσης.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μεροληψίας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή αναφέρονται σε διάφορες διατυπώσεις στην έκθεση της Επιτροπής που κατά τον ισχυρισμό τους αποδεικνύουν την μεροληψία υπέρ των ε.μ.   Μεταξύ άλλων ισχυρίζονται τα εξής:

 

«Στη σελίδα 65 για το Ε.Μ.1 η Επιτροπή που κατέχει πτυχίο Νομική¦ αναφέρει:

 

«Η κα Φραντζή έχει ακαδημαϊκή μόρφωση και είναι άριστος γνώστης νομικών και άλλων θεμάτων.  Στο επιχειρησιακό τομέα δεν έχει εμπειρίες αλλά διαθέτει γνώσεις, διοικητικές και ηγετικές ικανότητες που την καθιστούν ικανή για να αποδώσει στον επόμενο βαθμό».

 

Για τον Αιτητή, η Επιτροπή αναφέρει:

 

«Πρόκειται για μορφωμένο αξιωματικό με ακαδημαϊκή μόρφωση, αλλά με ελλείψεις στον επιχειρησιακό τομέα και στο Ανώτατο Διοικητικό και Διευθυντικό επίπεδο.  Οι εμπειρίες που απόκτησε από την ημερομηνία προαγωγής του στο βαθμό του Αστυνόμου Β΄είναι περιορισμένη.  Καμιά αναφορά στην ικανότητα του Αιτητή και στην εμπειρία του.  Τοποθετήθηκε στην Εισαγγελία και υπηρέτησε άριστα τη θέση αυτή με αποτέλεσμα να διορισθεί υπεύθυνος της Εισαγγελίας από 20.2.04.»

 

Παραπονούνται οι συνήγοροι ότι καμιά μνεία δε γίνεται για τις εμπειρίες του αιτητή και ότι εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά.  Ενώ η Επιτροπή υπερτονίζει ότι δε συστήνει για προαγωγή τον αιτητή επειδή έχει αφυπηρετήσει, ταυτόχρονα υπερτονίζει και το ότι δεν έχει το δικαίωμα να προβεί σε αρνητικές συστάσεις απλά και μόνο γιατί ο υποψήφιος έχει αναχωρήσει σε προαφυπηρετική άδεια. 

 

Εξέτασα όλα τα πιο πάνω και γενικά όσα ισχυρίζονται οι συνήγοροι του αιτητή.  Όμως αυτά αποτελούν απλούς ισχυρισμούς και ερμηνεία των διατυπώσεων της Επιτροπής που δίνουν η πλευρά του αιτητή.  Σύμφωνα με νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Soteriadou & Others. V. Republic (1983) 3 C.L.R. 921 και Ιακωβίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28), η έλλειψη αντικειμενικότητας και/ή η προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα και όχι με απλούς ισχυρισμούς.  Εδώ ο αιτητής, παρόλο που επιφύλαξε το δικαίωμα να παρουσιάσει  μαρτυρία για απόδειξη των εν λόγω ισχυρισμών του, δεν το έχει πράξει.   Έτσι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν μπορούν να ευσταθήσουν.

 

Άλλος  λόγος που προωθείται από πλευράς του αιτητή είναι ο ισχυρισμός του ότι έχει έκδηλη υπεροχή έναντι και των τριών ενδιαφερομένων μερών στα κριτήρια «προσόντα, αρχαιότητα, πείρα και εμπειρία» χωρίς να υστερεί έναντι τους στο κριτήριο «αξία».  Αναφορικά με τα προσόντα τονίζει το γεγονός ότι ο ίδιος έχει πτυχίο νομικής και είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο των δικηγόρων και ότι τα τελευταία χρόνια είχε διατελέσει υπεύθυνος της Εισαγγελίας στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού.   Από τα ε.μ. μόνο το εμ. 1 (Μαριάννα Φραντζή) έχει πτυχίο νομικής, οι δε άλλοι δύο είναι απλώς απόφοιτοι γυμνασίου.  Όμως η Επιτροπή Αξιολόγησης χαρακτήρισε τον ίδιο πολύ καλό σε προσόντα και το ε.μ. 3 (Κρόκος) ως εξαίρετο. 

 

Εξέτασα και αυτό τον ισχυρισμό.  Παρόλο που προβλημάτισε κάπως, τελικά δε βρίσκω να είχε  η παρατήρηση και/ή εκτίμηση αυτή της Επιτροπής τέτοια σημασία που από μόνη της να επηρέαζε την τελική απόφαση του Υπουργού για προτίμηση των ε.μ. (ιδιαίτερα του 3 για τον οποίο είναι πιο έντονο το παράπονο) αφού μεσολάβησε και η σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας η οποία χαρακτήρισε τον αιτητή ως «εξαίρετο» αναφορικά με τα προσόντα.  Αποδυναμώθηκε δηλαδή η αναφορά της Επιτροπής που τον χαρακτήρισε απλώς «πολύ καλό».

 

Στην όλη εκτίμηση των προσόντων του αιτητή και των ε.μ. φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη  και τα διάφορα σεμινάρια και μετεκπαίδευση που σχετίζονταν με τα καθήκοντα τους, στα οποία, όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, όλα τα ε.μ. (ιδιαίτερα τα ε.μ.1 και ε.μ. 2) είχαν πολύ περισσότερη συμμετοχή.  Ο Αρχηγός Αστυνομίας  παρουσιάζει το ε.μ. 3 (Κρόκο) ως «πολύ καλός» στα προσόντα αλλά ως «εξαίρετος» στην αξία για τους λόγους που αναφέρει στην επιστολή του ημερ. 30/7/04 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους για τους οποίους συστήθηκαν τα ε.μ. όπως φαίνονται στην εν λόγω επιστολή, δε βρίσκω οτιδήποτε στις αγορεύσεις των συνηγόρων του αιτητή που να δείχνει ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης ή ο Αρχηγός Αστυνομίας βασίστηκαν σε λανθασμένη εκτίμηση γεγονότων.  Δεν αναφέρουν οτιδήποτε στις συστάσεις τους υπερ των ενδιαφερομένων μερών που να συγκρούεται με τα στοιχεία των σχετικών φακέλων.  Είναι σαφώς νομολογημένο ότι για να επιτύχει ο αιτητής στην προσφυγή θα πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή σε όλα τα κριτήρια ιδιαίτερα στο κριτήριο «αξία».  Εδώ, όσον αφορά το κριτήριο αξία, ο αιτητής δεν επικαλείται τέτοια υπεροχή.  Απλώς αναφέρει ότι δεν υστερεί από τα ε.μ., κάτι όμως που δεν είναι αρκετό.    Αναφορικά με την αρχαιότητα και πείρα παρόλο που ο αιτητής εγγράφηκε πρώτος στην αστυνομική δύναμη, στη θέση του Αστυνόμου Β΄ προάχθηκε την ίδια ημερομηνία που προάχθηκαν και τα ε.μ. δηλαδή 15/5/03 ούτως ώστε και η αρχαιότητα να μη χαρακτηρίζεται ως ουσιώδης.  Άλλωστε η πείρα σχετίζεται και με τα καθήκοντα που εκτελούσε ένα πρόσωπο, και εδώ τα ε.μ. φαίνεται να είχαν υπηρετήσει σε περισσότερους τομείς της υπηρεσίας παρά τον αιτητή.

 

Τέλος η πλευρά του αιτητή παραπονείται για έλλειψη της δέουσας ή επαρκούς έρευνας και για έλλειψη αιτιολογίας.  Από τα γεγονότα της υπόθεσης όπως φαίνονται στα σχετικά πρακτικά (πρώτα της Επιτροπής Αξιολόγησης μετά στη σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας και τέλος στην απόφαση του Υπουργού) προκύπτει ότι και αυτοί οι λόγοι δεν ευσταθούν.  Φαίνεται εκεί ότι έγινε πλήρης και λεπτομερής έρευνα του θέματος και παρέχονται επαρκείς λόγοι γιατί προτιμήθηκαν τα ε.μ. και όχι ο αιτητής.  Από τη στιγμή που ο αιτητής δε συστήθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας η ενέργεια του Υπουργού να επικεντρωθεί σε άλλους υποψηφίους μεταξύ των οποίων και τα ε.μ. είναι νομικά ορθή. 

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθών η αίτηση στο ποσό των £300.

 

Η επίδικη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο