ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 196
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 202/2005)
28 Φεβρουαρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή του, όπως έχει τροποποιηθεί κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, ημερ. 9.5.2005, ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία, η παράλειψη του Γενικού Εισαγγελέα να εγκρίνει στον αιτητή επανακατάθεση νέας ιδιωτικής Ποινικής Αγωγής με βάση το άρθρο 154(3) του Κεφ. 155, τη μερική αλλά ουσιαστική δίωξη της οποίας ούτος ανέστειλε στις 23 Ιανουαρίου 1997, να κηρυχθεί εις την ολότητά της ως άκυρη και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί.»
Την 6.11.1996 ο αιτητής καταχώρησε εναντίον της Τράπεζας Κύπρου Λτδ. και τριών διευθυντών της ιδιωτική ποινική υπόθεση, με αριθμό 39513/96, για αδικήματα «εξαφάνισης ή/και καταστροφής αποδεικτικού υλικού κατά παράβαση των άρθρων 20 και 120 του Κεφ. 154» ως επίσης και για αδικήματα συνωμοσίας κατά παράβαση του άρθρου 373 του ίδιου Κεφαλαίου.»
Στις 23.1.1997 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγεί το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος και το άρθρο 154(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου διέκοψε τη διαδικασία εναντίον των πιο πάνω. Ενόψει της καταχώρησης αυτής (nolle prosequi) το Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω ποινική υπόθεση που καταχώρησε ο αιτητής.
Οκτώ σχεδόν χρόνια αργότερα, στις 30.9.2004, ο αιτητής απέστειλε επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα ζητώντας έγκριση για κατάθεση νέας ιδιωτικής ποινικής αγωγής εναντίον των ιδίων προσώπων, για τα ίδια κατ' ισχυρισμό, ποινικά αδικήματα που αφορούσε και η προηγούμενη αγωγή.
Στις 2.12.2004, προφανώς γιατί δεν πήρε απάντηση από τον Γενικό Εισαγγελέα, απέστειλε νέαν επιστολή προς υπενθύμιση.
Στις 22.12.2004 ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε επιστολή στον αιτητή με την οποίαν απέρριπτε το αίτημα πληροφορώντας τον ότι «η πιο πάνω υπόθεση ως έχει τύχει χειρισμού από τη Νομική Υπηρεσία από το 1997, θεωρείται λήξασα».
Ο αιτητής με νέα επιστολή του, ημερ. 29.12.2004, υπέβαλε τον ισχυρισμό ότι η υπόθεση του δεν είχε τύχει υπεύθυνου χειρισμού και ζήτησε εκ νέου έγκριση για επανακατάθεση της ιδιωτικής ποινικής αγωγής του.
Με επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 20.1.2005 ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι οι χειρισμοί που έγιναν από τη Νομική Υπηρεσία το 1997 θεωρούνται ως τελεσίδικοι, απορρίπτοντας εκ νέου το αίτημα του.
Ο καθ' ου η αίτηση με τη γραπτή ένσταση του εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της εννοίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος γιατί συνδέεται άρρηκτα με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη εγκαταλείφθηκε με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση.
Επειδή το θέμα αν μία πράξη είναι εκτελεστή ή όχι είναι κεφαλαιώδους σημασίας, γιατί αν αυτή επιτύχει το Ανώτατο Δικαστήριο θα στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης, αποφάσισα όπως αυτή εξεταστεί πρώτη.
Με βάση σταθερή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι δικαστικές πράξεις ή πράξεις οργάνων που είναι ενταγμένα ή συνδέονται άρρηκτα με την άσκηση της δικαστικής εξουσία δεν υπόκεινται απευθείας ή έμμεσα στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έχει αποφασιστεί από τη νομολογία ότι οι πιο πάνω πράξεις δεν είναι εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις και ως εκ τούτου παραμένουν εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας έχει αποκλειστική εξουσία κατά την κρίση του να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και να συνεχίζει ή διακόπτει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Το Άρθρο 113.2 έχει ως εξής:-
«2. Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ' οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι' οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκήται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι' υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.»
Είναι χαρακτηριστικό ότι η νομολογία επί του θέματος αρχίζει με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην υπόθεση Phedias Kyriakides and the Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66 αποφασίστηκε ότι οι αστυνομικές πράξεις που συνδέονται άμεσα με την έναρξη ποινικής δίωξης είναι εκτός της δικαιοδοτικής εμβέλειας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος και τούτο γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη δικαστική λειτουργία.
Παρόμοιο θέμα με το εγειρόμενο στην παρούσα υπόθεση εξετάστηκε από το τότε Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Charilaos Xenofontos and the Republic 2 R.S.C.C. 89 αναφορικά με την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να διατάξει ποινική δίωξη για οποιοδήποτε αδίκημα. Αναφέρονται τα εξής στις σελίδες 92 και 93:-
«In this case the subject-matter of the complaint made by Exhibit 1 under Article 29 is, in effect, the failure of the Attorney-General of the Republic to institute criminal proceedings in respect of the acts in question against the police constables concerned. In the opinion of the Court the exercise of such an authority by the Attorney-General of the Republic, which in this respect is so closely related to judicial proceedings in criminal cases, is not within the ambit of paragraph 1 of Article 146, and, therefore, this Court has not jurisdiction to entertain the prayer contained in paragraph 3 of the Applicant΄s motion for relief.»
Έχει εδραιωθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία είναι παράλληλη με τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος, ότι δικαστικές πράξεις, οποιασδήποτε μορφής, είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλέπε: Modestos Savva Pitsillos v. Elias Aristodemou (1969) 3 C.L.R. 226, S. Raftis Co. Ltd. v. Municipality of Paphos (1981) 3 C.L.R. 497, White Hills Ltd. and Others v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 134).
Στην απόφαση Σάββας Καρατσής ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 220 η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι οι δικαστικοί διορισμοί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο «είναι, όχι μόνο στενά, αλλά άρρηκτα συνυφασμένοι με την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, ακριβέστερα, αποτελούν προϋπόθεση γι' αυτή.» Ως εκ τούτου η Πλήρης Ολομέλεια απεφάνθη ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, γιατί οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλέπε επίσης: Antonios Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390).
Ενόψει όλων των πιο πάνω έχω καταλήξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος και ως εκ τούτου το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ