ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 165
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 722/2004)
27 Φεβρουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AKRAM MUHAMMAD,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά απόφαση και/ή δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 6.7.2004 για ακύρωση της προσωρινής άδειας διαμονής του και η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, της ιδίας ημερομηνίας, είναι εξ υπαρχής άκυρες και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η αίτηση είναι οι εξής:
Οι επίδικες πράξεις και/ή αποφάσεις στερούνται αιτιολογίας, δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6(1) (στ) του Κεφ. 105, οι καθ΄ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, οι επίδικες πράξεις πάσχουν λόγω πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, συνιστούν παράβαση των κεκτημένων δικαιωμάτων του αιτητή ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο φοιτούσε σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνιστούν παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης εφόσον δεν δόθηκε δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή πριν τη λήψη των προσβαλλομένων αποφάσεων, είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης άσκησης διακριτικής εξουσίας, συνιστούν παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, δεν λήφθηκαν καλόπιστα εφόσον υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ των καθ΄ ων η αίτηση και της Αστυνομίας με σκοπό τη στέρηση των δικαιωμάτων του αιτητή, συνιστούν δυσμενή διάκριση εις βάρος του αιτητή ο οποίος είναι Πακιστανός Μουσουλμάνος και επίσης ότι το διοικητικό όργανο που εξέδωσε την επίδικη απόφαση είναι αναρμόδιο. Όπως επεξηγείται στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, το αρμόδιο όργανο, με βάση το νόμο, είναι ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως και/ή η Λειτουργός του Τμήματος Πληθυσμού και Μετανάστευσης και όχι ο Αν. Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών.
Ο αιτητής, κάτοχος Πακιστανικού διαβατηρίου, εισήλθε στην Κύπρο με άδεια εισόδου ως φοιτητής και ξεκίνησε τις σπουδές του κατά το Φθινόπωρο του 2003 σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Λάρνακα όπου σπούδαζε Ξενοδοχειακά. Η προσωρινή άδεια παραμονής του στην Κύπρο έληγε την 30.10.2004. Στις 6.7.2004, με εισήγηση του Αναπληρωτή Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, και την έγκριση του Υπουργού των Εσωτερικών (όπως φαίνεται από τον σχετικό υπηρεσιακό φάκελο) η προσωρινή άδεια παραμονής του αιτητή ακυρώθηκε, ο αιτητής κηρύχθηκε ως ανεπιθύμητο πρόσωπο στην Κυπριακή Δημοκρατία και διατάχθηκε η απέλασή του. Εκκρεμούσης της απελάσεως διατάχθηκε η κράτηση του και ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση μέχρι τις 9.7.2004 οπότε και απελάθηκε.
Στις 6.7.2004 επιδόθηκε στον αιτητή, στην Αγγλική γλώσσα, επιστολή που υπογράφεται από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικού Αρχείου και Μετανάστευσης του Υπουργείου των Εσωτερικών, με την οποία ο αιτητής πληροφορείτο ότι σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105 και τους Νόμους 2/72 και 164(Ι)/2001 η προσωρινή άδεια παραμονής του ακυρωνόταν και ότι εναντίον του είχαν εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 6.7.2004. Ο λόγος για τον οποίο εκδόθηκαν τα προαναφερόμενα διατάγματα ήταν ότι ο αιτητής είναι ανεπιθύμητος χαρακτήρας (undesirable character, όρος που γράφηκε λανθασμένα ως undersirable character).
Από το σχετικό υπηρεσιακό φάκελο διαφαίνεται πως οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως - Αρχηγείο Αστυνομίας είχαν τις εξής πληροφορίες, από ξένη υπηρεσία πληροφοριών μέσω της ΚΥΠ και τα εξής στοιχεία σε σχέση με τον αιτητή:
Ο αιτητής μαζί με πέντε άλλους Πακιστανούς, των οποίων τα ονόματα γνώριζε η ΚΥΠ, ήταν μέλη γνωστής Ισλαμικής τρομοκρατικής οργάνωσης και βρίσκονταν στην Κύπρο με σκοπό την προετοιμασία τρομοκρατικών ενεργειών εναντίον δυτικών στόχων. Ο αιτητής εντοπίστηκε από την Αστυνομία σε διαφορετική διεύθυνση απ΄ εκείνη που είχε δηλώσει στις αρμόδιες αρχές. Θεωρήθηκε ότι μεθοδευμένα και αθόρυβα είχε μεταφέρει τη βάση του ώστε να μην κινεί υποψίες και να παραμένει μακριά από το μάτι των Αρχών Ασφαλείας. ΄Εφθασε στην Κύπρο στις 9.10.2003 και σε μικρό χρονικό διάστημα ανέλαβε μαζί με άλλους ομοεθνείς του τη διαχείριση του τεμένους της Λάρνακας παρουσιαζόμενος και σαν Ιμάμης, πράγμα που του επέτρεπε να ηγείται, να ελέγχει και να καθοδηγεί τους ομοθρήσκους του. Κατά τις ανακρίσεις που έγιναν παραλήφθηκαν και διάφορα έγγραφα που ανευρέθησαν στην κατοχή του και τα οποία συνίσταντο σε 11 διπλώματα της πολεμικής αεροπορίας του Πακιστάν που έδειχναν ότι ο αιτητής είναι Τεχνικός Πολεμικών Αεροσκαφών με ειδικότητα στους πυραύλους SAM 2 και από το 1985 μέχρι το 2000 είχε υπηρετήσει στην Πολεμική Αεροπορία της χώρας του. Όπως ο αιτητής ανέφερε στους ανακριτές, ο λόγος για τον οποίο βρισκόταν στην Κύπρο ήταν ότι ανέμενε θεώρηση διαβατηρίου για τη Νέα Ζηλανδία με σκοπό να εργαστεί εκεί σε εταιρεία ως Τεχνικός Αεροσκαφών. Μέχρι να εξασφαλίσει την προαναφερόμενη θεώρηση και αφού το συμβόλαιο του με την Πολεμική Αεροπορία του Πακιστάν είχε λήξει από το 2000, ήλθε στην Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα Ξενοδοχειακών. Δεν απεκάλυψε την πηγή της χρηματοδότησης του κατά την παραμονή του στην Κύπρο. Ακόμα, από το κινητό τηλέφωνο του αιτητή φάνηκε ότι αυτός έκανε και δεχόταν πάρα πολλές κλήσεις από διάφορες χώρες του εξωτερικού, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει ποια ήταν τα πρόσωπα που καλούσε και τον καλούσαν ενώ δύο γραπτά μηνύματα που λήφθηκαν στο κινητό του τηλέφωνο θεωρήθηκαν από τις Κυπριακές Αρχές ως σοβαρά ύποπτα εφόσον ήταν κρυπτογραφημένα. Ο αιτητής και οι άλλοι ύποπτοι συμπατριώτες του επισκέπτονταν συχνά τα κατεχόμενα Κυπριακά εδάφη και είχαν στενές σχέσεις με συγκεκριμένο θρησκευτικό ηγέτη των κατεχομένων με τον οποίο τους συνέδεαν αισθήματα φανατικού ισλαμισμού με τάσεις σύγκρουσης με δυτικά συμφέροντα.
Παρά τη λανθασμένη διατύπωση και ορθογραφία του σχετικού όρου που χρησιμοποιήθηκε είναι προφανές ότι ο αιτητής κηρύχθηκε ανεπιθύμητο πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 6(1) (στ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, στη βάση επίσημων πληροφοριών που λήφθηκαν από έμπιστη πηγή. Αυτό έγινε στις 6.7.2004, μετά που οι σχετικές πληροφορίες τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού των Εσωτερικών, ο οποίος ενέκρινε την κήρυξη του αιτητή ως ανεπιθύμητου προσώπου στην Κυπριακή Δημοκρατία, την ταυτόχρονη ακύρωση της προσωρινής άδειας παραμονής του, την απέλασή του και την κράτησή του μέχρι την απέλαση του. Από τη στιγμή που ο αιτητής κηρύχθηκε ως ανεπιθύμητο πρόσωπο και ακυρώθηκε η προσωρινή άδεια παραμονής του, κατέστη απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 6(1) (στ) και (κ) του Κεφ. 105. Επιπλέον θεωρώ ότι δυνάμει της υποπαραγράφου (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105 ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης και επειδή παρέβη τους όρους και περιορισμούς της προσωρινής αδείας παραμονής του, σύμφωνα με τους οποίους πριν αλλάξει τόπο διαμονής θα έπρεπε να είχε πληροφορήσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές: Δέστε τον Κανονισμό 9(4), τον Κανονισμό 19 και τον Κανονισμό 36(1) (ε) και (στ) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972, Δ.Π. 242/72 ημερ. 22.12.1972.
Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Κανονισμό 9(4), άδειες εισόδου μπορούν να ακυρωθούν από τον Υπουργό Εσωτερικών (υπό την ιδιότητα του ως Πρώτου Λειτουργού Μεταναστεύσεως) αφού δοθεί προειδοποίηση όχι μικρότερη των 14 ημερών. Στην περίπτωση όμως που ανακαλυφθεί ότι ο κάτοχος αδείας εισόδου ή αδείας παραμονής είναι απαγορευμένος μετανάστης ή ότι έχει παραβεί τους όρους υπό τους οποίους εκδόθηκε η άδεια εισόδου, η ακύρωση μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως, δηλαδή χωρίς την προαναφερόμενη προειδοποίηση.
Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι ενώπιον των αρμοδίων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας υπήρχαν έμπιστες πληροφορίες που περιήλθαν εις γνώση του αρμοδίου Υπουργού των Εσωτερικών, οι οποίες δημιουργούσαν σοβαρές υποψίες πως ο αιτητής εμπλεκόταν σε τρομοκρατική οργάνωση και τρομοκρατικές ενέργειες. Επίσης είναι φανερό ότι ο αιτητής, χωρίς να πληροφορήσει τις αρμόδιες αρχές, άλλαξε διεύθυνση και διέμενε αλλού απ΄ εκεί που είχε δηλώσει στις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών. Με αυτά τα δεδομένα, ο Υπουργός των Εσωτερικών ενέκρινε την κήρυξη του αιτητή σε ανεπιθύμητο πρόσωπο, την άμεση ακύρωση της προσωρινής άδειας παραμονής του στην Κύπρο, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση και ταυτόχρονα ενέκρινε την έκδοση διαταγμάτων απέλασης και κράτησής του μέχρι την απέλαση, δηλαδή για περίοδο 3 ημερών.
Είναι θεμελιωμένο ότι στις περιπτώσεις εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στο έδαφος μιας κυρίαρχης χώρας, το αρμόδιο διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία να επιτρέψει ή να απαγορεύσει κάτι τέτοιο. Η εξουσία μιας χώρας να επιτρέψει και να ρυθμίσει ζητήματα εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στο έδαφός της είναι συνυφασμένη με την κυριαρχία της. Η διακριτική εξουσία όμως του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, του Λειτουργού Μεταναστεύσεως, δεν είναι απόλυτη. Θα πρέπει να ασκείται καλόπιστα και όχι αυθαίρετα και αφού διαπιστωθούν τα ορθά πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης και ληφθούν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία (Δέστε: Ahmed Jammoul v. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 2088, Amanda Marga Ltd v. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 2583 και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).
Στην παρούσα υπόθεση είμαι ικανοποιημένος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα του Πρώτου Λειτουργού Μεταναστεύσεως, ενήργησε νόμιμα και καλόπιστα όταν στις 6.7.2004 κήρυξε τον αιτητή ως ανεπιθύμητο πρόσωπο στην Κυπριακή Δημοκρατία και ακύρωσε την άδεια παραμονής του στην Κύπρο, χωρίς να του δώσει οποιαδήποτε προειδοποίηση. Είχε τέτοιο δικαίωμα ο αρμόδιος Υπουργός εφόσον υπήρχαν οι προαναφερόμενες πληροφορίες εναντίον του αιτητή που τέθηκαν υπόψη του αρμοδίου Υπουργού, αλλά και εφόσον ο αιτητής παρέβη τους όρους της προσωρινής αδείας παραμονής του και άλλαξε διεύθυνση χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές. Επίσης θεωρώ ότι νόμιμα ενήργησε και ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όταν, με την έγκριση του αρμοδίου Υπουργού, και δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, διέταξε την απέλαση του αιτητή από τη Δημοκρατία και την κράτηση του μέχρις ότου απελαθεί. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί να διαταχθεί, από το Διευθυντή, η απέλαση αλλοδαπού που είναι απαγορευμένος μετανάστης ή οποιουδήποτε πρόσωπου που παραμένει στη Δημοκρατία μετά την παρέλευση της περιόδου της αδείας παραμονής του και στο μεταξύ να τεθεί υπό κράτηση.
Με βάση όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία, κρίνω ότι, στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ενήργησαν νόμιμα και καλόπιστα κατά την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας που αφορούν στην παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της. Κρίνω ότι κανένας από τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως των επιδίκων αποφάσεων ευσταθεί. Οι αρμόδιες αρχές ενήργησαν σύμφωνα με τους σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς και με βάση τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν τους. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παράβαση οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτητή ή οποιασδήποτε παραδεδεγμένης νομικής αρχής. Οι σχετικές αποφάσεις λήφθηκαν από τα αρμόδια όργανα και υπό τις περιστάσεις ήταν επαρκώς αιτιολογημένες. Συναφώς παρατηρώ πως δεν αναμένεται ότι οι αρμόδιες αρχές ασφαλείας της Δημοκρατίας, θα κοινοποιούν σε ύποπτα πρόσωπα, όπως τον αιτητή, τις εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν υπόψη τους. Κατά την κρίση μου τα θεμιτά συμφέροντα του αιτητή προασπίζονται επαρκώς με το δικαίωμα προσφυγής του στο Δικαστήριο, το οποίο και άσκησε.
Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται, υπό τις περιστάσεις όμως και δεδομένης της απέλασης του αιτητή, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.