ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 314/2002
21 Φεβρουαρίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PERA AGENCIES LIMITED
Αιτητές,
- ν. -
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθών η αίτηση.
------------------
Ι. Νικολάου, για τους αιτητές
Μ. Ο. Ιωαννίδης, για τους καθών η αίτηση
Καμιά εμφάνιση, για το ενδιαφερόμενο μέρος 1, Ράδιο Αμμόχωστος
Χρ. Πατσαλίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος 2, Ράδιο Super
Σ. Δράκος, για ενδιαφερόμενο μέρος 3, Ράδιο Ηλιος
Α. Σολουκίδου (κα) για ενδιαφερόμενο μέρος 4, Ράδιο Κανάλι 9,86
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση των καθών η αίτηση που τους γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 21/1/02 με την οποία απέρριψαν την αίτηση τους για άδεια ίδρυσης. εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης, με το όνομα «ΖΕΝΙΘ».
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του ραδιοφωνικού σταθμού «Ζενίθ» τοπικής εμβέλειας για την πόλη και επαρχία Λευκωσίας βάσει προσωρινής άδειας που τους παραχωρήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με την υπ' αρ. 35.617 απόφασή του στις 6/9/91. Σε κατοπινό στάδιο υπέβαλαν αίτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης η οποία αίτηση απορρίφθηκε με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί προσφυγή στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 9/9/96 (βλ. PERA AGENCIES LTD. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, υπόθ. Αρ. 186/95).
Σε μεταγενέστερο στάδιο, και συγκεκριμένα στις 18/6/01, οι αιτητές υπέβαλαν τώρα προς τους καθών η αίτηση νέα αίτηση για άδεια παγκύπριου ραδιοφωνικού σταθμού. Ζητήθηκαν από τους καθών η αίτηση συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία οι αιτητές υπέβαλαν σε διάφορα στάδια (24/7/01, 17/8/01, 21/8/01, 22/8/01, 30/8/01 και 4/9/01) αλλά η αίτηση τους τελικά απορρίφθηκε σε σχετική συνεδρία ημερ. 31/10/01. Οι αιτητές πληροφορήθηκαν σχετικά, με την επιστολή των καθών η αίτηση ημερ. 21/1/02 (προσβαλλόμενη απόφαση) το περιεχόμενο της οποίας, στο βασικό της μέρος, έχει ως ακολούθως:
«Κύριοι,
Θέμα: Αίτηση για άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας
Ραδιοφωνικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης με το διακρτικό
Όνομα «ΖΕΝΙΘ»
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας ημερ. 18.6.2001 για χορήγηση άδειας ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης και να σας πληροφορήσω ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, ήτοι:
(i) περιεχόμενο της αίτησης μαζί με τα συνημμένα στοιχεία,
(ii) τα συμπληρωματικά στοιχεία που υποβλήθηκαν μεταγενέστερα,
(iii) τα πορίσματα και εισηγήσεις των Ειδικών Εμπειρογνωμόνων (Νομικών, Οικονομολόγων, Λογιστών, Τεχνικών και Επικοινωνιολόγων), τους οποίους διόρισε η Αρχή με βάση το άρθρο 3(4) του περί Ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7 (1) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα),
(iv) τις απόψεις του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων σε ό,τι αφορά τα θέματα των αιτήσεων που είναι της αρμοδιότητάς του,
(v) τις εκθέσεις και/ή σημειώματα Λειτουργών της και
(vi) το Σχέδιο Ραδιοτηλεοπτικής Κάλυψης, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 23.3.2001, καθώς επίσης τον περιορισμένο αριθμό συχνοτήτων που υπάρχουν, αξιολόγησε την αίτηση ως μη ικανοποιητική και αποφάσισε ομόφωνα να την απορρίψει. Ειδικότερα, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου αξιολόγησε την αίτηση σας, συγκρίνοντας την με τις υπόλοιπες αιτήσεις και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα με τη χορήγηση των 9 (εννέα) υπαρχουσών συχνοτήτων σε σταθμούς που έτυχαν ψηλότερη από σας βαθμολογία.»
Στην πιο πάνω επιστολή δε φαίνονται τα ονόματα αυτών που τους δόθηκαν οι εν λόγω 9 συχνότητες. Ούτε και στην προσφυγή φαίνονται οιαδήποτε ενδιαφερόμενα μέρη. Σε κάποιο όμως στάδιο της διαδικασίας (βλ. πρακτικά 17/9/02 και 8/10/02), οι αιτητές κατέληξαν και τελικά επέδωσαν ειδοποίηση της παρούσας προσφυγής στα αναφερόμενα στον τίτλο της προσφυγής 4 ενδιαφερόμενα μέρη.
Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής οι συνήγοροι των διαδίκων πληροφόρησαν το δικαστήριο ότι εκδόθηκαν δυο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (α) στην υπόθεση αρ. 309/02 ημερ. 30/1/04 GEOPHORAE (PUBLISHING) LTD. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου και (β) στην υπόθεση 306/02 ημερ. 4/2/04 Ν. Π. Φ. Ράδιο Επιστροφή Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου με τις οποίες ακυρώθηκε η ίδια απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Ηγέρθηκε τότε από την πλευρά των καθών η αίτηση ο ισχυρισμός ότι η παρούσα προσφυγή έχασε το αντικείμενο της, εκτός αν εμπίπτει στην εξαίρεση του κανόνα, κάτι, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, εδώ δεν ισχύει.
Η πλευρά των αιτητών προώθησε τη θέση ότι τα περιστατικά της υπόθεσης είναι τέτοια που η παρούσα προσφυγή δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχασε το αντικείμενο της αφού για το χρονικό διάστημα που ίσχυε η απόφαση μέχρι την ακύρωση της από το Ανώτατο Δικαστήριο στις προαναφερθείσες υποθέσεις, οι ίδιοι υπέστησαν ζημιά. Γιαυτό δικαιούνται απόφασης και στη δική τους προσφυγή ούτως ώστε, αν αυτή επιτύχει να μπορούν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Epco (Cyprus) Ltd v. Municipal Committee of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 416, Gibb Ltd κ.α. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας, υποθ. αρ. 1118/00 ημερ. 17/10/02, Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 και Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους κ.α. (1992) 3 Α.Α.Δ. 251) εκεί που ακυρώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο μια διοικητική πράξη, τότε άλλη προσφυγή που ζητά την ακύρωση της ίδιας διοικητικής πράξης καθίσταται άνευ αντικειμένου και απαράδεκτη εκτός αν υπάρχει λόγος έκδοσης νέας ακυρωτικής απόφασης για σκοπούς της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το θέμα έχει τεθεί από τον Στυλιανίδη Δ (όπως ήταν τότε) στην προαναφερθείσα υπόθεση Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας σελ. 1324, ως ακολούθως:
«Η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ακυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη από το χρόνο της έκδοσής της (ex tunc) και έναντι όλων (erga omnes), δηλαδή και έναντι εκείνων που δεν ήσαν μέρη στην ακυρωτική δίκη.
Μετά από ακυρωτική απόφαση σε μία προσφυγή, άλλη προσφυγή, με την οποία προσβάλλεται η ίδια πράξη, καθίσταται χωρίς αντικείμενο και απαράδεκτη, λόγω του δεδικασμένου, εκτός αν υπάρχει λόγος έκδοσης νέας ακυρωτικής απόφασης για τους σκοπούς της παραγράφου 6 του Άρθρου 146. Το ίδιο δε ισχύει για επικυρωτική απόφαση. Η νομιμότητα πράξης που επικυρώθηκε από το Δικαστήριο μπορεί να συνεχίζει να είναι αντικείμενο αμφισβήτησης σε άλλη διοικητική δίκη αν προβάλλονται άλλοι λόγοι. Η απόφαση ακύρωσης δεσμεύει όλους, ενεργεί erga omnes. Άλλη διαφορά μεταξύ ακυρωτικής και επικυρωτικής απόφασης είναι ότι στην επικυρωτική απόφαση η παράγραφος 6 του Άρθρου 146 δεν έχει εφαρμογή.»
Σχετικά με το ίδιο θέμα στο σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» 3η έκδοση, σελ. 374, διαβάζουμε τα εξής:
«Εάν η προσβαλλομένη πράξις ή παράλειψις ακυρωθή εξ ολοκλήρου δι' ετέρας αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η περί ακυρώσεως αυτής αίτησις, η τυχόν εισέτι εκκρεμούσα, αποβαίνει άνευ αντικειμένου, της ακυρωτικής αποφάσεως εξαφανιζούσης την πράξιν εξ υπαρχής, έστω και αν η διοίκησις μέχρι της εκδικάσεως της εκκρεμούσης αιτήσεως δεν συνεμορώθη προς την ακυρωτικήν απόφασιν του Συμβουλίου της Επικρατείας.»
Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι στην προαναφερθείσα υπόθεση 309/02 ο Καλλής Δ δέχθηκε μόνο το αιτητικό 1 και ακύρωσε την απόφαση που περιείχετο σε επιστολή ημερ. 4/2/02 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για χορήγηση άδειας λειτουργίας του σταθμού των αιτητών «Κανάλι 7». Όσον αφορά τις άδειες που δόθηκαν στα ενδιαφερόμενα μέρη (σταθμούς Ράδιο Αθηνά, Ράδιο Ήλιος και Ράδιο Αμμόχωστος) η προσφυγή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Στη δεύτερη υπόθεση (προσφ. 306/02) η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε στο σύνολο της. Οι αποφάσεις και στις δυο περιπτώσεις, όπως και στην παρούσα προσφυγή, είχαν ληφθεί κατά τη συνεδρία των καθών η αίτηση ημερ. 31/10/01.
Στη δική μας περίπτωση, προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους ότι υπέστησαν ζημιά οι αιτητές, με άδεια του δικαστηρίου, προσκόμισαν και μαρτυρία με τη μορφή ένορκης δήλωσης. Αναφέρομαι στην ένορκη δήλωση του Σίμου Κυριάκου ενός από τους διευθυντές της αιτήτριας εταιρείας. Αναφορά στις εν λόγω ζημιές γίνεται στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης. Βέβαια και οι καθών η αίτηση με ένορκη δήλωση της υπαλλήλου τους Μαρίας Ψαρά, (δε διευκρινίζεται η θέση της), μεταξύ άλλων αρνούνται τον ισχυρισμό των αιτητών ότι έχουν υποστεί ζημιά. Προσέχω όμως ότι η ουσία της άρνησης επικεντρώνεται στον ισχυρισμό ότι η αιτήτρια δεν μπορούσε να είχε αξίωση για αποδοχή της αιτήσεως της από τους καθών η αίτηση αλλά μόνο προσδοκία αποδοχής αυτής. Επικαλέστηκε ο συνήγορος των καθών η αίτηση, μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μαρία Προκοπίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 342/01 ημερ. 16/4/03.
Στην πιο πάνω υπόθεση, με αναφορά και στην υπόθεση Kikas & Others v. The Cyprus Broadcasting Corporation & Another (1984) 3 (B) C.L.R. 852, εκφράζεται η άποψη ότι για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος δεν είναι απαραίτητο όπως η ακύρωση της απόφασης να προήλθε από πρωτοβουλία του διαδίκου που διεκδικεί την αποζημίωση, αλλά είναι αρκετό αν αυτός έχει αμφισβητήσει την απόφαση με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αν η άποψη αυτή αποτελεί την ορθή νομική θέση, τότε και η παρούσα προσφυγή καθίσταται αυτομάτως άνευ αντικειμένου και οι αιτητές θα μπορούν, κατ' επίκληση των υποθέσεων Κikas & Others και Προκοπιου (πιο πάνω) να διεκδικήσουν αποζημιώσεις χωρίς την ανάγκη να έχουν ξεχωριστή ακυρωτική απόφαση στη δική τους προσφυγή. Σημειώνω εδώ ότι και στην Προκοπίου, διαβάζουμε ότι «κατ' εξαίρεση η δίκη μπορεί να συνεχιστεί αν ο προσφεύγων προβάλλει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης όπως όταν οι βλαπτικές για τον ενδιαφερόμενο συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της πράξης διατηρούνται». Γίνεται παραπομπή στο «Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου» (1993) Σπηλιωτόπουλου σελ. 440.
Είμαι της άποψης ότι τα όσα λέχθηκαν υπό μορφή obiter στην προαναφερθείσα υπόθεση Kikas & others, περί της μη αναγκαιότητας εξασφάλισης ακυρωτικής απόφασης για σκοπούς διεκδίκησης αποζημιώσεων με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος δεν πρέπει να αντικατοπτρίζουν την ορθή νομική θέση. Αν ήταν αρκετό να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σε προσφυγή άλλου προσώπου, τότε δε βλέπω πότε θα ίσχυε η εξαίρεση που διατυπώθηκε στις προαναφερθείσες υποθέσεις Μιλτιάδους κα ν. Δημοκρατίας και Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους στις οποίες αποφασίστηκε ότι κατ' εξαίρεση η προσφυγή δε χάνει το αντικείμενο της όταν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που δείχνουν ότι ο αιτητής έχει υποστεί ζημιά την οποία σκοπεύει να διεκδικήσει στο επαρχιακό δικαστήριο με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Καταλήγω λοιπόν ότι η προσφυγή δε χάνει αυτομάτως το αντικείμενο της αλλά θα πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον οι αιτητές έχουν υποστεί ζημιά που τους δίνει το δικαίωμα να προωθούν την προσφυγή τους.
Ήδη ανάφερα πιο πάνω ότι η πλευρά των αιτητών με καταχώρηση σχετικής ένορκης δήλωσης ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημιά. Η άρνηση των καθών η αίτηση, αναφορικά με τη ζημιά που ισχυρίζονται οι αιτητές, συνδέεται με την ουσία της προσφυγής δηλαδή αν θα επιτύγχανε ή όχι. Οι ισχυρισμοί των αιτητών για ζημιά παραμένουν ουσιαστικά αναπάντητοι και είναι τέτοιας φύσης που κρίνω ότι η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις εξαιρέσεις του κανόνα ότι έχει χάσει το αντικείμενο της. Τα γεγονότα είναι τέτοια που φαίνεται να υπάρχει πιθανότητα να υπέστησαν ζημιά, (αναφέρομαι ιδιαίτερα στην παράγραφ. 9(Ε) και (ΣΤ) της ένορκης δήλωσης) η οποία βέβαια δε θα υπολογιστεί σε αυτό το στάδιο και από αυτό το δικαστήριο, αλλά από το Επαρχιακό Δικαστήριο σε περίπτωση (α) που η προσφυγή επιτύχει και (β) οι αιτητές ικανοποιήσουν τις σχετικές προϋποθέσεις όπως αυτές εξηγήθηκαν στην υπόθεση Χαράλαμπος Νικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 ((Β) Α.Α.Δ. 983. Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την προσφυγή όπως έγινε και στην Royal Ris Ltd. v. Δήμου Λάρνακας, υπόθ. αρ. 1004/99, ημερ. 26/11/01, από τον Καλλή Δ.
Μεταξύ των λόγων ακύρωσης είναι και ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας και ότι δε διευκρινίζεται το δημόσιο συμφέρον που επικαλούνται οι καθών. Την προσβαλλόμενη απόφαση την παράθεσα ήδη πιο πάνω. Από απλή ανάγνωση φαίνεται ότι αυτή στερείται της δέουσας αιτιολογίας. Παραθέτει μόνο τα διάφορα στοιχεία που έλαβαν οι καθών η αίτηση υπόψη και καταλήγει ότι «η Αρχή αξιολόγησε την αίτηση ως μη ικανοποιητική και αποφάσισε ομόφωνα να την απορρίψει». Βέβαια αναφέρεται εκεί ότι η Αρχή σύγκρινε την αίτηση με τις υπόλοιπες αιτήσεις και έκρινε ότι «το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα με τη χορήγηση των 9 (εννέα) υπαρχουσών συχνοτήτων σε σταθμούς που έτυχαν ψηλότερη βαθμολογία».
Τόσο από τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221) όσο και με βάση το άρθρο 28(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) φαίνεται ότι μια πράξη ή απόφαση που επικαλείται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον, κρίνεται ως αναιτιολόγητη. Το δημόσιο συμφέρον του οποίου γίνεται επίκληση πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά στα συγκεκριμένα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του αρμόδιου οργάνου.
Στη δική μας περίπτωση οι καθών δεν έχουν συγκεκριμενοποιήσει το δημόσιο συμφέρον με αναφορά σε γεγονότα, παράλειψη που είναι αρκετή για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, πέραν του θέματος της έλλειψης αιτιολογίας γενικά.
Ενόψει του ότι τα ίδια θέματα αποτέλεσαν αντικείμενο στις προαναφερθείσες υποθέσεις 309/02 και 306/02, όπου εξετάστηκαν με λεπτομέρεια τόσο το θέμα της αιτιολογίας όσο και αυτό του δημοσίου συμφέροντος, δεν το θεωρώ αναγκαίο να επεκταθώ περαιτέρω. Για τους λόγους που ανάφερα πιο πάνω, αλλά και τα όσα αναφέρονται στις πιο πάνω υποθέσεις καταλήγω ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει επίσης να επιτύχει. Αυτό όμως που με προβλημάτισε είναι το κατά πόσο η ακυρωτική απόφαση θα επεκταθεί και στις άδειες που παραχωρήθηκαν στα ε.μ. ή όχι. Θίγει το ζήτημα αυτό και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ε.μ. 3, που διατυπώνει και διαζευκτικό ισχυρισμό ότι η προσφυγή εναντίον του ε.μ. είναι εκπρόθεσμη, όπως αποφασίστηκε και στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 309/02.
Σημειώνω εδώ ότι στην προσφυγή 309/02 οι αιτητές, στο αιτητικό αυτής, ζήτησαν και δήλωση ότι και οι παραχωρηθείσες σε άλλους σταθμούς (ενδιαφερόμενα μέρη) άδειες, ήσαν παράνομες, κάτι που στη δική μας προσφυγή δε ζητείται. Εδώ περιορίζεται το αίτημα σε ακύρωση της άρνησης των καθών να τους εγκρίνει την αιτούμενη άδεια. Έτσι η προσφυγή εναντίον όλων των ε.μ. απορρίπτεται.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθών η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, στην έκταση που αφορά την άρνηση των καθών η αίτηση να εγκρίνουν την αίτηση των αιτητών, ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή εναντίον των ε.μ. απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των ε.μ. 2, 3 και 4 που έχουν εκπροσωπηθεί με συνηγόρους.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς