ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 87/2004)
3 Φεβρουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΑΚΩΒΟΣ (ΓΙΑΚΟΥΜΗΣ) ΚΟΛΟΚΑΣΗ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/΄Η
2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή.
Ν. Κέκκος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή ζητείται ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία αυτοί ακύρωσαν την άδεια κατοχής και/ή χρήσης που είχε παραχωρηθεί στον αιτητή, την 1.9.1986, αναφορικά με το γνωστό λουτρό «Ομεριέ» στη Λευκωσία το οποίο είναι Βακούφικη περιουσία.
Στην ένσταση αναφέρονται διάφοροι λόγοι για τους οποίους η προσφυγή δεν θα πρέπει να πετύχει, μεταξύ των οποίων είναι και το ότι ο αιτητής δεν υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στην εξ Υπουργών Επιτροπή, όπως προβλέπεται από το άρθρο 10 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε (Ν 139/91 - 59(Ι)/2003).
Το ζήτημα που θεωρώ σημαντικό να εξετάσω ευθύς εξ αρχής είναι το κατά πόσο το θέμα που εγείρεται στην παρούσα προσφυγή εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ή στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου οπότε δεν υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παρά το ότι το ζήτημα αυτό δεν ηγέρθη στην ένσταση αλλά αντίθετα στην ένσταση γίνεται λόγος για μη καταχώριση ιεραρχικής προσφυγής, που εξυπακούει πως η επίδικη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, εντούτοις το ζήτημα αυτό είναι ουσιώδους σημασίας για τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και εξετάζεται αυτεπάγγελτα.
Την 1.9.1986 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου δια της Κεντρικής Επιτροπής Διαχειρίσεως Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και του αιτητή με την οποία παραχωρείτο στον αιτητή άδεια κατοχής βακούφικης περιουσίας, δηλαδή του λουτρού «Ομεριέ» στην οδό Σούτσου αρ. 23, στη Λευκωσία, αντί ποσού £30.- μηνιαίως. Το δικαίωμα κατοχής του αιτητή υπόκειται σε διάφορους όρους μεταξύ των οποίων ότι η Κεντρική Επιτροπή έχει δικαίωμα ακύρωσης της προαναφερόμενης άδειας αφού δώσει προς τον αδειούχο 4 μηνών γραπτή προειδοποίηση. Ως χρονική διάρκεια της αδείας καθορίζεται η περίοδος ισχύος του «διατάγματος επιτάξεως απάσης της Τουρκοκυπριακής περιουσίας», υπ΄ αρ. 820/13/11/75.
Την 26.4.1991 δημοσιεύθηκε ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν 139/91), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.1991. Στο άρθρο 2 του Νόμου αυτού «Τουρκοκυπριακή περιουσία περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία. Ως κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών ορίζεται ο Υπουργός Εσωτερικών ο οποίος μπορεί να ενεργεί και μέσω εξουσιοδοτημένου εκπρόσωπου του. Το άρθρο 5 του Νόμου προνοεί ότι «τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, κατά τη διαχείριση των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται με τον παρόντα Νόμο, ο Κηδεμόνας θα έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τους».
Με επιστολή ημερ. 19.11.2003, η οποία υπογράφεται εκ μέρους του Επάρχου Λευκωσίας και η οποία επιδόθηκε στον αιτητή στις 11.12.2003, ακυρώθηκε η προαναφερόμενη άδεια που είχε παραχωρηθεί στον αιτητή σε σχέση με το λουτρό «Ομεριέ», σύμφωνα με τον όρο 2 της άδειας. Επιπλέον με την προαναφερόμενη επιστολή ο αιτητής πληροφορείτο πως οποιαδήποτε επέμβαση του στην προαναφερόμενη περιουσία θα θεωρείτο παράνομη και θα λαμβάνονταν μέτρα εναντίον του.
Στην υπόθεση Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 υπογραμμίστηκε ότι εμπειρική υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην ταξινόμηση των διοικητικών πράξεων ως προς το πεδίο δικαίου, δημόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο επενεργούν. Η ουσία και όχι ο τύπος είναι το κριτήριο για την κατάταξη τους σε πράξεις εξουσίας ή πράξεις διαχείρισης. Ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση αποτελεί το γνώμονα για την ταξινόμηση της στο ένα ή στο άλλο πεδίο του δικαίου. Εφόσον η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται με την επίτευξη των σκοπών δημόσιας αρχής ή οργάνου, αυτή επενεργεί στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Δημόσιος σκοπός είναι εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του κοινού έχει, εκ της φύσεως των πραγμάτων, συμφέρον στη ευόδωσή του. Από την άλλη στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν όχι μόνον πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής ή οργάνου αλλά και μονομερείς πράξεις κρατικής εξουσίας που έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση ή διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.
Σύμφωνα με την Shoham (Cyprus) Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1 Α.Α.Δ. 404, ο αποφασιστικός παράγοντας είναι το αντικείμενο της επίδικης πράξης. Αν η λειτουργία του διοικητικού οργάνου, που εξέδωσε την απόφαση, είχε σαν πρωταρχικό αντικείμενο την προαγωγή δημόσιου σκοπού, τότε μπορεί να λεχθεί πως η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
Στην υπόθεση Αντωνάκης Χρ. Σολωμονίδης Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 11962/31.3.2005, ο Κηδεμόνας, με πολιτική αγωγή, διεκδίκησε δικαίωμα κατοχής περιουσίας του Εβκάφ (βακούφικης περιουσίας) και ζήτησε από τους εφεσείοντες να παύσουν να επεμβαίνουν στο ακίνητο. Οι εφεσείοντες προέβαλλαν λόγους για τους οποίους διεκδικούσαν δικαίωμα στο ακίνητο. Η παρατήρηση μου γι΄ αυτή την απόφαση είναι ότι το ισχυριζόμενο δικαίωμα κατοχής Τουρκοκυπριακής βακούφικης περιουσίας διεκδικήθηκε με αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. ΄Ηταν ζήτημα αστικής διαφοράς.
Στην Προσφυγή 133/2005, ημερ. 24.3.2005, Αλή Κιαμίλ ν. Υπουργού Εσωτερικών, ο Τουρκοκύπριος αιτητής ζήτησε να κηρυχθεί άκυρη απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα του Διαχειριστή των Τουρκοκυπριακών περιουσίων, με την οποία ο αιτητής εμποδίζετο να χρησιμοποιεί την ακίνητη του περιουσία στις ελεύθερες περιοχές. Το δικαστήριο έκρινε πως η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία λήφθηκε στη βάση του Ν. 139/91 αποτελούσε απόφαση που ελέγχεται στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφού ο Υπουργός ασκεί εξουσία καθαρά δημοσίου δικαίου.
Θεωρώ πως η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την υπόθεση Αλή Κιαμίλ (ανωτέρω) καθότι σε εκείνη την υπόθεση το ζήτημα που τέθηκε ήταν κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος αιτητής δικαιούτο σε νομική αρωγή δυνάμει του Κ. 4(1) του περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικού Κανονισμού (Αρ. 1) του 2003 ή δυνάμει του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (Ν 165(Ι)/2002). Στην υπόθεση εκείνη, όπως αναφέρθηκε, το ζήτημα ήταν το κατά πόσο ο Κηδεμόνας έχει εξουσία να εμποδίσει Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας, στις ελεύθερες περιοχές, να χρησιμοποιεί την ακίνητη περιουσία του.
Στην υπόθεση O Neill v. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ., 260, ο Κηδεμόνας τερμάτισε την άδεια κατοχής Τουρκοκυπριακού υποστατικού. Το μόνο ζήτημα που απασχόλησε την Ολομέλεια ήταν αν η εφεσείουσα είχε έννομο συμφέρον, δεν εξετάστηκε όμως ζήτημα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε πρωτόδικα είτε κατ΄ έφεση.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια διαχείρισης της προαναφερόμενης περιουσίας από τον Κηδεμόνα (ο οποίος προφανώς ενήργησε δι΄ εκπροσώπου). Ο Κηδεμόνας ενεργώντας, κατά τον ισχυρισμό του, βάσει του νόμου και ασκώντας τις εξουσίες του ιδιοκτήτη της περιουσίας, τερμάτισε άδεια κατοχής της περιουσίας, που είχε παραχωρηθεί πριν χρόνια στον αιτητή, ενεργώντας και πάλι όπως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας που προνοούσε την παραχώρηση της αδείας κατοχής. Η επίδικη απόφαση δεν είχε σαν αντικείμενο την προαγωγή οποιουδήποτε δημόσιου σκοπού αλλά τη ρύθμιση ιδιωτικών δικαιωμάτων μεταξύ ιδιοκτήτη και αδειούχου. Ούτε το κοινό γενικά ούτε και συγκεκριμένο τμήμα του κοινού έχουν συμφέρον ή ενδιαφέρον στο ζήτημα του τερματισμού της αδείας κατοχής του λουτρού και της σχετικής συμφωνίας.
Κατά την κρίση μου τα οποιαδήποτε δικαιώματα του αιτητή που πηγάζουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία τερματίστηκε έγκυρα ή όχι, ορθά ή λανθασμένα η συμφωνία παροχής αδείας κατοχής ενός Τουρκοκυπριακού υποστατικού από το πρόσωπο που, βάσει του νόμου, ασκεί τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη (τον Υπουργόν Εσωτερικών ή εξουσιοδοτημένον εκπρόσωπό του), είναι αστικά δικαιώματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως το παρόν δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της προσφυγής αυτής η οποία κατά συνέπεια απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.